Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

(ΑΠΛΩΣ) ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ ΒΛΕΜΜΑΤΩΝ




ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ



Έχω στ’ αλήθεια
Μια τυχερή ζωή

Μια οικογένεια που μόλις βγήκε
Από το σούπερ μάρκετ
Αλλά μετά χάθηκε
Ένα κακομαθημένο αυτοκίνητο
Ετών 30
Με ξύλινο πόδι

Ένα ζευγάρι γυαλιά
-Συντρόφου-
Για να σε βλέπω όταν χρειάζεται

Μισό πακέτο λευκές κόλλες χαρτί
Φυλαγμένο για καιρό πολέμου
Όλους τους δίσκους του Van Morrison

Κάποιους μεταχειρισμένους έρωτες
Που πωλούνται όπως τους αξίζει
Σε μαγαζιά με αντίκες

Μερικές εφεδρικές χαρτοπετσέτες
Με γεύση καραμέλας
Για να σημειώνω εκεί
-Τιμής ένεκεν-
Τις μεταβολές των εμψύχων μου
Κι ένα σπίτι από κραγιόν

Που λιώνει σιγά σιγά
Πάνω στον καθρέφτη του μπάνιου μου

Εν ολίγοις

Έχω όλα όσα εσείς οι ποιητές
Εντελώς ανέμπνευστα

Αποκαλείτε ρουτίνα

ΣΣ



ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ



Έχω μια φλόγα
που πυκνώνει
κάθε φορά που περνάς επίσκεψη
από το στόμα μου

 

Έχω την εικόνα σου
Καθώς κρεμάς τις κόκκινες κουρτίνες σου
στο σαλονάκι του στήθους μου
“μη μας δουν οι απέναντι”
και μετά περνάς απέναντι από μέσα μου

 

Έχω μια φλόγα
Που πασχίζει
να εξατμίσει τον ιδρώτα
που φυτρώνει στις παλάμες μου
–να μην τον δεις και προδοθώ

 

Έχω ένα μυαλό
στ' αριστερά χαλασμένο,
σαν το δικό σου

 

(Μια μελαγχολία
Που δουλεύει ρολόι)

 

Μια σκέψη πως κουράζω τους ανθρώπους
 

Έχω τις λέξεις σου
για λεξικό

 

Έχω τις λέξεις σου
για να στολίζω τα μάτια μου

 

Έχω έναν φόβο
που τον κρατάω νηστικό
κι αυτός με τρώει στα κρυφά:

 
(Έναν φόβο  
πως ούτε θα έρθεις
ούτε θα φύγεις)
 

Έχω μια υποψία
πως δεν πέρασες ποτέ από κάτω
να δεις αν έχω φως
ή να μου σπάσεις με νεράντζια τα τζάμια

 

Έχω μια ανησυχία
Πως θα μείνουμε για πάντα
Μόνοι
Μαζί

 
Μια ανησυχία  
πως σύντομα θα ξηλωθείς τόσο  
που θα ξυπνήσω το πρωί  
θα κοιταχτώ στον καθρέφτη  
κι αντί για εσένα θα δω εμένα.

ΥΓ. Νομίζεις πως φοβάσαι το σκοτάδι μόνο στο υπνοδωμάτιο, το βράδυ, όταν κλείνεις το φως και τα μάτια σου βλέπουν κάτι κόκκινα κυκλάκια και σκεπάζεσαι να φύγουν. (Πως φοβάσαι μην ίσως κάτι είναι εκεί, αόρατο, που σε κοιτάει σε απόσταση αναπνοής ενώ εσύ δεν μπορείς να το δεις.) Αλλά δεν είναι το σκοτάδι. Στον ήλιο μπορείς να το δεις καθαρά -και είναι χίλιες φορές πιο φοβιστικό (να βλέπεις με βεβαιότητα ότι δεν σε κοιτάει κανείς).



ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΕΣΣΛΙΝ

 
*Το δικό μου ποίημα είναι από το βιβλίο μου ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, εκδ. Μεταίχμιο 2009 και το ποίημα της Κατερίνας Έσσλιν δημοσιεύτηκε στο μπλογκ της  http://esslin-esslin-eisai-edo.blogspot.gr/ στις 5 Απριλίου 2010.


Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΟΥΡΛΙΑΖΩ


Γράφω ανάμεσα στις λέξεις μου
Κάνει κρύο
Η λίμνη τους έχει παγώσει

Είμαι μια αργή παρεξήγηση
Είναι γαλάζιο ορυκτό
Είμαι μόνος

Δεν θυμάμαι πώς είμαι


Αλλά σε ελπίζω


ΣΣ




Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ




ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ «εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως». Επειδή η μητέρα του μύρισε ένα κρίνο. Ο Ιωσήφ απλώς επέβλεπε. Μέσα σε ένα στάβλο, στη Βηθλεέμ, κάτι παράξενοι τύποι με καμήλες του πρόσφεραν χρυσό, λιβάνι και σμύρνα. Μετά του είπαν ότι έπρεπε να λυτρώσει τον κόσμο. Να κρύψει την φρικτή είδηση.
Αυτός, ένας παλαιστίνιος επαναστάτης. Ένας αντάρτης που χαμογελούσε στον πόνο. Ένας καμικάζι του έρωτα. Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί όσα θα ακολουθούσαν. Φυσικά δεν τον ρώτησαν. Ούτε για την Γέννηση. Ούτε για τη Ζωή. Ούτε για την Σταύρωση.

