Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009
ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΑΝΤΙΟ
(για το ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ)
Νοσταλγία και καθόλου νοσταλγία, μοναξιά και καθόλου μοναξιά, ελπίδα και καθόλου ελπίδα. Ποιήματα τα οποία διαχειρίζονται την πόλη με έννοιες που έχασαν το νόημα και που είναι το νόημα να τους δώσει εκ νέου κίνηση.
Οπωσδήποτε ο έρωτας επιτελεί το έργο, όταν το αναποτελεσματικό χάνει το αποτέλεσμά του. Από δω και στο εξής/Θα περνάω την ώρα μου//Επαναλαμβάνοντας αντίο//Με αέρα και σκόνη.
Β.Κ.Κ.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΛΑΜΑΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=113384
Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009
ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ «εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως». Επειδή η μητέρα του μύρισε έναν κρίνο. Ο Ιωσήφ απλώς επέβλεπε. Μέσα σε έναν στάβλο, στη Βηθλεέμ, κάτι παράξενοι τύποι με καμήλες τού πρόσφεραν χρυσό, λίβανο και σμύρνα. Μετά του είπαν ότι έπρεπε να λυτρώσει τον κόσμο. Τους ανθρώπους. Να κρύψει τη φρικτή είδηση. Αυτός, ένας παλαιστίνιος επαναστάτης. Ενας αντάρτης που χαμογελούσε στον πόνο. Ενας καμικάζι του έρωτα. Δεν μπορούσε να φανταστεί όσα θα ακολουθούσαν. Φυσικά δεν τον ρώτησαν. Ούτε για τη Γέννηση. Ούτε για τη Ζωή. Ούτε για τη Σταύρωση.
Ηθελε να 'ναι ξυλουργός, όχι σωτήρας. Μπορεί και προφήτης. Ισως πλανόδιος μουσικός, με κιθάρα και φυσαρμόνικα. Αλλά όχι αυτό, το «Υιός του Θεού». Οχι αυτή η αμαρτία της ιερότητας. Είναι πολύ βαρύ να είσαι χρισμένος. Εντεταλμένος. Επιφορτισμένος με το αδύνατο.
Για να νικήσει τους φόβους του έγραφε ημερολόγιο. Την ιστορία της επικοινωνίας του με τον κόσμο. Το έλεγε Αγία Γραφή. Είχαν περάσει σχεδόν 2.000 χρόνια κι εκείνος ακόμη ζούσε. Καταδικασμένος να ζει στην αιωνιότητα. Ισόβια, με την ποινή της ζωής. Πώς θα το άντεχε;
Επισκεπτόταν συχνά τον τάφο της μητέρας του, στο Ορος των ελαιών. Εκεί που είχε καταφύγει την παραμονή της Σταύρωσης. Καθόταν και της μιλούσε με τις ώρες, του άρεσε. «Εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην». Ο κήπος της Γεθσημανή φαινόταν, από τα Εξάρχεια, σαν μικρός ναός. Ακριβώς μπροστά στο Φλοράλ. Θα πήγαινε.
Κάθεται στα τραπεζάκια της πλατείας, πίνει φραπέ, περιμένει τους Ρωμαίους. Με τον Ιωάννη. Οι Πραιτοριανοί έχουν μακριά μαλλιά, μεγάλα στήθη, θηλυκά πόδια. Τους βλέπει να έρχονται. Το κέντρο του δόρατος είναι βουτηγμένο στο δηλητήριο. Κάθε βράδυ τον σκοτώνουν, κάθε πρωί ανασταίνεται. Βαρέθηκε να ανασταίνεται. Βαρέθηκε να μην μπορεί να πεθάνει.
Στην Αραχώβης ο Κιθ Ρίτσαρντς του ζήτησε να δείξει συμπάθεια για τον Διάβολο. Ελπίζω να μαντεύεις το όνομά μου, ψιθύρισε. Ο Αντίχριστος είναι γυναίκα. Μου το είπε ο Λαρς Φον Τρίερ. Ηταν ακόμη ερωτευμένος με τη Μαγδαληνή. Αυτή η γυναίκα ήταν μια θήκη φτιαγμένη για να τον υποδέχεται. Μια καμπίνα γεμάτη μήλα. Εμπαινε μέσα της και ζούσε. Μόνο εκεί δεν αισθανόταν απειλημένος. Μόνο εκεί πέθαινε. Είχαν χωρίσει, είχε βασανιστεί. Ο μόνος λόγος που γεννήθηκε και σταυρώθηκε, ήταν για να μπορεί να βλέπει αυτή τη γυναίκα.
Γεννήθηκε στη Δραπετσώνα. Στο Χάρλεμ. Στη Σταυρούπολη. Στα ναυπηγεία της Ελευσίνας. Στο Νιουκάσλ. Στα προσφυγικά του Μοσχάτου. Στα εργοστάσια ζάχαρης στην Κούβα. Γεννιέται συνέχεια. Παντού. Μόνος.
Και δεν το αντέχει άλλο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=115007
ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΙΑΔΗΛΩΣΗΣ Η ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
Χριστόφορος Κάσδαγλης
Η Αριστερά και ο κακός ο λύκος
εκδόσεις Οξύ, σ. 205, 15,50 ευρώ
Αρχικά σκέφτηκα να το ονομάσω «Σπλιτ» - χωρισμός, διαζύγιο, διαίρεση. Αλλά μου είπαν ότι ο τίτλος είναι αγκαζέ και έκανα πίσω. Επειτα σκέφτηκα τον τίτλο «Η Αριστερά και τα τρία γουρουνάκια». Καλό φαινόταν κι αυτό, αλλά κάπου στο δρόμο -δεν ξέρω πώς- το ένα γουρουνάκι διαγράφηκε απ' το κόμμα. Λίγο αργότερα, τα άλλα δύο διασπάστηκαν. Ετσι, κι αυτή η περίπτωση έμεινε στον αέρα.
(Χριστόφορος Κάσδαγλης, από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΣΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ το κόκκινο πανό είναι πεσμένο. Το σύμβολο έχει ηττηθεί. Το τέλος μιας μεγάλης διαδήλωσης; Μιας μεγάλης ελπίδας; Ο μικρόκοσμος της Αριστεράς, κάτω από το μικροσκόπιο ενός δημοσιογράφου. Που πονάει για όσα έγιναν. Αλλά, κυρίως, για όσα δεν έγιναν. Το γαμώ το ενός αριστερού που προσπαθεί να μιλήσει γι' αυτά σε ένα 10χρονο παιδί - το παιδί του. Η Αριστερά που πάσχει από ρευμα-τισμούς, που αγωνίζεται να ξεπεράσει τα κλινικά της συμπτώματα, που αγωνίζεται να μεγαλώσει. Που τσακώνεται με τον εαυτό της σε υποστυλωμένους χώρους, με λερωμένα αγάλματα. Που αυτοθαυμάζεται σε ολομέλειες, σε συνέδρια, σε φεστιβάλ διαρκείας. Με εντιμότητα ή ανεντιμότητα. Που κατευθύνεται μπουσουλώντας προς την ωριμότητα και αργεί. Από τον Εμφύλιο, από τη Βάρκιζα, από τη Μεταπολίτευση, από το '89, από τα 1.000+1 πρόσωπα της ανανεωτικής της πλευράς. Από τα 1.000+1 πρόσημά της, θετικά και αρνητικά. Αυτή η Αριστερά. Που όλο αργεί.
«Αν ποτέ σας ρωτήσουν γιατί ψηφίζετε ΚΚΕ Εσωτερικού, απαντήστε τους: γιατί έτσι μας αρέσει», έλεγε στην πλατεία Ομονοίας ο Λεωνίδας Κύρκος, λίγο πριν από τις εκλογές του '81. Και πράγματι. Τότε μας άρεσε. Γιατί μας άρεσε ο ύμνος της χαράς του Μπετόβεν, γιατί μας άρεσε η φυσαρμόνικα, γιατί μας άρεσε η ελπίδα των πραγμάτων.
Από τότε η μικρή κοκκινοσκουφίτσα φόρεσε prada, έγινε ΕΑΡ, Συμμαχία, Συνασπισμός, ΣΥΡΙΖΑ, ριζοσπαστική, ανανεωτική, ανένταχτη, και ψάχνει το κλειδί της αριστερής διακυβέρνησης σε βιβλία με παιδικά παραμύθια. Το έχει κρύψει εκεί ο κακός λύκος. Οι εκάστοτε ηγεσίες της, οι εκάστοτε πτέρυγές της, οι εκάστοτε συνιστώσες της, ενώ ξέρουν το βιβλίο, αρνούνται να βρουν το κλειδί. Εχουν πνιγεί στις τάσεις, στις αποφάσεις, στις αντανακλάσεις, στους φορείς, στις δυναμικές, και από πολιτική; Τίποτα. Τίποτα. Μονάχα γκρίνια. Και γκρίνια. Και γκρίνια. Αυτό άραγε φτάνει;
Ο Χριστόφορος Κάσδαγλης μιλάει εδώ θυμωμένα σε δύο παιδιά: το παιδί του, και το παιδί που κουβαλάει μέσα του. Νουθετεί, διαμαρτύρεται, κρίνει, απογοητεύεται. Ομως αυτό που κυρίως κάνει, είναι να πονά. Για τον έρωτα που χάθηκε. Για την Αριστερά που δεν πέρασε την τάξη. Που έμεινε μετεξεταστέα. Που λιγόστεψε επικίνδυνα. Σε ανθρώπους, σε ιδέες, σε φαντασία. Οι 300 του Λεωνίδα τελικά δεν μεγάλωσαν. Ούτε σε εκλογικά ποσοστά ούτε σε νοοτροπία ούτε σε στρατηγικούς προσανατολισμούς.
Τριάντα πέντε κοντά χρόνια από τη Μεταπολίτευση και η ταινία παραμένει ασπρόμαυρη. Το φιλμ, ίδιο. Η Αριστερά φοράει ακόμη κοντά παντελονάκια και παίζει στο δάσος. Δεν πρόκειται για νοσταλγία του παρελθόντος. Ούτε για σύμβολο αθωότητας. Αλλά για αδυναμία επιρροής.
Αν ποτέ μεγαλώσει, τότε μπορεί να παραλάβει και το βραβείο της: Είναι αυτό το βιβλίο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=115002
Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009
ΠΑΤΡΙΔΑ
Έξω απ' το βιβλιοπωλείο ο Τάκης Μενδράκος φύλαγε σκοπιά με τον δικό του, σχεδόν περήφανο τρόπο. Μέσα στο ισχνό του σώμα χωρούσε το μισό Μοσχάτο. Το βλέμμα του έψαχνε τις σκιές - που έφυγαν πρώτες. Δίπλα του, η Αγγελική Στρατηγοπούλου - πότε πέρασαν 40 χρόνια; -συνεπιβάτης στο τραίνο της μεγάλης φυγής. Δεν φύγαμε ποτέ.
Τους είδα από μακριά. Σαν να ζήλεψα την αγάπη που ανήγγειλαν. Ήθελα να την μαζέψω, να τη βάλω στη γυάλα. Ήταν ανάγκη; Αγάπησαν και δεν βρήκαν τη σκόνη.
Ένα ταξί έφερε την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Κατέβηκε όπως η Τζόπλιν στο φεστιβάλ του Μόντερει, περπάτησε στο χώρο. Η Μαρία Καστάνη, κουλουριασμένη σε μια καρέκλα. Aγκαλιά με τα ποιήματα. Την είδα απ' το τζάμι, είδα τα χείλη της που κινήθηκαν ρυθμικά. Διάβαζε. Μπήκα. Ο Γιάννης Σουλιώτης ήταν εκεί: Ένα βουνό τυλιγμένο σε καπαρντίνα.
'Ηρθαν οι φίλοι. Οι παλιές γυναίκες. Το μέλλον το μετάνιωσε, δεν χωρούσε. Δεν μπήκε. Ακούμπησα το μικρόφωνο. Ένα κοριτσάκι πέρασε μπροστά απ' τα μάτια μου, μου είπε σε βρήκα. Η μουσική έσβησε. Η Μαρία χάιδεψε τις πρώτες λέξεις. Τις έκανε να ριγήσουν.
Και ξεκινήσαμε.
Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ
την Πέμπτη, 17 Δεκεμβρίου 2009, στις 7:00 μ.μ.
στο βιβλιοπωλείο ΒΙΒΛΙΟΓΗΤΕΜΑΤΑ (Χρυσοστόμου Σμύρνης 111, Μοσχάτο).
Για το βιβλίο θα μιλήσουν:
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ποιήτρια και ο Τάκης Μενδράκος, συγγραφέας.
Ποιήματα από τη συλλογή θα διαβάσει η ηθοποιός Μαρία Καστάνη.
Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009
ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΝΑΤΩΝ
ΝΟΜΙΖΩ ότι όταν γεννήθηκα, δεν γεννήθηκα ολόκληρη. Ενα μέρος μου φράκαρε μέσα στη μήτρα, σφήνωσε στα τοιχώματά της και αρνιόταν να γεννηθεί.
