Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

ΛΙΓΗ ΝΑΦΘΑΛΙΝΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ



Μόνος μου

Απαρηγόρητος συγγενής του εαυτού μου

Με τις μέρες μου αδιάθετες

Το φως της σελήνης

Ξεράθηκε στο παντελόνι μου

Η ζωή μια τρύπα

Σηκώνω το φλιτζάνι

Και τη βλέπω από κάτω να χάσκει

Υπόγειο ανάκτορο

Με διασχίζει απαρηγόρητος ο Ηριδανός


Θα πέσω


Το κρεβάτι βλέπει γκρεμό

Ο άνθρωπος που κοιμάται δίπλα μου

Είναι από σκόνη

Κάτω από το μαξιλάρι μου

Οι παλάμες μου χειροβομβίδες


Δεν έχω τίποτε άλλο

Μία σονάτα σιωπής

Κάποιες λάθος σταγόνες

Λίγη ναφθαλίνη για τον έρωτα


Έχω ράψει όλα μου τα ποιήματα

Στο στόμα ενός μικρού παιδιού


Τώρα πια

Μπορώ να χαθώ


Ήσυχος


( ποίημα από το βιβλίο μου ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, εκδ. Μεταίχμιο, 2009, μελοποιημένο από τον Θάνο Ανεστόπουλο.)

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ (TUESDAY’S GONE)




Μετά ήρθαν

Τις τελευταίες ημέρες του Μαΐου

Με τις κιθάρες τους κλειδωμένες

Σε σπασμένα κουκλόσπιτα

Ένας απ’ αυτούς είπε

Η Τρίτη έφυγε μαζί με τον άνεμο

(το μωρό μου έφυγε μαζί με τον άνεμο)


Όμως εκείνος ο μακρυμάλλης Καναδός αλήτης

Που φοβόταν τα αεροπλάνα

Δεν είχε άλλη κιμωλία να γράψει

Μόνο χρυσή σκουριά

Η αδύνατη Λίζα είχε μεγαλώσει πολύ

Οι πέτρες βέβαια συνέχιζαν να κυλούν

Από συμπάθεια προς το διάβολο


Πήγα να τις ακουμπήσω

Και έγιναν καραβόπανα

Έμειναν κάποιοι λεκέδες

Ανακατεμένοι με φυσαρμόνικες

(οι κιθάρες όπως είπα προηγουμένως είχαν κλειδωθεί σε σπασμένα κουκλόσπιτα)


Μου είχαν τελειώσει τα δάκρυα

Και το μόνο που ήθελα

Ήταν ένα ακόμα φλιτζάνι καφέ

Πριν φύγω

Προς τα εκεί που το πεζοδρόμιο γίνεται αμμουδιά

Και η αγάπη δαγκώνει


Γύρισα και κοίταξα πίσω μου

Στην πινακοθήκη των χαμένων συντρόφων

Τα πορτραίτα τους είχαν ξεθωριάσει

Δεν ήταν παρά λέξεις

Πεταμένες

Ανάμεσα στις γραμμές του χρόνου


Έβρεχε θυμάμαι

Όλα τα καλοκαίρια

Έβρεχε για δεκαετίες

(αναρωτιόμουν ποιος θα σταματήσει την βροχή)


Ήταν ένα σόλο διάρκειας ανηλίκων ετών

Από βροχή και δάκρυα

Που τώρα χανόταν

Έσβηνε μέσα στο γυάλινο μάτι

Του ανθρώπου που πούλησε τον κόσμο


Ο Ιρλανδός μπεκρής

Και η γυναίκα που ζωγράφιζε ποιήματα

Πήραν το φεγγάρι απ’ το χέρι

Και το οδήγησαν σε δημοπρασία

Σε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια

Να αγοράσουν χρόνο


Στα σύνορα της πόλης

Ένας αμετάδοτος θάνατος

Κουνούσε τα φτερά του

Αποχαιρετώντας την Τρίτη

Και το μωρό μου

Που έφευγε

Μαζί με τον άνεμο


ΣΣ

25/6/12



Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

ΜΟΝΟΝ


για την Άννα-Μαρία

Βλέπω τα κτίρια βαλμένα προσεκτικά, σαν πάνω σε ράφι. Εκτίουν την ποινή της σιωπής. Μέσα από την υπερβολικά φορτωμένη βιτρίνα, αναγνωρίζω καθαρά τα ραγίσματα. Μοιάζουν με μέικ απ στο κατεστραμμένο πρόσωπο μιας γηραιάς σταρ. Μόνο η σιωπή υπάρχει σ’ αυτό το μέρος, το γεμάτο με ομιλίες και μουσικές. Άφωνη. Υποτιμημένη. Ανώριμη. Κατέχει εκείνα τα διαμερίσματα της ομορφιάς που ζηλεύω.

Ο κόσμος είναι κλεισμένος απ’ έξω και προσπαθεί με βία να τα ανοίξει. Ανοίγω, έχω το μοναδικό κλειδί. Ένα κοριτσάκι, σαν τελευταία απογραφή του είδους, στέκεται κοντά στο παράθυρο. Φοράει άσπρη, φαρδιά παντελόνα κι ένα ριχτό, άσπρο πουκάμισο. Με ρωτάει συνέχεια για την ηλικία του θανάτου του. Τα μάτια του, μικρές, άσβηστες πέτρες - από πίσω η θάλασσα. Με το παράξενο όνομα Σαντορίνη. Αν βουτήξουμε παρέα, μπορεί να τα καταφέρουμε.

Κάποιος, εδώ και χιλιάδες χρόνια, σφράγισε την νύχτα σ’ ένα μπουκάλι και την άφησε σε κάτι σκοτεινά σκαλιά να μυρίζει. Ό,τι απέμεινε είναι στολισμένο και σαν αρωματική βεντάλια φυσά.

Οι λέξεις έχουν βραχεί. Τα χέρια μου προσπαθούν να γράψουν το αρχαίο γράμμα, η ιστορία δεν τους κάνει τη χάρη.

Αύριο, το απόγευμα θα είναι ατελείωτο, όπως η ζωή. Αυτό μοιάζει με κατάρα. Όταν δεν τρέχει αίμα, απλώς το αναπολείς. Μόνον.

(απόσπασμα από το βιβλίο μου ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ, εκδ.Οξύ, 2011)