Ήθελε να ‘ναι ξυλουργός, όχι σωτήρας. Μπορεί και προφήτης. Ίσως πλανόδιος μουσικός. Με κιθάρα και φυσαρμόνικα. Αλλά όχι αυτό, το υιός του Θεού. Όχι αυτή η αμαρτία της ιερότητας. Είναι πολύ βαρύ να είσαι χρισμένος. Εντεταλμένος. Επιφορτισμένος με το αδύνατο.
Για να νικήσει τους φόβους του έγραφε ημερολόγιο. Την ιστορία της επικοινωνίας του με τον κόσμο. Το έλεγαν Αγία Γραφή. Είχαν περάσει σχεδόν 2.000 χρόνια κι εκείνος ακόμη ζούσε. Καταδικασμένος να ζει στην αιωνιότητα. Ισόβια, με την ποινή της ζωής. Πώς να το άντεχε;

Επισκεπτόταν συχνά τον τάφο της μητέρας του. Στο Όρος των Ελαιών. Εκεί που είχε καταφύγει την παραμονή της Σταύρωσης. Καθόταν και της μιλούσε με τις ώρες. Του άρεσε. «Εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντας επί την γην». Ο κήπος της Γεσθημανή φαινόταν από τα Εξάρχεια, σαν μικρός ναός. Ακριβώς μπροστά στο Φλοράλ. Θα πήγαινε.

Κάθεται τώρα στα τραπεζάκια της πλατείας, πίνει φραπέ, περιμένει τους Ρωμαίους. Με τον Ιωάννη. Οι Πραιτοριανοί έχουν μακριά μαλλιά, μεγάλα στήθη, θηλυκά πόδια. Τους βλέπει να έρχονται. Το κέντρο του δόρατος είναι βουτηγμένο στο δηλητήριο. Κάθε βράδυ τον σκοτώνουν, κάθε πρωί ανασταίνεται. Βαρέθηκε να ανασταίνεται. Βαρέθηκε να μην μπορεί να πεθάνει.

Στην Αραχόβης, ο Κιθ Ρίτσαρντς του ζήτησε να δείξει συμπάθεια για τον διάβολο. Ελπίζω να μαντεύεις το όνομά μου, του είπε. Ο Αντίχριστος είναι γυναίκα. Μου το έμαθε ο Λαρς Φον Τρίαρς.
Ήταν ακόμη ερωτευμένος με την Μαγδαληνή. Αυτή η γυναίκα ήταν μια θήκη φτιαγμένη για να τον υποδέχεται. Μια καμπίνα γεμάτη μήλα. Έμπαινε μέσα της και ζούσε. Μόνο εκεί δεν αισθανόταν απειλημένος. Μόνο εκεί πέθαινε.
Είχαν χωρίσει, είχε βασανιστεί. Ο μόνος λόγος που γεννήθηκε και σταυρώθηκε, ήταν για να μπορεί να βλέπει αυτή την γυναίκα.

Γεννήθηκε στη Δραπετσώνα. Στο Χάρλεμ. Στη Σταυρούπολη. Στα ναυπηγεία της Ελευσίνας. Στο Νιουκάστλ. Στο Πέραμα. Στα προσφυγικά του Μοσχάτου. Στα εργοστάσια ζάχαρης στην Κούβα. Γεννιέται συνέχεια. Παντού. Μόνος.

Και δεν το αντέχει άλλο.


( από το βιβλίο μου ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ, εκδ. Οξύ, 2011)
 

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

ΚΙ ΕΠΑΝΩ ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΙΟΝΑ ΕΠΕΣΕ ΧΙΩΝ




Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα. Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:
− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.

Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.

Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

 

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:
Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει,
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.
Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπαρμπα−Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοὺ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ' ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.
Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιὰ της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπαρμπα−Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.
Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήσῃ αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.

 

Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.
Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν' ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν' ἀλέθῃ, κ' ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας.

− Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γερο−Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.

Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν' ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν' ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινὰ χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο−Φερετζέλη.

 

Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ' ἐμορμύριζεν:
− Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ' ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ. Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:
− Κ' ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.
Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

 

Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρὸν, στενὸν δρομίσκον.
− Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν' ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.
Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν' ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν' ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ!

Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε. Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον.
Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.

Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:
− Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…
Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.
Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.
− Ποιὸς εἶναι;
Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν' ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.
− Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.

Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!
Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ−στενὸ σοκάκι!…»
Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.
− Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.
Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»
Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.

Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.

(1896)