Μπορεί και να το κράτησε η μαμά μέσα της για να τη ζεσταίνει, αλλά όταν μεγαλώσω θα της το πάρω. Δεν θα της το επιστρέψω ποτέ. Εκείνη δεν με έδιωξε απ' το σώμα της παριστάνοντας τον Θεό;
Θυμάμαι ακόμα τις σαπουνάδες που γλιστρούσαν στο σώμα μου καθώς κολυμπούσα. Ερχόμουν κατά συρροή. Τα νερά του ποταμού ήταν κίτρινα και χύνονταν μέσα μου. Γύρω γύρω είχε μουσική -για όχθες. Κάποιος με έσπρωχνε να βγω. Βγήκα. Ηταν η τελευταία μέρα που ήμουν ελεύθερη: Η μέρα που γεννήθηκα.
ΕΞΩ έκανε κρύο. Βγαίνοντας απ' το σπίτι, η θάλασσα έλειπε. Τα όστρακα, οι χρωματιστές πεταλίδες, τα κίτρινα νερά, η μαγεία του βυθού, είχαν εξαφανιστεί. Δεν είχα πια τίποτε να πω, μόνο να θυμάμαι· κι όμως, μόλις άρχιζα να μαθαίνω να μιλώ. Στην αρχή με κραυγές· απελπισίας. Μετά με πραγματικές λέξεις, που απεδείχθη ότι δεν ήταν καθόλου πραγματικές. Ετσι, επέστρεψα ξανά στις κραυγές μου. Εβλεπα το άγαλμα του εαυτού μου στημένο· σε έναν σταθμό, σε ένα σχολείο, σε ένα σπίτι, σε ένα επάγγελμα, σε έναν έρωτα, σε μια ζωή. Γιατί έπρεπε να περάσω από τόσους θανάτους;
Οι Ινδιάνοι λένε ότι η ποίηση συμβαίνει όταν ένα ρήμα, ένα ουσιαστικό κι ένα επίθετο συναντιούνται για πρώτη φορά. Η ερώτηση δεν είναι αν σου αρέσει, αλλά αν την αντέχεις. Η συντριβή είναι δεδομένη. Θα ήθελα να κατασκευάζω τα πράγματα, αλλά εδώ έξω ήταν αδύνατον. Πάτησα, λοιπόν, πάνω στη σκιά μου και ανέβηκα σ' έναν βράχο. Μάζεψα τους ήλιους που βρήκα, τους έκανα κέικ. Γύρω γύρω στόλισα φως. Το φως περπατούσε ξυπόλυτο πάνω στην τούρτα. Οι πατούσες του ήταν ξεβαμμένες. Το ίδιο και οι δικές μου. Η πρώτη μου ποιητική προσπάθεια ήταν στη διαπασών.
ΤΩΡΑ θέλω να επιστρέψω και δεν μπορώ. Σ' αυτό που έζησε απ' τη βροχή. Πόσο τοις εκατό σκουριά, πόσο τοις εκατό χαμόγελο; Το ουράνιο τόξο έχει πηδήξει απ' το μπαλκόνι. Η σπηλιά με τα κίτρινα νερά και τις χρωματιστές πεταλίδες έχει γκρεμιστεί. Ο,τι έκανα, δεν το έκανα εγώ. Το έκαναν οι άλλοι, για τους οποίους δεν ευθύνομαι.
Ομως, βαρύνομαι. Σχεδόν αποκλειστικά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=111074
Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
Η επαναστατική αθωότητα
Δημήτρης Παπαχρήστος
Γιουχανάν
Εμπειρία Εκδοτική, σ. 212, 18 ευρώ
Ο χαμογελαστός Μήτσος. Ο κόκκινος. Περισσότερο απ' το αίμα, λιγότερο απ' το αλκοόλ. Γνώρισε τη Φαίδρα του στην Εύβοια το 428 π.Χ., του τη σύστησε ο Ευριπίδης. Αδέλφια μου στρατιώτες. Η αριστερά της καρδιάς - η καρδιά είναι πάντα αριστερά. Υπάρχουν ακόμα. Καρδιές, ευρύχωρες. Αριστερά. Ερωτες, από τον καιρό του Πολυτεχνείου. Φοιτητές, τανκς στο προαύλιο. Εθνικός ύμνος. Η πόρτα. Δεν θα μας ρίξετε. Τους έριξαν. Εγώ, εντεκάμιση χρονώ. Εγραφα με το αριστερό και φοβόμουν μη με συλλάβουν. Μετά, μακριά μαλλιά. Οχι Θεοδωράκης, όχι Καραμανλής. Σύμβολο, τα κουρέλια. Τραγουδούν ακόμα. Και οι κλωστές της μνήμης, της Ιστορίας. Κι αυτές κόκκινες. Ενα ταξίδι που αρχίζει από την Κεφαλονιά, σταματάει για λίγο στην Ικαρία και τη Σάμο, περνάει απέναντι στη Μικρά Ασία. Ενα ταξίδι μνήμης. Διασχίζει το Αιγαίο έως τη Μέση Ανατολή. Τρόπος τού λέγειν, Μέση Ανατολή. Η Ανατολή είναι άλλα ονόματα. Πολλά. Εως εκεί που φτάνει το μάτι μας. Εως το Γιουχανάν, ε; Ασε να πάμε πρώτα. Ασε να το βρούμε. Κι ας λαχανιάσουμε: Φυσούσε ο χρυσός της ζωής αέρας. Το πλοίο είχε μπει στο λιμάνι. Η Σάμος, ένας θρύλος, ένα τραγούδι. Ορθια τα βουνά της, κρατούσαν την υπερηφάνεια του αντάρτικου κι ας ήταν μισοκαμένα, όπως ήταν μισοκαμένα και της Ικαρίας. Δεν ήξεραν τη συνέχεια του ταξιδιού τους, τους οδηγούσε η βαθιά επιθυμία να είναι μαζί.
Στο μυθιστόρημα του Παπαχρήστου το στοίχημα είναι ένα: Να βρούμε τον τόπο που δεν υπάρχει, να πάρουμε την ουτοπία στο σπίτι μας. Ψάχνω να βρω ποιος κάνει τον Κοροβέση. Το Γιουχανάν είναι μια αγκαλιά. Του Ιππόλυτου με τη Φαίδρα.
Εκεί είναι βαθιά. Ο ήλιος καίει. Να προσέχεις τα φτερά σου, εντάξει; Το αύριο είναι χθες. Αφού το ξέρεις. Εμείς είμαστε πουλιά. Και τα πουλιά είναι οι ψυχές του Σύμπαντος.
Η κοινωνική αθωότητα
Φώτης Γεωργελές
Νυχτερινές πτήσεις
εκδόσεις Κέδρος, σ. 302, 14 ευρώ
Ο Α112. Ο Αρης Σάρτας. Ο Φώτης Γεωργελές. Ολοι αυτοί. Τα edito στην Athen's, για ταξίδια; Παλιές ιστορίες, αποτυπωμένα θαύματα, ιδρώτες. Ο ρεαλισμός τους σε πιάνει απ' τον λαιμό. Σε βουτάει. Και η ιστορία ετοιμάζεται να ξετυλιχτεί. Ετοιμη. Σαν σαΐτα που ακολουθεί τα σημάδια της - διαδρομή προς τα πίσω. Με βόλτες σε πόλεις, σε πρόσωπα, σε γεγονότα. Με έρωτες, μουσικές, διαψεύσεις. Με σημαιάκια απαγορευτικά που εννοούν ότι μεγαλώσαμε. Με απουσίες που αποδεικνύουν αχρησιμοποίητα γεύματα. Με χρόνια που περνούν γεμάτα, σαν σινεμά. Σαν καλοκαίρια. Λέξεις που μυρίζουν καρπούζι. Που κρυφοκοιτάζουν απ' τα στενά το παρόν. Που βγάζουν ανυπόμονα το κεφάλι τους έξω απ' το νερό για να πάρουν ανάσα. Που κόβουν δρόμο μέσα από καλαμιές, για να φτάσουν κατευθείαν στο τέλος. Ανυπόμονες λέξεις. Λέξεις παιδιά.
Η ζωή είναι προ των πυλών. Οχι αυτή, η ψεύτικη. Η άλλη, που κοιτάζει την ανοιχτή βαλίτσα και δεν ξέρει τι πρέπει να βάλει μέσα. Η άλλη που πιστεύει στο ένστικτο. Ερχεται, για να αφήσει τη ζωή εκτός γηπέδου. Για να τη βγάλει απ' το παιχνίδι. Ταξίδια μέσα στην πόλη, ταξίδια εκτός πόλης, ταξίδια έως την άκρη της νύχτας. Ξημερώνει, θα κουραστούμε ποτέ; Τώρα ξεκουράζεται στο μπαλκόνι, βαρέθηκε να αναπνέει μέσα απ' το κλιματιστικό. Βαρέθηκε τις επιγονατίδες, για να μπορεί να μετέχει. Ούτως ή άλλως θα χτυπήσει. Θα απαθανατίσει τον θάνατο - μια ακόμη φορά: Οι συζητήσεις του τέλους των διακοπών. Γιατί πιάσαμε αυτή την κουβέντα; Σε λίγο στα πορτ μπαγκάζ θα' χουμε φορητούς απινιδωτές. Νευρικά γέλια. Το μαγαζί κερνάει σφηνάκια κανάτες σε όλους, τέλος σεζόν. Η μουσική παίζει μέχρι το πρωί. Οταν βγαίνεις έξω ξημερώματα, όταν βλέπεις τον ήλιο να ανατέλλει, έχεις μια αίσθηση σαν να χαίρεσαι που επέζησες άλλη μια μέρα. Αλλο ένα καλοκαίρι. Ενα κορίτσι μεθυσμένο. Πέφτω, ψιθυρίζει, και πέφτει. Στο πάτωμα, χυμένα ποτά. Η θάλασσα έχει λίγο κύμα. Φυσάει.
Η κοσμική αθωότητα
Κωνσταντίνος Τζούμας
Complete unknown
εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 595, 22,99 ευρώ
Λεπτός, αυτοβιογραφικός λόγος. Ερωτικός και στέρεος. Απολαυστικός. Με ανισόπεδους κόμβους, σιωπηλά ποτάμια, αναψοκοκκινισμένες πλευρές. Τζαζ σε συνέχειες. Κωνσταντίνος Τζούμας, second part. Μετά τη θάλασσα του Πειραιά, μετά την Καστέλλα και τα καφέ του Κολωνακίου, η Νέα Υόρκη. Τα φώτα, η ανωνυμία, το απίστευτο στυλ τού να ζεις με απίστευτο στυλ. Οι οβιδιακές μεταμορφώσεις. Οι θηλυκές λεπτομέρειες. Τα θεατρικά ντεσού. Τρούμαν Καπότε, Μπιάνκα Τζάγκερ, Γούντι Αλεν, Φέι Ντανάγουεϊ, Γιόκο Ονο. Και άλλοι, πολλοί. Δεν είναι και λίγο πράγμα να τρως και δίπλα σου να τρώνε οι Ρόλινγκ Στόουνς.
Συναντήσεις σε εστιατόρια, σε κρεβάτια, σε λίβινγκ ρουμ. Σε όλους τους τόνους τού σιελ. Λάμποντας από υγεία, από περιέργεια, από αφθονία. Μπορείς να πεθάνεις από ζωή; Μια ευφυΐα σε έκρηξη. Μια αέναη προσμονή. Ομορφιάς. Πώς την είπαμε την τύπισσα;
Ηρθε. Ηταν εκεί μ' ένα κρεμ εφαρμοστό φόρεμα από σατινέ ταφτά. Ακουμπάει στο θολωτό πλέξιγκλας που ξεκινάει απ' το περβάζι του ρουφ γκάρντεν και καταλήγει πίσω απ' τη μεγάλη αχιβάδα, στην πλάτη της ορχήστρας με τα παπαγαλί σακάκια και τα φούξια πουκάμισα. Η τραγουδίστρια με το μαύρο φόρεμα -βαθύ ντεκολτέ μπρος και πίσω, μαλλί σαν λιωμένο χρυσάφι, να χαϊδεύει το λακκάκι των γλουτών - τραγουδάει το «Vita mia» δραματικά. Το εννοεί.
Και η λογοτεχνία. Στις σελίδες τα ρήματα ρημάζουν τις προτάσεις, οι επιθετικοί προσδιορισμοί κάνουν πάρτι, η μνήμη απορεί. Κάνει μια ζέστη. Τα ντεκολτέ εξαντλούνται. Αλλά ας μην το κάνουμε θέμα. Ο Τζούμας γράφει όπως παίζει η Γκρέτα Γκάρμπο. Ή όπως σολάρει ο Κιθ Ρίτσαρντς. Με το ένστικτο του επιζήσαντος. Από έναν πανωλεθρίαμβο.
