Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2006

ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ



ΚΑΘΟΜΑΙ ΕΔΩ, στα Κιόνια της Τήνου, μια απ’ τις αποβάθρες του κόσμου, στην ταβέρνα του Μάνθου, που την γλείφει ένας αρρωστημένος νοτιάς, βλέπω απέναντί μου την Σύρο χαμένη μέσα στις φωτοσκιάσεις του νερού, και σκέφτομαι τους ήρωες των μυθιστορημάτων. Σκέφτομαι πόσο ψεύτικοι είναι, πόσο ανειλικρινείς, πόσο άπιστοι. Μεταπηδούν με τρομερή άνεση από βιβλίο σε βιβλίο, από συγγραφέα σε συγγραφέα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα άλλοθι ζωής που να τους προφυλάσσει απ’ την ανυπαρξία τους, που να χρησιμοποιείται σαν αντίδοτο της πραγματικότητας που δεν αντέχουν να ζήσουν. Μοιάζουν με σκουπίδια που μεταφέρονται από χωματερή σε χωματερή, με σπασμένα καράβια που η ξυλεία τους χρησιμοποιείται εκ νέου. Γιατί δεν έχουν φύγει ποτέ από τις σελίδες των βιβλίων, αφήνοντάς τις κενές, γιατί δεν έχουν πάει να γίνουν πραγματικά γέλια, θυμοί, μαγικά χαλιά, διήμερα στα νησιά, Κυριακές που τελειώνουν με την δύση του ηλίου; Η ιστορία της λογοτεχνίας είναι γεμάτη απ’ αυτούς τους δειλούς γίγαντες που κρύβονται πίσω απ’ το δάκτυλό τους, προσφέροντας γη και ύδωρ για ένα πρωταγωνιστικό ρόλο, που φοβούνται να αυτοπροσδιοριστούν και να αυτοβιογραφηθούν, μήπως χαθούν από προσώπου γης. Πώς και δεν αυτονομείται κανείς τους, πώς και δεν σκοτώνει τον συγγραφέα του για να πάει να ζήσει σαν οδηγός λεωφορείου στο Παρίσι, σαν ελαιοπαραγωγός στην Σαντορίνη, σαν οδοκαθαριστής στο δήμο Μοσχάτου, σαν άλτο σαξόφωνο στην τζαζ ορχήστρα της Νέας Ορλεάνης;

Προτιμώ τα βιβλία που δεν έχουν ήρωες, περιττές περιγραφές. Μου αρέσουν οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που μένουν πιστές στον δημιουργό τους, κι αυτός είναι ένας μόνιμος καυγάς με τον εκδότη μου που βλέπει τις νουθεσίες του να πέφτουν στο κενό. Οι αληθινές λέξεις είναι που αξίζουν – όχι οι ήρωες – και καμιά φορά είναι αυτές που πονάνε κιόλας. Ο πόνος, η οδύνη του τοκετού τους, το σχήμα και η μορφή τους, ο τρόπος που εκφέρονται και «γράφουν» στο χαρτί, ο ίσκιος τους, είναι τα βασικά πλεονεκτήματα ενός – για μένα – καλού βιβλίου. Η λογοτεχνία έχει κληρονομικότητα στον πόνο. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι το «Ιατρείον ασμάτων» (εκδ. Μικρή Άρκτος) της καλής δημοσιογράφου Στέλλας Βλαχογιάννη που περιέχει αποσπάσματα από τις ραδιοφωνικές εκπομπές της στο Δεύτερο Πρόγραμμα, ένα βιβλίο όπου πρωταγωνιστεί ο κατεξοχήν λόγος, αυτός που συλλαμβάνει θραύσματα ζωής και τα σχηματοποιεί, μπαίνοντας στον πυρήνα των γεγονότων, ατρόμητος και ευθυτενής, χωρίς να «κρυώνει» ή να «χλομιάζει» από μοναξιά ή από τρέλα.

Την Στέλλα δεν την γνωρίζω. Δεν έτυχε. Έχουμε μάλλον μιλήσει στο παρελθόν κάνα δυο φορές στα τηλέφωνα περιοδικών που δουλεύαμε, αλλά τίποτα περισσότερο. Δεν έχω ακούσει ποτέ μου εκπομπή της στο ραδιόφωνο. Νομίζω πως είναι από εκείνες τις ελάχιστες περιπτώσεις που η γραφή της, όχι μόνο σε ακουμπάει, αλλά σου βαράει κλωτσιά στο καλάμι· την αισθάνεσαι στο πετσί σου να σου αλέθει την σάρκα αλύπητα. Χαίρομαι να ανακαλύπτω τέτοια «υγρά» κείμενα που «θεραπεύουν» την αρρώστια των λέξεων, τέτοια «ιατρεία ασμάτων» που σε νοτίζουν με πρωτότυπες εκδοχές ψυχής, με συγκλονιστικά ρεφρέν παρατεταμένης εφηβείας. Αυτού του είδους τα βιβλία δεν κάνουν πεζοδρόμιο, δεν λανσάρονται στις βιτρίνες όπως οι πουτάνες του Άμστερνταμ. Είναι εκκωφαντικά σιωπηλά και με χαμηλωμένο βλέμμα. Όταν πάτε να τα συναντήσετε μην κορνάρετε για να κατέβουν, μην στείλετε SMS «είμαι από κάτω», ακούν μόνο στο σφύριγμα. Είναι μιας άλλης εποχής που δεν προσπαθεί πια να αλλάξει τον κόσμο, θέλει απλά να μην την αλλάξει αυτός.

Ο αέρας εδώ έχει κόψει, ο ορίζοντας έχει σχεδόν χαθεί. Το τσιγάρο, ο καφές, ο Τσε, τελείωσαν. Η Τήνος ετοιμάζεται για την βραδινή της έξοδο, ένας κόσμος προσπαθεί να ξαναγεννηθεί μέσα στην κοκεταρία. Μόνο η μοναξιά εφημερεύει πάλι.

Σταύρος Σταυρόπουλος, εφημ. metro, 04/09/2006