Η λογοτεχνική αθωότητα
Μιχαήλ Μήτρας
Μηχανή αναζήτησης
εκδόσεις Νεφέλη, σ, 213, 15 ευρώ
Σε μια φωτογραφία ο καιρός. Ενδιάμεσα επιπλέουν οι παύλες. Τα κενά διαστήματα Φωτογραφίζουν την αναζήτηση, επισημαίνουν το τραγικό: Αρχισε να βρέχει όταν / Από κάποια απόσταση / Την πρόσεξε για πρώτη φορά / Φωτιζόταν στις λεπτομέρειες / Απλώθηκε μια σιωπή / Τον κοίταξε επίμονα / Χωρίς να δείχνει έκπληξη / Ήταν πάντα ένας καθρέφτης εκεί / Πλησιάζοντας περισσότερο / Τώρα ο αέρας φυσούσε πάνω στο πρόσωπό της / Κίτρινα λουλούδια / Βουλιάζοντας στο πράσινο νερό / Μια αργή είσοδος / Αναζητώντας ο ένας τον άλλον / Τόσες τυχαίες συναντήσεις / Από την εποχή της παιδικής ηλικίας.
Ο Μιχαήλ Μήτρας προσπαθεί να εξαντλήσει τον λόγο. Με κουκκίδες, με ελλειπτικά σχήματα. Πεζοποιήματα που εκλύουν συναίσθημα. Που ερεθίζουν τη φαντασία. Ανυπάκουα και υπαινικτικά. Ο μεταμοντερνισμός του εκπλήσσει. Ολες οι λογοτεχνικές εκδορές βρίσκονται εδώ. Επινοήσεις, κατασκευές, όνειρα. Ιχνη πρωτοπορίας. Λέξεις που αιωρούνται πάνω σε ένα σκοινί. Από κάτω ο γκρεμός. Κι αν πέσουν; Δεν έχει σημασία, οι λέξεις αυτενεργούν. Αφήνουν το τυπογραφικό τους μελάνι και φεύγουν.
Ο συγγραφέας δουλεύει με τα υβρίδια, τα μοτίβα, τα αδιέξοδα. Δημιουργεί και μετά ακυρώνεται. Περιπλανιέται στην άκρη μιας άγνωστης χώρας για να την κάνει γνωστή. Αποκρυπτογραφεί, πειραματίζεται και καθώς γράφει, ακρωτηριάζεται. Φεύγουν κομμάτια. Διασπώνται σε επαναλήψεις, σε γραμμές, σε κοπάδια, ακολουθώντας το όραμα της κάθε σελίδας.
Εντιμος λόγος. Που ξέρει να σωπαίνει. Που ξέρει να χαμηλώνει το βλέμμα. Μπροστά στο μη καταγεγραμμένο. Στο άγνωστο που δεν θα ξεκλειδωθεί ίσως ποτέ.
Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009
ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Κατά τα άλλα υπάρχω
Χάριν συντομίας
Με μαύρα ερείπια πλήκτρα
-Τα άσπρα τα πήραν για βότσαλα τα παιδιά
Και τα ρίξαν στη θάλασσα -
Προλαβαίνω ακόμα και αντιμιλάω
Σε μερικούς χαλασμένους σηματοδότες
Που επιμένουν στο κόκκινο
Γωνία Αιόλου και Σοφοκλέους
Έχω επιπλώσει το διαμέρισμά μου
Με ετοιμόρροπα ποιήματα
Διατηρώ ακόμα εκεί
Το μικρό τετράδιο
Που σημειώνω τις απουσίες σου
Σ’ ένα στενό κουτί
Στο συρτάρι του κομοδίνου μου
Έχω χωρέσει τους νυχτοφύλακες
Ταξιτζήδες και οδοντίατρους
Βιολογικούς καλλιεργητές που κερνάνε σουβλάκια
Και τις υπόλοιπες αμοντάριστες λεπτομέρειες
Για το μέλλον
Επιμένω ακόμα να ξεγελάω εγκαύματα
Βλέπεις
Οι εραστές κατά την εκταφή
Δεν αναγνωρίζονται απ’ τα δαχτυλίδια
Αλλά από τα καμένα βλέμματα
------------------------------------------
ΑΝΤΙΒΙΟΤΙΚΟ
Εγώ στο κελί μου
Την ώρα της εκτέλεσης
Ιδρύω φεγγίτες
------------------------------------------
Κι όπως έβρεχε ασταμάτητα
Για να ζεσταθώ
Μπήκα
Όμως εκεί
Έβρεχε περισσότερο
(από το βιβλίο ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, εκδ. Μεταίχμιο 2009)
Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009
ΧΑΛΑΣΜΕΝΟ ΣΥΝΤΡΙΒΑΝΙ
Το τέλος των μετρήσεων της βροχής. Το τέλος της γοητείας. Το τέλος των διπλών βημάτων. Το τέλος των συγγενών λέξεων. Το τέλος της ζωγραφιστής πόλης. Το τέλος του μπλε στο σιντριβάνι του ουρανού. Το τέλος ενός ποτηριού γεμάτου φεγγάρια. Το τέλος της διπλής οδοντόβουρτσας. Το τέλος της αδρανούς εξαπάτησης. Το τέλος των μαθημάτων στη νοηματική. Το τέλος του καιρού των Ινδιάνων. Το τέλος δύο χεριών σε ένα. Το τέλος ενός χεριού σε δύο. Το τέλος ενός σπαταλημένου θανάτου. Το τέλος των ηλικιών θάρρους. Το τέλος του άδειου στυλό πάνω σε μια άδεια κόλλα. Το τέλος των άδειων κορμιών. Το τέλος του φρεσκοβγαλμένου χρώματος. Το τέλος όλων των εκδοχών λιακάδας. Το τέλος των πληθυντικών.
Το τέλος των αγνών προθέσεων; Το τέλος κάθε ισορροπίας; Το τέλος του γκρεμού; Το τέλος της ναφθαλίνης του έρωτα; Το τέλος της βελούδινης επιπολαιότητας; Το τέλος της γυναικείας πλευράς; Το τέλος της τρυφερής νύχτας; Το τέλος της αυτοσυγκέντρωσης; Το τέλος των νεκρών; Το τέλος του μήνα των διακοπών; Το τέλος της σαγήνης της άμμου; Το τέλος της μουσικής; Το τέλος του παρελθόντος; Το τέλος του καθεστώτος της χαράς; Το τέλος των καμωμάτων του καλοκαιριού; Το τέλος της γεύσης του Αιγαίου; Το τέλος του παραμυθιού; Το τέλος των τίτλων τέλους;
Το τέλος της στάθμης. Το τέλος της παιδικής ηλικίας. Το τέλος των αθάνατων χιλιομέτρων. Το τέλος μιας αχρησιμοποίητης κολόνιας. Το τέλος του βινιλίου. Το τέλος των αθώων λεπτών. Το τέλος κάθε χειροποίητης λογικής. Το τέλος των πρωτοβουλιών. Το τέλος των ρόλων. Το τέλος του παιχνιδιού.
Και μέσα σε όλα, το πιο μεγάλο. Το πιο δηλωτικό, πιο δύσκολο, πιο ιδιωτικό. Το πιο αποκλειστικό τέλος. Κάτι που έμοιαζε αναπόφευκτο, αλλά κανείς δεν το πρόσεχε, κάτι που ερχόταν καταπάνω μας σαν απειλητική φωτογραφία. Αργά και διστακτικά, με τα αγκάθια του να τρυπούν τη γραμματική: Το απρόσωπο τέλος της προσωπικής αντωνυμίας εσύ.
Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009
ΑΡΩΜΑ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ ΠΟΥ ΚΑΠΟΤΕ ΗΤΑΝ ΖΩΗ
Πορσελάνη
εκδόσεις Υψιλον, σ. 105, 10 ευρώ
Η ΙΔΙΟΤΥΠΗ ποιητική που κυριαρχεί στον πεζό λόγο του Γιάννη Ευσταθιάδη αποκρυσταλλώνεται εδώ στη διαυγέστερη εκδοχή της, με 44 ακουαρέλες λέξεων που θάλλουν μέσα στη μοναξιά της πορσελάνης, σαν μικρά μουράνο στη βιτρίνα μιας υποφωτισμένης αίθουσας. Χαρακτηριστικό τους -όπως και της πορσελάνης, άλλωστε- η γυαλάδα της πρώτης ύλης και το εύθραυστο περίβλημα, δύο συστατικά που κυριαρχούν στο έργο του και αποτελούν, τρόπον τινά, το εργαστήριο της γραφής του· μαζί με τη μνήμη και τη μουσική.
Με αφορμή τα δύο Βιβλία με τις αντιστίξεις (εκδ. Λέσχη, 2002 & 2006), που περιελάμβαναν τα πολυφωνικά μουσικά δοκίμια του Ευσταθιάδη στη στήλη Αντιστίξεις, της Καθημερινής της Κυριακής, σημείωνα τότε, θυμάμαι, στη metro της 30-04-07: «Τα βιβλία του είναι σχεδόν "ωδικά". Ακόμα και όταν μιλάει για γαστριμαργία ή γράφει ποίηση ή δοκιμάζεται στο διήγημα, η μουσική του είναι μοναδική: Αρμονίες και νότες ανακατεμένες με λέξεις, συνθέτουν ένα ιδιαίτερα εύθραυστο είδος γραφής που θυμίζει ασθένεια με "ακροαστικά και μουσικό βήχα"· νομίζεις ότι αν το ακουμπήσεις θα σπάσει. Φέρομαι στα βιβλία του Ευσταθιάδη, όπως φέρομαι στα βινύλιά μου. Τα πιάνω με προσοχή, και μετά την ανάγνωση, ελέγχω αν τσάκισε καμιά σελίδα, αν τραυματίστηκε καθόλου κανένα γράμμα».
Το εύθραυστο της γραφής είναι διάχυτο στις σελίδες της Πορσελάνης. Κείμενα της μικρότερης δυνατής φόρμας -ως εν δυνάμει γυμναστική του μυαλού- μινιατούρες συναισθημάτων, εγχάρακτα εκμαγεία της ψυχής του αφηγητή, που επεξεργάζεται την απουσία στον χώρο και τον χρόνο, προσώπων, στιγμών, γεγονότων. Παλιά αντικείμενα - φετίχ, για τον συντελεσμένο χρόνο που δεν γλίτωσε, ούτε αυτός, από το πέρασμα του χρόνου. Φωτογραφίες - λάφυρα πολέμου, που βλέποντάς τες, «καταντάς τουρίστας της ίδιας σου της ζωής». Μικρά σημειώματα γραμμένα με μπλε μελάνη, ξεθωριασμένα καρτ ποστάλ. Ενα μαύρο βότσαλο σ' ένα πιατάκι, ένα παλιό νόμισμα διπλωμένο σε αλουμινόχαρτο, ένα άδειο μπουκάλι κρασί φυλαγμένο στην αποθήκη, ένα ρολόι με γοτθικούς αριθμούς πλάι σ' ένα μεταξωτό μαντίλι: Αρωμα κλεισούρας που κάποτε ήταν ζωή. Πάνω τους δεσπόζει εμβληματικά η μοναχικότητα.
Το μπαούλο του Γιάννη Ευσταθιάδη αφήνεται σε κοινή θέα να συν-κινήσει, αφηγούμενο περιστατικά και γεγονότα που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν δύσκολο να προσέξει κανείς. Πόσω μάλλον να συν-δέσει, να συν-θέσει, να συν-βάλει. Κάπου μέσα στο κολάζ των άψυχων αντικειμένων, σε περίοπτη και δεσπόζουσα θέση, σ' ένα ζωγραφιστό ράφι που επέχει θέση μπαλκονιού, η ψυχή του αφηγητή, άυλη απ' τον χρόνο που πέρασε και γι' αυτό ελεύθερη, προσπαθεί λάθρα να επαναφέρει την άχρωμη και αποξηραμένη μνήμη στο προσκήνιο. Να κάνει τον απόηχο, συμφωνική ορχήστρα, ανακαλώντας τις ερημιές και τα ρήγματα που προκάλεσε η απουσία.
Εδώ, νομίζω, παίζοντας λιγάκι με τον υπότιτλο και το οπισθόφυλλο του βιβλίου, που προτάσουν τα διδάγματα της ζωγραφικής, έχουμε περισσότερο να κάνουμε με σπουδή στην ασπρόμαυρη φωτογραφία ή, ακόμη περισσότερο, με κινηματογραφικές σεκάνς που συνδέονται υπογείως, έχοντας προαποφασίσει το ατελέσφορο του μοντάζ, αλλά υπάρχουν και αυτονόμως, ως τα μέρη εκείνα που ο σκηνοθέτης δεν συμπεριέλαβε στην ταινία του. Είτε γιατί θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και μόνα τους, ως ανεξάρτητα τμήματα ενός άλλου έργου, είτε γιατί το «βάρος» της εικαστικής τους σύνθεσης θα γινόταν αβάσταχτο για τον δημιουργό τους. Μιλάω, φυσικά, για έναν κινηματογράφο νεκρών χρόνων, όπως είναι αυτός του Βέντερς (και κυρίως για την ταινία του Η Αλίκη στις πόλεις), που επιτρέπει στον θεατή να περιηγηθεί με το βλέμμα, δίνοντας αξία στα πράγματα. «Τα μόνα πράγματα που αξίζουν είναι αυτά που αγαπάμε», έλεγε ο Νικολαΐδης, ένας κινηματογραφιστής, συγγενής με τον γερμανό σκηνοθέτη. Στο φιλμ του Βέντερς ο ήρωας, ένας γερμανός δημοσιογράφος που περιπλανιέται στην αμερικανική ενδοχώρα για να γράψει ένα άρθρο για την Αμερική, διαπιστώνει, περί το τέλος της ταινίας, ότι δεν μπορεί να γράψει τίποτε, το βλέμμα του είναι τυφλό, και αντί για το κείμενο που πρέπει να παραδώσει, έχει στα χέρια του χιλιάδες φωτογραφίες που απλώς μαρτυρούν την ύπαρξη των γεγονότων, χωρίς να τα αφηγούνται. Κάθε καρέ μοιάζει να εμπεριέχει την ταινία ως σύνολο - όπως κάθε διήγημα στην Πορσελάνη μοιάζει να περιέχει όλο το βιβλίο.
Τα πάντα κινούνται σ' έναν ελεγειακό τόνο και δονούνται απ' την απουσία. Είναι πολύ παλιά αυτή η απουσία. Ερχεται από τον καιρό που οι άνθρωποι χόρευαν βαλς στα σπίτια τους, μετά τον δείπνο, και οι οικογένειες μαζεύονταν γύρω απ' το τζάκι, διαβάζοντας ποιήματα. Είναι, ακόμη, μια απουσία που ισούται με αβάσταχτη παρουσία, «μια κλεψύδρα βροχής που απ' όπου και να τη γυρίσεις βρέχει»· γιατί βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα σε δυο χρόνους: στον Παρατατικό, που υποφέρει και στον Ενεστώτα, που επιμένει να απευθύνεται στο πρόσωπο ή στην εποχή που λείπει.
Στη γραφή του Ευσταθιάδη είναι φανερή η νοσταλγία ενός συναισθήματος που πεθαίνει μέσα στον τρόμο ότι πεθαίνει· και η αγωνία του να προλάβει να το διακρίνει, πριν αυτό σβήσει για να το σώσει. Είχε δίκιο ο Σεζάν: Τα πράγματα εξαφανίζονται τόσο γρήγορα, που θα πρέπει να βιαστείς πολύ, αν θες να τα δεις.
Οταν ο συγγραφέας γράφει δεν είναι απλώς μόνος του· είναι απελπιστικά αποκομμένος από το κοινωνικό του περιβάλλον. Τη στιγμή, λοιπόν, που γράφει δεν είναι μόνον ο αναγνώστης του εαυτού του, αλλά, κυρίως, ο συγγραφέας της ζωής του. Η μοναξιά του, εκείνη που υποφέρει κι εκείνη που νομίζει πως επαναδιατυπώνει γράφοντας, είναι η πρώτη ύλη. Αυτή που κάνει διάσημη την απουσία των άλλων.
Ο Ευσταθιάδης είναι ένας κοινωνικότατος άνθρωπος. Η ιδιότητά του αυτή, όμως, δεν τον εμποδίζει να χάνεται μέσα στη μοναξιά των αντικειμένων, που είναι, εντέλει, η μοναξιά τού να ζεις γράφοντας. Πολλώ δε μάλλον, όταν αυτή η μοναξιά, στοιχειοθετούμενη σε λεπτές λέξεις -κλωστές που ενώνουν το παρελθόν με το μέλλον-, είναι η ίδια η ζωή που, βαδίζοντας, σου έπεσε ξαφνικά απ' την τσέπη· σαν νόμισμα διπλωμένο σε αλουμινόχαρτο.
Τα αντικείμενα της «Πορσελάνης» πάσχουν από την απουσία του βλέμματος. Κανείς δεν υπάρχει για να τα κοιτάξει πλέον, κανείς δεν έμεινε για να τα κάνει να ξαναζήσουν μέσα απ' αυτόν τη μικρή ιστορία τους. Εχουν μεταβληθεί σε νεκρές φύσεις. Σε ενθύμια. Σε άχρηστο υλικό. Είναι συγκινητικός ο τρόπος που τα πλησιάζει ο συγγραφέας - όχι μόνο για να τα προκαλέσει να θυμηθούν ότι κάποτε υπήρξαν, αλλά και για να θυμηθεί ο ίδιος τη ζωοφόρο σχέση του μαζί τους. Αναγκάζει τον εαυτό του να διατηρεί ανοιχτούς λογαριασμούς με τη μνήμη. Την ανασύρει από «άχρηστα» αντικείμενα για να βλέπει ξανά μπροστά του «όλα τα κόκκινα αποτυπώματα των γυναικών που κάποτε φίλησε».
Αν το Δωμάτιο παντού (εκδ. Μελάνι) και τα Γραμμένα φιλιά (εκδ. Υψιλον) ήταν ο κινηματογράφος της ψυχής του Ευσταθιάδη, η Πορσελάνη είναι, σίγουρα, η ψυχή του κινηματογράφου του, με την κάμερα περισσότερο να υπαινίσσεται και λιγότερο να καταγράφει τον πόνο της απώλειας. Στραμμένη στο χθες, δείχνει να το μεταφράζει με όρους τού σήμερα και του αύριο, να επιδιώκει να το «αξιοποιήσει» υπέρ ενός άγνωστου μέλλοντος. Τα μικρά αφηγήματα -διηγήματα τα ονομάζει ο συγγραφέας- της Πορσελάνης έχουν ως πρώτη ύλη τους την κρούστα της συγκίνησης, μέσα όμως σε μια αυστηρά περιγραφική φόρμα που αποκρούει το μελό και αναδεικνύει το παιχνίδισμα και το δέος του λογοτεχνικού λόγου. Εστω και αν, προσωρινά, η ποιητικότητα καμιά φορά υποχωρεί, υπέρ της παρατήρησης.
Μιλάμε συχνά για κάτι που έχει χαθεί, η απουσία είναι μία από τις κυριότερες πηγές δημιουργίας. Με μία διαφορά: Η απουσία του Γιάννη Ευσταθιάδη είναι διαρκώς παρούσα (και πάσχουσα), καθαρίζει τη σκόνη από τις εσοχές του χρόνου και αποκαλύπτει από κάτω -με το λεπταίσθητο μικροσκόπιό της- τα τμήματα εκείνα που δεν είχαμε επαρκώς προσέξει, όσο υπήρχαν στο παρόν. Η διαχείρισή της γίνεται όπως επισκευάζει κανείς ένα παλιό ραδιόφωνο: με υπομονή, με μεράκι, με φροντίδα.
Ο μη επικαιρικός, πλην απαιτητικός λόγος του καλεί τους αναγνώστες σε μια σεμνή τελετή εις μνήμην αυτού που κάποτε υπήρξε· είναι ο κόσμος των εύκρατων συναισθημάτων και των δυνατών συγκινήσεων που επιμένουν να μας θυμίζουν τις εποχές που παρήλθαν. Θυμίζει φθαρμένη καπαρντίνα, γεμάτη από λέξεις και ήχους, που νοσταλγεί την ηλικία της.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=103189
Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009
ΚΑΝΑΛ ΝΤ' ΑΜΟΥΡ
Ολοι νεκροί. Και ο Θεός, ένα αδιανόητο τίποτα. Μια λάθος τοποθεσία στο κυνήγι του θησαυρού. Αν ζούσε, θα τον σκηνοθετούσε ο Παζολίνι, η φωτογραφία του Μυστικού Δείπνου θα ήταν από πολαρόιντ. Ο Νίτσε αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του για να τον απορρίψει. Δεν βρίσκω τίποτε πιο θρησκευτικό, τίποτε πιο ερωτικό από αυτό. Οταν ξοδεύεις όλα τα χρόνια σου για να απορρίψεις κάτι, τότε το έχεις ερωτευτεί. Μπορείς να μοιραστείς τα ερείπια; Γίνεται;
Δεν ερχόμαστε απ' αυτόν που μας γέννησε. Ερχόμαστε από μια αδιάκριτη επιθυμία να σπάσουμε τη σιωπή. Το αβγό. Παραβιάζουμε το σώμα της μητέρας, χρησιμοποιώντας το σώμα του πατέρα. Αυτό που προκύπτει το ονομάζουμε οικογένεια. Αν υπήρχε σήμερα ο Οιδίποδας, δεν θα σκότωνε τον πατέρα του, θα σκότωνε τη μητέρα. Θα σκότωνε την ιερότητα της αποστολής της, αυτό το αυξάνεσθε, αφαιρώντας τα πάντα. Αυτή την ελαφρότητα του πολλαπλασιασμού. Αυτόν τον παγκόσμιο έρωτα με τη διαίρεση.
Η Μαγδαληνή ψάχνει τον Χριστό, για να τον ξεκρεμάσει. Το κανάλι της αγάπης είναι κόκκινο. Οι Πιλάτοι, πολλοί. Ενα μωρό ψάχνει στο σκοτάδι το στήθος της μητέρας του, οι άνθρωποι ψάχνουν τη χαμένη τους αθωότητα. Οι κάλτσες τους είναι λερωμένες. Στις σχέσεις δεν ψάχνεις ποτέ τον άλλον, αλλά αυτό που ψάχνεις να βρεις. Ο άλλος απλώς παρευρίσκεται, για να τον συναντήσεις πληρώνεις διόδια. Σου χαρίζει ληγμένα γάλατα. Θέλω να αλλάξω τη ζωή μου, εκείνη αλλάζει μόνη της, φοράει κουστούμια που της πλέουν, συχνάζει στα σουπερμάρκετ της γειτονιάς και γεμίζει τα καλάθια μωρά. Είναι έλλειψη θάρρους η θρησκεία; Είναι καταφύγιο αδυναμιών η οικογένεια; Τι ακριβώς σημαίνει πιστεύω;
Στον αστερισμό της νύχτας οι σηματοδότες είναι σπασμένοι. Δεν υπάρχει Γρηγόρης και Σταμάτης, ποιητής ουρανού και γης, παιδικά καροτσάκια με σακούλες κρεμασμένες στα μπράτσα τους, τα πρόσωπα που κυκλοφορούν περισσότερο τα υποθέτεις, παρά τα βλέπεις. Εντούτοις, είναι πιο αληθινά. Η νύχτα κοροϊδεύει την υποκρισία της μέρας, την κερνάει σφηνάκια, τη μεθάει, την εξαντλεί. Το φως είναι λίγο, ο ουρανός ελάχιστος. Χαθήκαμε, το πεζοδρόμιο ένα ανάποδο καρέ. Ενα αναποδογυρισμένο τραπεζάκι. Μια μπάλα που κυλάει.
Εκείνη έφυγε. Εγώ έμεινα. Με τη νύχτα τυλιγμένη στη μέση μου, θερμοφόρα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=101561
Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009
ΑΓΕΛΑΣΤΟΣ ΠΕΤΡΑ
ΣΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ του κόσμου. Οι άνθρωποι κολυμπούν ακίνητοι. Νομίζεις ότι είναι σκαλισμένοι στον βυθό. Κανείς τους δεν μιλάει, έχουν γίνει βοτσαλάκια. Μαζεύω μερικούς και τους βάζω στο βάζο. Για να τους έχω. Ο ήλιος που καίει, τους κάνει γυαλιστερούς. Ανυπόφορους. Οικογένειες από πέτρες μεγαλώνουν κάτω από τα μάτια μου, εργάζονται σαν τα μυρμήγκια. Θέλουν να αγοράσουν φωνή. Ούτε τους εαυτούς τους δεν μπορούν να χωρέσουν. Κρατάω το σπαθί. Καλύτερα να κόψω το χέρι μου. Τα χέρια μου.
Οι πέτρες δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές. Δεν έχουν ηθική, μνήμη, συνείδηση. Φορούν ένα δέρμα που το λένε σκληρότητα· να τις προστατεύει. Είναι αγέλαστες. Λυπημένες. Αφωνες. Η φωνή απαιτεί για τον εαυτό της ένα στοιχείο αθωότητας. Δεν το έχουν. Δεν θα συνηθίσω ποτέ.
Εκαναν χώρους για καπνιστές και δεν πρόβλεψαν χώρους επαφών, χώρους αγγιγμάτων, οι επαφές απαγορεύονται. Νύχτα στην Ιπποκράτους, οι άνθρωποι περπατούν μόνοι, χωρίς σκιά. Πόσα χρόνια μοναξιάς; Εκατό; Οχι, αυτό είναι βιβλίο του Μάρκες. Πάντως, πολλά. Ενας τυφλός προσπαθεί να περάσει τη διάβαση, δεν τον βοηθάει κανείς. Το άσπρο μπαστούνι του φωτίζει τη νύχτα, χτυπάει το κράσπεδο. Τακ τακ. Ενας περαστικός σκύλος που ψάχνει το ταίρι του τον ακούει και του γλείφει το πόδι. Θα τον οδηγήσει αυτός. Τώρα που πέθαναν τα ζευγάρια, αλλάζει και η γραμματική. Τα πρόσωπα. Πώς είναι το εμείς στον ενικό;
Τα όρια ανάμεσα στη ζωή σου και στη ζωή για την οποία γράφεις είναι ασαφή. Οταν αρχίζουν και αποσαφηνίζονται, κάτι δεν πάει καλά. Ή η ζωή σου ή αυτό που γράφεις. Η νύχτα γδέρνει τον κόσμο, γδέρνει τα χείλη μου, γδέρνει το μέλλον. Επιβάλλει τον δικό της νόμο, του σκοταδιού. Περνάς ή έρχεσαι; Χωρίς εσένα δεν υπάρχει χρόνος. Δεν υπάρχει απόδειξη ζωής. Το κοντέρ μηδενίζει. Πώς μπορούν να ξεχνούν οι άνθρωποι την απόδειξη ότι ζούν; Γιατί έγιναν πέτρες;
Ενα παιδάκι περνάει από μπροστά μου, έχει μεγάλα φωτεινά μάτια που χωρούν μέσα τους όλη την αγάπη του κόσμου. Θα μου πεις γιατί είμαστε μόνο στιγμές; Είμαι μικρούλι ακόμα, δεν ξέρω, μου απαντά.
Κι εγώ είμαι μικρούλι, αλλά όχι ακόμα. Πια. Είμαι μικρούλι πια. Ο καιρός των μεγάλων πέρασε. Θα με πάρεις μαζί σου;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=99320
Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009
ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΑ
ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ αυτού του παλιού νησιού νυχτώνει νωρίς. Οι ελιές, από το μικρό μπαλκόνι που βλέπει στον κόλπο, δίνουν τη δική τους χορευτική παράσταση στο κοινό που είναι τα μάτια μου. Λίγο πριν από το σούρουπο διασταυρώνουν τα βλέμματα. Τα φύλλα πλησιάζουν το ένα το άλλο, ριγούν στην ένωση, σχεδόν φιλιούνται, μετά απομακρύνονται. Τα ερωτικά χάδια είναι διάσημα και στα δέντρα. Ο άνεμος που φυσάει πάντα, ενθαρρύνει τις προσπάθειές τους.
Είναι φθινόπωρο, η θάλασσα το καταλαβαίνει και αντιστέκεται. Θέλει να κρατήσει ακόμα το καλοκαίρι στα χέρια της, καθαρό και σιδερωμένο, όπως κρεμάει μια γυναίκα το σώμα της από τον λαιμό για να βγει έξω, διαμορφώνοντας τον κόσμο. Πάνω στα παραθυρόφυλλα και στις πόρτες των σπιτιών έχει σκάσει ο ουρανός. Ο Θεός έχει βάλει τη στολή του και βομβαρδίζει. Μπλε μπογιές παντού. Στα μπαλκόνια, στα μάτια, στις ψυχές. Στις αμμουδιές των ανθρώπων νυχτώνει νωρίς.
Ο αέρας μυρίζει χαμό. Η απώλεια έχει εδώ ένα είδος μονιμότητας, σκαρφαλώνει πάνω στις αναμνήσεις. Γρατσουνάει με τα νύχια της το δέντρο. Το δέντρο είμαι εγώ. Λένε πως όταν χάνεις ένα αγαπημένο σου πρόσωπο, όταν σε εγκαταλείπει η ιδέα ενός ανθρώπου, χάνεις μαζί και τον μισό σου εαυτό. Αυτό δεν είναι πρόβλημα. Το πρόβλημα υπάρχει με τον άλλο σου εαυτό, αυτόν που δεν χάνεις. Που μένει να αντιστέκεται, μέσα σου, αφοσιωμένος πόνος. Μισός. Ζούμε δυο ζωές. Δεν αντιλαμβανόμαστε καμία. Μετά, πεθαίνουμε.
Ενδιαμέσως, περνάμε μια κρίση που δεν μπορούμε να κρίνουμε. Περνάμε. Μια κρίση. Μοιάζουμε με την Αριστερά - αν και πλέον δεν μας ανήκει. Ή μας ανήκει, χωρίς να ανήκουμε εμείς σε αυτήν.
Στην ταβέρνα του Βέλγου, στην ακροθαλασιά, το ακορντεόν συνεχίζει να θριαμβεύει. Καλπάζει μέσα στη νύχτα και την κάνει δερμάτινη. Μα το δικό σου αμάρτημα, του κόσμου όλα τα δάχτυλα. Εσύ μέτρησες ποτέ τα δάχτυλά σου; Ο καιρός είναι ηλικιωμένος, για να καθήσει χρειάζεται προσπάθεια. Κάποιος διπλώνει το σώμα του στο ζεϊμπέκικο, η μουσική παραπονιέται για τα σανίδια. Μου γλείφει το πρόσωπο σαν πιστό σκυλί. Δεν έχω τι να της δώσω, είμαι κι εγώ στην ίδια μοίρα.
Η ζωή είναι πόνος. Το λέει ο Βούδας. Και ο Μητσάκης, που δεν τον νοιάζει για τα δαχτυλίδια. Γιατί είναι ντεκόρ.
Το αληθινό μένει πάντα μόνο του.
Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009
ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ
Όλη νύχτα
Έβλεπα την κοιλιά σου να μεγαλώνει
Το σάλιο μου μύριζε πετρέλαιο
Πάνω στο καμένο κορμί
Ένα πλοίο από πορσελάνη
Χυνόταν κάθε λίγο στο στόμα σου
Με κομμένα σκοινιά
Όλη νύχτα
Μ’ έναν φακό
Μάζευα σπασμένα γυαλιά
Από τις αποθήκες σου
Σε άνοιγα και σε έκλεινα
Ως τα κάγκελα της ψυχής
Ως εκεί που μπορεί να φτάσει
Ένας υποψήφιος νεκρός
Προσέχοντας πολύ
Να μην τρομάξω
Την αναπνοή της
Με την πανοπλία μου
ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ Π ΠΡΙΝ ΠΕΡΑΣΕΙ(Σ)
Ερχόμουν από μακριά
Με τους χειροποίητους μύθους μου
Με τις φυσιογνωμίες των σωμάτων
Γεμάτες λάσπη
Είχα συνηθίσει πια
Να επιπλέω στην καθαρότητα
Ό,τι ήθελα να πω
Το έλεγα πρώτα στον εαυτό μου
Για δοκιμή
Μια μέρα
Άρχισα να σου μιλάω ακατάπαυστα
Και κόλλησαν τα χείλη μου Άνδρο
Όπως έβγαινε η φωνή μου
Λιγόστευα
Εσύ πάλι τι κάνεις
Όποτε το θυμάσαι
Κατεβάζεις τα σκουπίδια στη θάλασσα
Ξεσκόνισε και λιγάκι
Τόσες λέξεις είναι πεταμένες στο πάτωμα
Δε βλέπεις ότι αν συνεχίσουμε έτσι
Θα μας φάει η σκόνη;
Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009
ΠΙΟ ΛΙΓΟΣ
ΜΑΤΙΑ κενά, νεκρών ψαριών, σαν κι αυτά που κρέμονται στις ταβέρνες. Αδεια από αίμα. Θολά. Το πρόσωπό σου έχει το ίδιο χρώμα με τη βότκα. Σχεδόν κίτρινο, σακατεμένη ώχρα, στυμμένο πορτοκαλί. Μυρίζει λεμόνι. Και είναι πολλά πρόσωπα μαζί, κρυμμένα το ένα μέσα στο άλλο, σαν τις ρωσικές κούκλες. Δεν ξέρεις ποτέ ποιο αντικρίζεις. Νομίζω πως ο χυμός του λεμονιού έπεσε ταυτόχρονα στο πρόσωπό σου και στο ποτήρι μου. Τη στιγμή που το φως υπόσχεται να ντυθεί σκοτάδι και πασχίζω να βελτιώσω τα χρώματα, αναρωτιέμαι ποιο απ' όλα υπήρξε αληθινό. Ή δεν ήταν κανένα; Μήπως το αληθινό δεν το βλέπεις;
Πάντα υπάρχει κάτι ανάμεσα σε σένα και τους άλλους. Μια σήτα. Ενα παραβάν. Ενα δίχτυ. Ποτέ δεν μπορείς να φτάσεις απ' ευθείας στον άλλον. Περνάς εμπόδια. Λίμνες στα στιπλ. Το νήμα είναι ο καθρέφτης. Αν σπάσει, έσπασες. Ξαναγυρνάς στον εαυτό σου. Κάθε φορά και πιο μόνος. Πιο λίγος. Πιο πρώην.
Εξω βρέχει. Εχω κολλήσει το πρόσωπό μου σ' ένα τζάμι. Ο κόσμος που περνάει απ' έξω είναι θαμπός. Και από μέσα, όμως, θαμπός είναι. Οπως και να τον δεις είναι θαμπός. Οσο μεγαλώνεις, μικραίνεις. Αγαπάς για να ξαναζήσεις την παιδική σου ηλικία και αυτό σε γερνάει περισσότερο. Τα μάτια θαμπώνουν, αντί να θαμπώνονται. Γιατί όταν δείχνεις την αδυναμία σου ο άλλος τη χρησιμοποιεί ως δική του δύναμη;
Μια Μερσεντές Μπενζ αγκομαχάει πίσω μου, στο τραγούδι η Τζόπλιν σαν να φτερνίζεται. Σε λίγο θα αρχίσει να βήχει. Ο δρόμος για το Λεωνίδιο περνάει απ' τον Τυρό και είναι φιδωτός. Οι στροφές μοιάζουν με τεντωμένα τόξα. Στο βουνό ψηλά, έχουν φυτρώσει σπίτια. Λες και τα φύτεψε κάποιος στις πλαγιές του για να το προστατεύουν.
Στην πλατεία του χωριού με περιμένει ο Ουράνης, πεθαμένος απ' το '53. Εχω αργήσει 56 χρόνια, δείχνει απογοητευμένος. Η γραβάτα του είναι σκονισμένη, το βλέμμα του ραγισμένο. Γυρίζω όλα τα ρολόγια πίσω, υπάρχει περισσότερο μέλλον στο παρελθόν, παρά στο παρόν. Φοβάμαι ότι στο μέλλον δεν υπάρχει καθόλου μέλλον. Με ρωτάει: Θέ' να 'ρθει τάχα μιαν ημέρα σαν από τόπους μακρινούς η Ανοιξη που λαχταράμε; Και θα μας εύρει ζωντανούς; Δεν ξέρω τι να του απαντήσω, είναι πεθαμένος. Οπως κι εσύ.
Οπως εγώ. Οπως όλοι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=94873
Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ ΣΟΥ
ΣΕ ΕΒΛΕΠΑ από μακριά, η αμμουδιά είχε πάρει να υγραίνει. Τα διάσημα μπλε του σώματός σου μετρούσαν τη θάλασσα και την έβρισκαν λιγότερη. Στη θέα τους η ζωή μου αιμορράγησε. Τα χέρια σου πια, δύο εξημερωμένα ζώα. Δεν είχαν αυτή την παλιά, γνωστή αίγλη στα ακροδάχτυλα. Τίποτε απ' αυτά δεν ήταν αληθινό.
Θέλω σήμερα να γυρίσουμε απ' την άλλη πλευρά· να πάμε ανάποδα. Θα βάλεις τα δυνατά σου; Φύσαγε Νάξο, στις παρυφές του Αλικού. Ηταν περασμένες οκτώ. Το φόρεμά σου σηκώθηκε ώς το εσώρουχο, που ήταν εκεί, φρουρός αυτής της ακοίμητης λευκότητας. Το ύφασμα έκανε μια χορευτική φιγούρα και υπέστειλε την άκρη του. Ο αέρας σε έγδυνε απαλά. Τα μάτια μου κάηκαν. Η θάλασσα πήρε φως. Καιγόταν. Ποιος έκλεψε το ξύλινο αλογάκι μου από την παραλία;
Προσπαθώ να σε περιγράψω, να διατρέξω το σώμα σου· μοιάζεις με γκρεμισμένο ναό. Κάποτε σε κρατούσα στη χούφτα μου και χωρούσες. Κάποτε, που κάθε βράδυ ήταν βράδυ επιστροφής. Νομίζεις πως μπορείς να αφηγηθείς τα συναισθήματά σου, αλλά δεν μπορείς να τα μεταδώσεις. Τη στιγμή που αρχίζει η διαδικασία κατανόησης από τον άλλον, παύουν να υπάρχουν ως συναισθήματα. Ο έρωτας είναι ένα καλό παράδειγμα γι' αυτό. Παραμένει ανεξήγητος, όπως και τα περισσότερα πράγματα στη ζωή· για να διατηρήσει το απροσπέλαστο της γοητείας του. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να απαντηθεί. Τίποτα. Το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο είναι συγχρόνως και το πιο άσχημο. Αυτό που δεν θα προλάβει ποτέ να ολοκληρωθεί.
Με κοίταξες μέσα απ' τα δίχτυα των ποδιών σου, το ρεύμα τους με παρέσυρε. Η στρογγυλάδα των γλουτών μετέφερε στην κλεψύδρα την ποσότητα της άμμου που χρειαζόταν για να ξαναξεκινήσει. Η πανοπλία μου πνίγηκε. Για ποιο λόγο χαμογελάμε χώρια, βρεχόμαστε χώρια, αναπνέουμε χώρια; Το φεγγάρι βάφηκε κόκκινο, γλίστρησε πάνω σου και έγινε σκόνη. Στα νερά η βαρκάδα φωτίστηκε από τα κεριά του χρόνου. Απέναντι, το βουνό χοροπήδησε.
Με φίλησες. Μάσησα ό,τι αληθινό υπήρξε κάποτε από σένα, πίνοντας σιγά σιγά, με μικρές γουλιές, τα χείλη σου. Πήρα στα δόντια μου όσα εκατοστά παρέμεναν ακόμα ελεύθερα. Κι αμέσως βράδιασε. Γνώριμα, ουσιαστικά, αναπόφευκτα.
Βράδιασε σαν Ελλάδα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009
ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΗ ΣΥΡΟΣ
Πολλά σκαλιά. Εξω απ' τη δημοτική βιβλιοθήκη της πλατείας, ο Ροΐδης ψιθυρίζει το «Out of time» των Rolling Stones. Με χαιρετάει βαριεστημένα μ' έναν ακκισμό, μου καταλογίζει ελλιπή ανάγνωση της «Πάππισας Ιωάννας». Ολα τα πράγματα είναι μονά. Αδιαπέραστα. Πάνω στη νεοκλασική πέτρα της Ερμούπολης η μοναξιά δείχνει σαν παλιός ενετικός θυρεός. Τα ίχνη της ακόμα διακρίνονται. Προσωρινά σε αντικαθιστούν εφτά μπίρες. Ο Σαράντης, η Βαρβάρα, δυο - τρεις φίλοι. Η κουβέντα μεγαλώνει, φτάνει ώς τα σκαλιά του δημαρχείου.
Το παλιό, ερειπωμένο αρχοντικό στην Ντελλαγκράτσια μάς περιμένει. Αυτοί που έζησαν εδώ πριν από μας, φρόντισαν να αφήσουν στην τραπεζαρία δυο ποτήρια για το καλοσώρισμα. Μεγάλο τμήμα της στέγης έχει καταρρεύσει. Μοιάζει με φτερό αεροπλάνου που έχει καρφωθεί στο σπίτι. Το πηγάδι έχει ακόμη νερό. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που έσβησε οριστικά το φως. Ανάβω τον αναπτήρα μου, όπως κάνουν στις συναυλίες. Δεν τραγουδάει όμως κανείς.
Πάνω στη μηχανή, στον δρόμο για το δωμάτιο των επιθυμιών, όλα δείχνουν λάθος συντελεσμένα. Ο ήλιος κίτρινος, πέφτει πάνω στον ουρανό και τον βάφει. Η ανάμειξη του μπλε με το κίτρινο λένε ότι δίνει το πράσινο, αλλά λένε ψέματα για να μη μας τρομάξουν. Η σωστή απάντηση είναι μαύρο και μας το κρύβουν.
Οταν φτάνω στον Γαλησσά, η μηχανή εξεγείρεται. Ο αέρας φυσάει εννιά Μποφόρ, θέλω να μπω στο δωμάτιο και να γλείψω το πάτωμα. Τα μισά απ' τα υγρά της πισίνας ανήκουν σε σένα. Το τραγούδι του Μάρκου με κοιτάζει από έναν τοίχο, παραπονιέται ανορθόγραφα. Να σε πάρω να γυρίσω Φοίνικα, Παρακοπή. Διορθώνω τον Φοίνικα με το στυλό, είναι γραμμένο με γιώτα. Καμία Συριανή, πάντως, δεν είναι γλυκιά.
Στο λιμάνι η συζήτηση για τον Χάιντεγκερ καταλήγει μοιραία στο Αουτσβιτς. Το βράδυ τα μπαρ παίζουν κάτι που θέλει να γίνει μουσική, οι γυναίκες είναι από καραβόπανο. Πίνω τη χειρότερη βότκα της ζωής μου. Για να καθήσω, πατάω δυο σκυλιά. Κανένα δεν διαμαρτύρεται. Οι άκρες των δακτύλων μου είναι παγωμένες. Ακουσα ότι στο Νεώριο επισκευάζουν και μεταχειρισμένες αγάπες.
Να πάμε.
Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009
ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΑ ΑΓΑΠΗΣ Νο. 2
ΑΚΟΥΣΤΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΚΠΟΜΠΗ ΕΔΩ
http://www.radiobubble.gr/audio/user/1092
ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΑ ΑΓΑΠΗΣ Νο. 1
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ
http://www.youtube.com/watch?v=hw_sODgcjpI
Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009
ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ
Μ' αρέσει να βάζω καλάθια, να τρώω παγωτό φράουλα και να παίζω με τον κίτρινο εκσκαφέα μου. Και όλο μου λένε μη. Φωνάζουν μέσα στα αυτιά μου σαν τις μηχανές των αεροπλάνων. Ομως, δεν ξέρουν να πετούν. Νομίζω ότι όταν μεγαλώσω θα κολλήσω αυτή την αρρώστια που έχουν και τη λένε μετριότητα. Δεν θέλω να μεγαλώσω. Θέλω να πάω στην Αριστοτέλους και να βγάζω απ' τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι. Οχι σκοτάδι. Να παίζω κλέφτες κι αστυνόμους με την Αργυρώ και αρχηγός να είμαι εγώ.
Μια μέρα είδα το φεγγάρι να κολυμπάει στον ουρανό. Δεν φορούσε μπρατσάκια - θα είχε μεγαλώσει. Είχε άσπρες, φωτεινές βλεφαρίδες. Είπα στον μπαμπά μου να μου το φέρει σπίτι να παίξουμε, αλλά δεν γινόταν. Δεν είχαμε σκάλα. Μίλησα λίγο με τα δαχτυλάκια μου που θέλανε να πάνε στην παιδική χαρά και μετά είδα ένα παπάκι που ήταν τελικά τρία, αλλά τα δύο δεν φαίνονταν γιατί ήταν μαύρα και ήταν σκοτάδι. Δεν είχαν βάλει αντηλιακή κρέμα και κρύωναν. Οταν θα πάω σπίτι μου, θα τα ζωγραφίσω να κοιμούνται στην άμμο.
Τώρα κρατάω τον μαρκαδόρο μου σαν ακόντιο και τον εξαπολύω στο μπλοκ. Σε λίγο η σελίδα θα γεμίσει ψήφους, αυτή τη λέξη την άκουσα χθες. Δεν ξέρω τι σημαίνει, πάντως οι δικές μου λέξεις είναι από χρώματα. Θυμάμαι όταν βγαίνανε κάτι μεγάλοι καπνοί τεράστιοι, που άκουσα σ' αυτό το χρωματιστό κουτί που έχουμε στο σαλόνι μας, ότι καίγονται τα δάση. Ενας φαλακρός κύριος με γυαλιά είπε ότι φταίνε τα πεύκα και ένας άλλος κύριος χοντρός που φορούσε φούξια γραβάτα είπε ότι φταίει μια αλεπού. Εγώ δεν ξέρω ποιος φταίει, ξέρω όμως ότι κάθε φορά που καίγονται τα δάση γίνεται κάτι που το λένε εκλογές και αυτό πρέπει να είναι κακό πράγμα γιατί συμβαίνει πάντα ύστερα από μεγάλες καταστροφές. Λένε ότι αυτό γίνεται γιατί έχουμε δημοκρατία. Δηλαδή δημοκρατία είναι να καίνε τα δάση μας μια αλεπού κι ένα πεύκο και μετά να γίνονται εκλογές.
Ευτυχώς που αυτό το χρωματιστό κουτί στο σαλόνι μας έχει κάθε μέρα Μίκυ Μάους και έτσι δεν βαριέμαι. Απλώς, με όλα αυτά που γίνονται δεν θέλω πια να μεγαλώσω. Μου αρέσει να είμαι δύο χρονώ και δύο μηνών. Και να παίζω με τα τουβλάκια μου, χοροπηδώντας κάτω απ' τον ήλιο.
Σαν βατράχι.
Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009
ΕΝΑΣ ΑΟΡΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Οποτε δεν ήταν μαζί της, ένιωθε παραμορφωμένος. Τα μήλα του προσώπου του εξείχαν, σαν να διαμαρτύρονταν για την έλλειψή της. Τα μάτια του κοίταγαν τις μέρες που κυλούσαν και οι κόγχες τους είχαν εκραγεί. Η νύχτα έκαιγε. Και το φεγγάρι, μια νυχιά στην πλάτη του κόσμου. Το φως κατέρρεε μ' έναν αργό, βασανιστικό τρόπο. Ποτέ δεν ήταν λιγότερο το φως.
Σηκώθηκε και περπάτησε κατά μήκος του μπαλκονιού. Κοίταξε από πάνω τη μηχανή του, του άρεσε να τη βλέπει μικρή. Τη χαιρέτησε με το βλέμμα. Ι really got a lucky life: My writing, my motorcycle and my wife. Ψέματα. Ο Lou Reed έλεγε ψέματα. Ποτέ δεν μπορείς να έχεις και τα τρία. Αυτό που βλέπεις δεν είναι σημαντικό, είπε. Η φωνή του κατέβηκε τρεις ορόφους κάτω, τα φωνήεντα τσακίστηκαν πάνω στη μηχανή.
Του ήρθε στο μυαλό ο Τζακ Κέρουακ. Οταν ένας δημοσιογράφος τον είχε ρωτήσει τι ακριβώς ψάχνει με τόση μανία, εκείνος είχε πει: Περιμένω να φανερωθεί ο Θεός. Προφανώς, ο Θεός ντρεπόταν να εμφανιστεί.
Αναψε ένα τσιγάρο, απ' αυτά που είχαν απαγορεύσει. Επέστρεψε στην πολυθρόνα του. Ξεκίνησε πάλι να γράφει. Για κάποιο λόγο όλα του ήταν αόρατα. Εβλεπε ένα κενό. Όταν συγκέντρωνε το βλέμα του σε κάτι, αυτό εξαφανιζόταν. Αδυνάτιζε. Οσο περισσότερο βλέπεις τόσο δεν βλέπεις.
Αν ακόμα υπάρχουν οι λέξεις -αυτές οι λίγες, ανοργάνωτες λέξεις- είναι γιατί χάνοντας σταδιακά την ιδιοφυΐα τους, επιμένουν να ψάχνουν τον κόσμο.
Κοίταξε τη φωτογραφία της νύχτας. Εψαξε για τον κόσμο. Για τον Θεό. Ο υπολογιστής παρέμενε κλειστός. Μα, αυτή είναι γυμνή, του είχαν πει.
Δεν ήταν γυμνή. Φορούσε τη θάλασσα.
Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009
ΤΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ;
Με έχει συγκλονίσει η συλλογή χρονογραφημάτων του Σταύρου Σταυρόπουλου. Με έχει σαγηνεύσει. Πρώτα για την ανατριχιαστική της αλήθεια, και ύστερα για την ανατριχιαστική της ευαισθησία. Νόμιζα ότι, ο πιο τρυφερός Έλληνας δημοσιογράφος είναι ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος. Από χθες, άλλαξα άποψη. Βέβαια, για να βάλω και ειρμό στις σκέψεις μου, τυχαία έπεσα επάνω στο Σταύρο Σταυρόπουλο. Το μάτι μου, σαν αγκίστρι, κάρφωσε τα κείμενά του στο ένθετο ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, της αθηναϊκής ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, κι έμεινε εκεί. Μα πώς θα μπορούσε να δραπετεύσει; Μα πώς θα μπορούσε ένα αγκίστρι να προδώσει τα λάφυρά του, τη λαχταριστή του ψαριά;
Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι η γραφή του Σταυρόπουλου είναι μοναδική - one of a kind. Πανέμορφες λέξεις, αιχμηρές φράσεις, παρομοιώσεις που κόβουν την ανάσα, απόψεις βουτηγμένες στη γλύκα και στην πίκρα της ζωής.
Και, πείτε μου, τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν; Εγώ πιστεύω, παρά την πιθανότητα να πέφτω έξω, ότι οι λέξεις αποκτούν γένια, μπαρκάρουν για τα ξένα, ή για τον Κορυδαλλό, αφουγκράζονται τον ασθενικό σφυγμό του αλλοδαπού, παίρνουν από το χέρι τη μάνα που πρόκειται να γεννήσει το παιδί της στο ιατρείο ενός τσαρλατάνου, ακούνε, στα κρυφά, τη Νένα Βενετσάνου, να τραγουδάει το Μαγισσάκι, ή τον Διονυσίου να ψέλνει Βρέχει φωτιά στη στράτα μου, τέλος πάντων, ενηλικιώνονται, συχνάζουν σε καφετέριες και σε μπαράκια, αναζητούν ταίρι, ορέγονται μέχρι τρέλας τη δίμετρη από την Ουκρανία που σερβίρει, με καυλωτικό στυλ, ποτά, κουρνιάζουν σε αγκαλιές που μοσχομυρίζουν κανέλα και αθωότητα.
Το βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου απευθύνεται σε εκλεπτυσμένο αναγνωστικό κοινό. Σε ανθρώπους που, ενώ αντιλαμβάνονται τη ματαιότητα της ύπαρξης, γνωρίζουν, έστω και περιστασιακά, να αρπάζουν τις αγωνίες από τα κέρατα και να τις μεταμορφώνουν σε στιχάκια, σε νότες, σε μάγουλα παιδιών, σε χείλη κοριτσιών, σε παραδείσιες ρυτίδες γερόντων, σε πράσινες ανταύγειες στο δάσος με τις λεύκες, σε σπινθήρες που ανάβουν, ξαφνικά, στο κέντρο του χάους, σε πεταλουδίτσες που ζαλίζονται με το φως των λαμπτήρων. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά κατά πόσον τα εκπληκτικά χρονογραφήματα του Σταυρόπουλου αποπνέουν αισιοδοξία ή απαισιοδοξία, αλλά, στο λόγο της τιμής μου, δεν μπορώ ούτε να ξεχωρίσω την αισιοδοξία από την απαισιοδοξία. Υποθέτω μάλιστα, με λίγη δόση τόλμης, ότι, η εντιμότερη αισιοδοξία είναι η απαισιοδοξία.
Ωστόσο, κυνηγώ, σαν αδέσποτο σκυλί, και το κόκαλο που μου αναλογεί, δεν θέλω να πεθάνω πριν από την ώρα μου, μου έρχεται, ενίοτε, η επιθυμία να σκαρφαλώσω στο Έβερεστ. Ή τουλάχιστον στον μαντρότοιχο της γειτονιάς μου.
Όταν ήμουν μικρός, γράφει ο συγγραφέας στο συγκλονιστικό προλογικό του σημείωμα, ήμουν λιγόφαγος. Η μητέρα μου με κυνηγούσε να φάω. Κάθε πρωί μου ετοίμαζε ένα σάντουιτς να το πάρω μαζί μου για κολατσιό. Δεν το έτρωγα ποτέ. Σε ένα μεγάλο ντουλάπι πίσω απ' το θρανίο μου αποθήκευα σχολαστικά όλες εκείνες τις βιταμίνες που δεν κατέληγαν στο στομάχι μου. Ήταν ένα βουνό από αχρησιμοποίητα γεύματα, έμοιαζε με το μέλλον μου: όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να το αποφύγω. Μια μέρα, η δασκάλα με ανακάλυψε. Τα σάντουιτς είχαν σαπίσει, η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη, όλη η τάξη κρατούσε τη μύτη της. Στο διάλειμμα τα έβγαλε όλα και τα άπλωσε στο θρανίο μου: Ορίστε τα χάλια σου, μου είπε. Μήπως θα ήθελες να τους ρίξεις μια τελευταία ματιά; Τα κείμενα αυτά θυμίζουν εκείνα τα σάντουιτς του σχολείου - είναι, κατά ένα τρόπο, τα χάλια μου. Οι ζαβολιές που μ' αρέσουν. Στο ρόλο της μητέρας μου είμαι πλέον εγώ. Εγώ πρέπει να φροντίζω για το φαγητό μου - άσε που πρέπει να το τρώω κιόλας.
Κείμενα, λοιπόν, σαν αφάγωτα σάντουιτς. Αλλά πεντανόστιμα, να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Εικόνες που σπαρταρούν δίπλα μας, που μας χτυπάνε σαν ακρογιάλια, που ακολουθούν τα βήματά μας, που ξελαρυγγίζονται μέσα στα αυτιά μας και εμείς, χιμαιρικοί στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς της βρώμας που λέγεται ζωή, δεν τους δίνουμε σημασία. Κι όμως, είναι οι μόνες εικόνες στις οποίες οφείλουμε να δίνουμε σημασία. Το γατάκι που γρατζουνίζει τα σκουπίδια, ο ήλιος που φιλάει το χώμα, η θάλασσα που τραγουδά τους καημούς της, ο σριλανκέζος που, αργά το βράδυ, θα διαρρήξει το περίπτερο για την πολυπόθητη κονσέρβα, η πουτάνα που ανοίγει τα σκέλια και ανέχεται τις αξιώσεις του πελάτη, κι ας θέλει, στην πραγματικότητα, να τον φτύσει, ο πολιτικός που βυθίζεται στη λάσπη των ψευδών του, η μάνα που ετοιμάζει το σάντουιτς στο παιδί της και, μετά, το φιλά στη χωρίστρα - κατευόδιο που δεν λέει να αλλάξει σχήμα.
Τι γίνονται, λοιπόν, οι λέξεις όταν μεγαλώσουν; Θα βρείτε την απάντηση σε αυτή την ανθρώπινη γεωγραφία, σε αυτό τον συναισθηματικό ποταμό του Σταύρου Σταυρόπουλου. Μπορεί, όμως, και να μην τη βρείτε. Μπορεί, όπως αναφέρει και ο ίδιος κάπου, να χάσετε. Σιγά τα αυγά! Ο χαμένος, σύμφωνα με το συγγραφέα, τα κερδίζει όλα! Και ποιος άραγε θα διαφωνούσε μαζί του;
Διαβάστε το, και τα ξαναλέμε...
Ανδρέας Κούνιος, Εφ. Αλήθεια (Κύπρος), 21.8.2009
Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009
ΦΤΑΙΕΙ ΤΟ ΦΩΣ
Ο ΧΡΟΝΟΣ περνάει αργά. Ακατάστατα. Αν τον τακτοποιούσε κάποιος, θα εξαφανιζόταν. Αν κάποιο χέρι μάς τον παραχωρούσε ξαφνικά, θα σταματούσαμε να τον λατρεύουμε κι εκείνος θα πέθαινε από μοναξιά. Θα γινόταν αιώνιος, σαν τις επιθυμίες. Δεν γνωρίζουμε το τέλος του, γι' αυτό συνεχίζουμε να τον πολιορκούμε· μέχρι να καταλάβουμε. Πώς μπορεί να καταλάβει κανείς τον χρόνο, αν δεν ζήσει πρώτα μέσα του;
Αν γινόταν να τον ζωγραφίσω, θα έκανα μια πέτρα που πέφτει στη θάλασσα. Και μετά δεν βρίσκεται. Κενό. Ψάχνεις στον βυθό. Τίποτε. Πουθενά. Θρυμματισμένος κόσμος. Θρυμματισμένοι άνθρωποι. Θρυμματισμένος λόγος. Ο Κάφκα είναι παρών. Και μπορώ να πω λίγος. Μια δίκη άδικη. Ψάχνεις να βρεις τα κομμάτια που λείπουν. Τις πέτρες που έπεσαν στο νερό. Ζωή στον λήγοντα. Κληρώνει. Κυνηγητό με τον χρόνο. Κρυφτό. Κάποιος, όμως, πρέπει να τα φυλάει.
Σαν σήμερα, πριν από οκτώ χρόνια, δύο μολυβένιοι σταυροί εμφανίστηκαν στον ουρανό. Εφεραν πάνω - κάτω τον κόσμο και μετά έγιναν ιστορία. Είπαν πως επρόκειτο για αεροπλάνα, αλλά εγώ ξέρω καλά πως ήταν σταυροί που ζήλευαν το έδαφος. Και τα παιδιά ζηλεύουν τα παιχνίδια τους, μέχρι να τα βαρεθούν. Ολοι κάτι ζηλεύουν. Οι πιλότοι ζηλεύουν το φως γιατί τους τυφλώνει.
Ξέρεις, μου έλειψαν τα μέρη που δεν πήγαμε. Θα οδηγούσα εγώ. Ενα αεροπλάνο, έναν μαρτυρικό σταυρό. Θα το συνέτριβα πάνω σου. Ψηλά, ανάμεσα στο χώρισμα των ποδιών. Κι ας βρήκαμε τη στάχτη. Τα χέρια μου είναι πια άνεργα. Κρεμασμένα στους ώμους, διακόσμηση. Αχρηστο αξεσουάρ. Σκηνικό περιοδεύοντος θιάσου. Είμαι ένας ηθοποιός που υποδύεται τον εαυτό του. Ομως σε χρειάζομαι.
Από τη νύχτα έμειναν τώρα πια τα ίχνη της. Εσύ δεν ξέρω πού είσαι. Πού είσαι; Η πόλη ξυπνάει σιγά σιγά σε πουπουλένια στρώματα. Αστράφτει η πανοπλία της, μέσα στα συντρίμμια των αεροπλάνων. Ενα παιδί τρέχει ανάμεσα στους νεκρούς. Τα σπίτια των ανθρώπων είναι από χώμα. Από μνήμη, ασυναίσθητα βιογραφική. Αύριο, ο στρατός των χαμένων θα επιστρέψει στις πρωινές αίθουσες για την καθημερινή διάλεξη. Αύριο, θα συνεχιστεί ο εμβολιασμός στην αναγκαστική καθημερινότητα. Τα προκάτ συναισθήματα. Οι λευκές ώρες. Αύριο, θα έχουμε προχωρήσει μία ακόμα μέρα. Ολοι μας. Παραμένοντας ακίνητοι.
Και θα φταίει το φως.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=81334
Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009
ΠΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΑΥΤΗ ΘΑ ΦΤΑΝΕΙΣ
Φερνάντο Πεσσόα - Κ.Π.Καβάφης
Τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου
εισαγωγή - μετάφραση - ανθολόγηση: Γιάννης Σουλιώτης
εκδόσεις Μεταίχμιο, σ. 240, 13 ευρώ
Τα πρόσωπα
ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΙ και οι δύο σε πόλεις που έγιναν σύμβολα και απέκτησαν διαστάσεις μύθου ακριβώς λόγω της γέννησής τους. Οπως συνέβη και στο Δουβλίνο με τον Τζόις ή στην Πράγα με τον Κάφκα. Μετρίου αναστήματος, μικρόσωμοι. Καλοντυμένοι και οι δύο. Με αυστηρό προσωπικό γούστο. Κοστούμι και γραβάτα. Καπέλο. Διοπτροφόροι αμφότεροι. Στρογγυλός σκελετός, κοκάλινος, μυωπία. Τζέντλεμεν. Με τα χαρακτηριστικά τού δανδή. Εμοιαζαν περισσότερο με καθηγητές παρά με ποιητές. Κάπνιζαν κι έπιναν πολύ. Τους απάλυνε κάπως την εικόνα της πραγματικότητας.
Δεν υπηρέτησε κανείς τους στρατιώτης, αντιπαθούσαν τον πόλεμο. Και οι δύο υπάλληλοι. Λιγόστευαν σιγά σιγά μέσα σ' ένα απρόσωπο γραφείο. Αδυναμία στους άγγλους ποιητές και στα αστυνομικά μυθιστορήματα. Στον ελληνισμό της αρχαιότητας. Στον Διόνυσο.
Δεν είμαι Ελλην, αλλά ελληνικός, έλεγε ο Καβάφης. Πατρίδα μου είναι η πορτογαλική, συνήθιζε κάθε φορά να τονίζει ο Πεσσόα.
Σύχναζαν σε καφενεία ή ποτοπωλεία της γειτονιάς. Χαμένοι στο πλήθος, χαμένοι στους άλλους. Αναζητούσαν τα πολυσύχναστα μέρη της πόλης για τους περιπάτους τους. Παρ' όλα αυτά, μοναχικοί. Θλιβερά. Νοσηρά έγκλειστοι, περιχαρακωμένοι στο περίβλημα του εαυτού τους. Πολυμελείς οικογένειες, τις στιγμάτισε ο θάνατος. Εννιά αδέλφια έχασε ο Καβάφης, επτά ο Πεσσόα. Και οι δύο στερήθηκαν τον πατέρα τους πολύ νωρίς: πέντε ετών ο Πεσσόα, επτά ετών ο Καβάφης. Η μητέρα έγινε το κεντρικό πρόσωπο της ζωής τους, το μοναδικό σημείο αναφοράς.
Το κάλλος ήταν η απόλυτη θρησκεία τους, η περίληψη όλου του έργου τους, ο λόγος για τον οποίον ζούσαν. Βέβαιοι για τη μεγαλοφυΐα τους, γνώρισαν τα φώτα της δημοσιότητας αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό τους. Συνήθιζαν να ατενίζουν τη θάλασσα, τα ποιήματά τους έχουν στην άκρη μια γεύση από αλάτι.
Η σεξουαλικότητά τους, λανθάνουσα. Γυναίκες δεν αναφέρονται. Ακόμα και η Οφέλια Κεηρός, μεγάλος έρωτας του Πεσσόα, μοιάζει περισσότερο με όνειρο παρά με πραγματικό πρόσωπο. Αλλωστε είναι γνωστό ότι ο Πεσσόα πέθανε παρθένος. Αλλά και το μεγάλο πάθος του Καβάφη για τους άντρες είχε περισσότερο τα χαρακτηριστικά της ευσεβούς προσδοκίας ή του πλατωνικού αισθήματος, παρά της αντικειμενικής βιογραφίας.
Δεν συναντήθηκαν ποτέ. Αντίθετα με την εκδοχή που παρουσιάζει το θαυμάσιο ντοκιμαντέρ του Χαραλαμπόπουλου. Ισως μόνο στη σκέψη. Στην ιδέα του ταυτόσημου νοήματος. Στην πληθυντικότητα του σύμπαντος. Ενας από τους 72 ετερωνύμους του Πεσσόα ήταν σίγουρα ο Καβάφης. Και ας μην το γνώριζε. Ας μην το είχε καταλάβει.
Το βιβλίο
Ο κομψός τόμος «Φερνάντο Πεσσόα - Κ.Π.Καβάφης, Τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου», της σειράς Αντικριστοί καθρέφτες των εκδόσεων Μεταίχμιο, μας ξεναγεί με ενάργεια στο έργο τους και μας προσφέρει τη δυνατότητα να περιηγηθούμε σε αυτό που υπήρξαν, σε αυτό που ονειρεύτηκαν να υπάρξουν και σε αυτό που ολόθερμα εύχονταν να υπήρχε, οι δύο αυτοί μεγάλοι άνδρες μέσω της Τέχνης τους. Περιλαμβάνονται τα σημαντικότερα από τα 154 ποιήματα που έγραψε ο Κ.Π. Καβάφης, χωρισμένα σε δύο ενότητες, 1897-1918 και 1919-1933, καθώς και 3 πεζά του, ενώ ανθολογούνται σπαράγματα κειμένων του Φερνάντο Πεσσόα, αντιπροσωπευτικά ποιήματα του ιδίου, καθώς και των ετερωνύμων του: Αλμπέρτο Καέιρο, Ρικάρντο Ρέις, Αλβαρο ντε Κάμπος και Αλεξάντερ Σέρτς. Συν ένα αναλυτικό χρονολόγιο της ζωής και του έργου τους.
Η εισαγωγή, η μετάφραση, η επιλογή και ο σχεδιασμός της έκδοσης από τον Γιάννη Σουλιώτη, συνηγορούν στο να απολαύσουμε αυτή τη διαδρομή. Ακούγοντας τα εξαίσια όργανά τους, χαμηλότονα, χωρίς τυμπανοκρουσίες, λιτά, υποβλητικά. Κουρντισμένα στο πάθος, όπως ταιριάζει στην αληθινή ποίηση.
Το δίχως άλλο, ένα βιβλίο - εργαλείο, ένας χρηστικός οδηγός πλεύσης, μια συνοπτική, αλλά καίρια εργοβιογραφία, που το μεγάλο της πλεονέκτημα είναι ότι εκπέμπει τη μετάδοση του συναισθήματος με τον τρόπο ακριβώς που συμβαίνει στα παραμύθια: σαν η γιαγιά να διαβάζει στην εγγονή της. Δίπλα στο τζάκι. Ιστορίες από το παρελθόν, που είναι μέλλον, αν το προσέξεις λίγο καλύτερα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=78889
Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Η ΘΑΛΑΣΣΑ έχει ένα δηλητηριασμένο μπλε χρώμα. Την κοιτάζω. Δείχνει αναπάντεχα μελαχρινή. Τη νύχτα μοιάζει με πάρκο όπου συναντιούνται οι σκιές. Και το φεγγάρι, μια τεράστια λάμπα στην είσοδο: για να μετράει αυτούς που μπαίνουν. Ο κυνισμός του κενού είναι ραμμένος σαν μάρκα πάνω στο σώμα της. Πάνω απ' όλα, πάνω σε όλα, ένα σκούρο σεντόνι. Ενα ελαφρύ ζακετάκι από σκοτάδι. Ο χρόνος χάνει τον χρόνο του προσπαθώντας να το αγγίξει.
Λίγη άμμος ακόμα. Ακούγεται μια βιόλα. Ενας γλυκός ήχος. Κατεβαίνει απ' το απέναντι βουνό και μπερδεύεται στ' αυτιά μου. Γυρίζω το κεφάλι μου να σε δω, αλλά έχεις φύγει. Μια πράσινη, φουσκωτή χελωνίτσα έχει πάρει τη θέση σου. Τεντώνει τον λαιμό της και με κοιτάζει. Πλησιάζω και της χαϊδεύω το κεφάλι. Είναι αργά, της λέω. Ωρα για ύπνο.
Αύριο θα συναντήσω τον σκύλο του Γιάννη. Τον λένε Σίμπα, από το The lion king. Είναι από τους λίγους σε αυτό τον κόσμο που όταν του μιλάω με κοιτάζει στα μάτια. Μ' αρέσει αυτή η ειλικρίνεια. Η προσπάθειά του να καταλάβει τη ζωή μόνο με ένα βλέμμα. Να υπήρξε άραγε ποτέ το κορμί σου; Ή το φαντάστηκα;
Η ζωή έχει περισσότερη φαντασία από μας. Σε βάζει να μιλάς μ' έναν σκύλο. Να αγαπάς μετά το τέλος του προγράμματος. Με χιονάκια. Να μπερδεύεις τα βοηθητικά ρήματα. Το έχω με το είμαι. Πώς μπορώ να είμαι πράγματα που δεν γνωρίζω; Οι περισσότεροι μπορούν. Αν τα λάθη διδάσκουν, τότε έχω καταπληκτική μόρφωση. Το λέει ο τοίχος. Εγώ συμφωνώ.
Μπροστά μου η νύχτα απλώνεται σε μέγεθος φιλιού: Επετειακή, ατελείωτη, με το ρολόι σταματημένο. Πέρασαν πέντε χρόνια. Ακόμα ανασαίνουμε την ίδια ανάσα. Ομως, μόνο εγώ γερνάω. Η παραλία γέρνει προς το μέρος σου. Αγκαλιάζει τα τρία σώματα, κάθε ένα προεκτείνει το άλλο. Το συμπληρώνει. Δεν βαδίζω πια για να σε συναντήσω. Οι δρόμοι βαδίζουν προς εσένα. Προς ένα αναπόφευκτο αλλά εκστατικό μπλε. Επιστρέφω στο πρόσωπό σου. Στο σχέδιο που άφησε το κορμί σου πάνω στην άμμο. Εκεί υπάρχουν μόνο καλοκαίρια. Σε επανάληψη.
Κυλούν από τις άκρες των ματιών μου και γίνονται δάκρυα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=76957
Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009
ΣΚΙΕΣ
Ο ΧΩΡΟΣ είναι σαν παλιό θερινό σινεμά. Βγαίνεις στην αυλή αφού περνάς μέσα από στοίβες βιβλία. Στη μέση ξεφυτρώνει ένα αναρριχώμενο. Τυλίγεται γύρω από έναν κορμό. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι κεραμιδί, βαθύ σομόν, μπορντό. Μέσα στις χαραμάδες και στις ρωγμές των τοίχων κατοικούν τα φαντάσματα. Αν ξύσεις την μπογιά θα βρεις από κάτω τα δακτυλικά τους αποτυπώματα. Το παρελθόν έχει στοιχειώσει τον χώρο με ποιήματα. Με ιδέες. Πολλές έδρες.
Μέσα στο βιβλιοπωλείο του Κώστα και της Ολγας ο Βέλτσος με κοιτάζει από το περιοδικό. Λέει ότι δεν είναι ελεύθερος. Στο τεύχος αυτό, άλλο περιοδικό, η Κατερίνα Γώγου είναι.
Μια πέτρινη σκάλα με γλάστρες στην άκρη οδηγεί σε ένα παραμυθένιο μπαλκόνι. Εκεί ήταν το γραφείο του τραπεζίτη της αγγλικής τράπεζας που λειτουργούσε το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Το κτήριο είναι του 1859. Ξύλινα, βαριά παραθυρόφυλλα, τα περισσότερα κλειστά. Ο σοβάς έχει υποχωρήσει από το βάρος των ανθρώπων που τα κοίταξαν. Που έγραψαν, μίλησαν, συζήτησαν, άναψαν ένα τσιγάρο. Αλλη εποχή, κάτω ήταν τα πλυσταριά. Μια τεράστια συκιά σκεπάζει τα κεφάλια των πιστών. Τα φύλλα της θυμίζουν πιρόγες.
Ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Παύλος Ζάννας, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Γ.Π. Σαββίδης, η Κική Δημουλά, στις φωτογραφίες της σοφίτας, δίπλα σ' ένα μεγάλο πορτρέτο του Μπέκετ. Τα τραπέζια είναι μαρμάρινα, μιλούν, μαλώνουν, παρακολουθούν, το λευκό έχει ποτίσει με λέξεις που αφήνουν κάτι αδρά στίγματα. Αναμμένα κεριά παντού. Σου έρχεται να προσευχηθείς.
Η Πάτρα κρυφογελά μέσα απ' τις καμάρες των κτηρίων της. Από πάνω της τα Ψηλαλώνια, η σκεπή των θεών. Κάποτε πρέπει να υπήρξα εδώ. Πολύ μικρός. Θυμάμαι έναν κήπο με τριανταφυλλιές, μια σιδερένια πόρτα. Μια ξαδέλφη του πατέρα, με άσπρα μαλλιά. Σε όλη μου τη ζωή επιστρέφω σε κάτι που δεν ξαναρχίζει ποτέ.
Ποιητές έχουν κατακλύσει τον χώρο του ξενοδοχείου στο Ρίο που φιλοξενεί το συμπόσιο. Κυκλοφορούν ανάμεσα σε ανθρώπους με σύνδρομο ντάουν, με κινητικά προβλήματα. Το προαύλιο έχει γεμίσει αναπήρους. Καροτσάκια. Ο αέρας μπερδεύει τα λόγια τους, δεν ξέρεις ποιος λέει τι.
Μετά, τα φώτα θα σβήσουν, οι λέξεις ακολουθούν. Οσο πιο γρήγορα συμφιλιωθούμε με το σκοτάδι τόσο καλύτερα. Αν συνηθίσουν τα μάτια, μπορείς τουλάχιστον να διακρίνεις τις σκιές.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=75062
Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009
ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ
Τα αγκάλιασε ένα ένα. Περιποιήθηκε τις πληγές τους, επούλωσε με τα μακριά της δάχτυλα τα συντρίμμια. Δεν ήταν βαμμένη. Τα μαλλιά της ήταν αχτένιστα. Απαλλαγμένα απ' τον βραχνά της ιστορίας. Τους διάβασε ένα απόσπασμα από την «Αμοργό» - εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε και ο Γκάτσος.
Μετά τα έβαλε στον έλεγχο των αποσκευών. Κοιμισμένα. Το καθένα είχε το διαβατήριό του. Από πάνω τους ο Χατζιδάκις λυσσομανούσε. Χαμογέλασε με το χαμόγελο της Τζοκόντας. Η πτήση θα ήταν για πάντα, αν και οι μηχανικοί έδιναν προθεσμία. Αλλος έναν μήνα, άλλος τρεις. Το θεωρούσαν δοκιμή.
Τα πράγματα δεν βρίσκονταν πλέον στη θέση τους. Κανένας λόγος δεν μπορούσε να εκφράσει αυτή την εκθεμελίωση, που γινόταν μαγεία εν μια νυκτί. Τις ατέλειωτες ώρες της αναμονής για την απογείωση διάβαζε ένα ποίημα του Παζολίνι. Πολλές φορές, έως ότου το αποστηθίσει. Εφερε στο μυαλό της τη Μήδεια, τον Οιδίποδα, τον Ορέστη. Είδε την παραλία της Οστιας. Κόκκινη απ' το αίμα.
Οταν σηκώθηκε το φόρεμά της, φάνηκαν οι Κυκλάδες. Ολες. Βραχώδεις, ζωγραφιστές, ανώνυμες. Σαν ένα ταξίδι στις χίμαιρες, αμαρτωλό. Σε δύο ημέρες ήταν της Παναγίας. Δεν της άρεσε η Τήνος. Την ενοχλούσε το χαλάκι απ' το λιμάνι, οι πιστοί που έπρεπε να είναι γονυπετείς, το εμπόριο των ελπίδων. Θα πήγαινε να ανάψει ένα κερί. Στον Ασλάνογλου. Στον Καβάφη. Στη Βιρτζίνια Γουλφ.
Οταν το κίτρινο υποβρύχιο προσγειώθηκε, τσαλάκωσε τη σελίδα που διάβαζε και την πέταξε στους κάδους του αεροδρομίου. Ενα άρθρο μιας κυριακάτικης εφημερίδας είχε βαλθεί να αποδείξει ότι τα υποβρύχια δεν πετούν. Τα βιβλία είχαν ξυπνήσει. Επιβιβάζονταν ένα ένα, διαρρηγνύοντας τον Κανόνα.
Εριξε μια τελευταία ματιά στην εγκυμοσύνη της. Εξι μηνών. Τακτοποίησε στο υποβρύχιο τις σελίδες και τα είδη. Μπροστά έβαλε την ελληνική ποίηση. Για πιλότο. Η θάλασσα χανόταν στα σύννεφα. Από κάτω ο ουρανός, σαν κουκκίδα, είχε εκείνες τις μπλε, στραφταλιστές σταγόνες που μοιάζουν με άστρα.
Ενα βιβλίο είπε: Είναι όλα ανάποδα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=72781