Δευτέρα 16 Αυγούστου 2004

ΤΗΣ ΝΙΚΟΛΕΤΑΣ


( η σύντομη τοποθέτησή μου στην παρουσίαση του βιβλίου Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου, στο βιβλιοπωλείο ΕΥΡΥΠΙΔΗΣ στο Χαλάνδρι, στις 17.10.2002 )


Αν θα μπορούσα με δυο φράσεις να περιγράψω αυτό το βιβλίο, θα το χαρακτήριζα σαν μια προσπάθεια να φιλμογραφηθεί το πάθος. « Τα πάθη είναι σπάνια » έλεγε ο Μπαλζάκ, είναι όμως στην πλειοψηφία τους και ανιδιοτελή. Είναι ό,τι μπορούμε να βιώσουμε στα άκρα χωρίς λόγους και σκοπιμότητες. Ξοδεύουμε τον εαυτό μας και τον άλλον έτσι απλά, όχι γιατί ίσως αξίζει να υπηρετήσουμε ή να υπηρετηθούμε, αλλά γιατί δεν υπάρχει τρόπος να πράξουμε διαφορετικά.
Λειτουργούμε με το μαντήλι στα μάτια, γινόμαστε σκοινοβάτες που εκτελούν άσκηση ριψοκίνδυνη. Το ρίσκο και ο βαθμός επικινδυνότητας που μας συναρπάζει – όσο μεγαλύτερα, τόσο καλύτερα – είναι το μέτρο που βάζουμε ως προϋπόθεση μοναδική για να συνεχίσουμε.
Οι ισορροπίες είναι οριακές, ο ένας παρατηρεί τον άλλον ενδελεχώς, πότε τον συμπληρώνει, πότε αφαιρεί ιδιότητες και χαρακτηριστικά, αφήνοντας τον γυμνό. Η σχέση γίνεται παιχνίδι κανιβάλων που στο τέλος καταβροχθίζει τους ίδιους τους παίκτες.

Αυτή εδώ η μικρή ιστορία κράτησε επτά χρόνια, και σαν διάρκεια τουλάχιστον απέκτησε μία ταυτότητα συμβολική, μια ιερή διάσταση. Θεώρησα καθήκον μου να την αποτυπώσω στο χαρτί με έναν ιδιαίτερο τρόπο, γιατί ιδιαίτερη υπήρξε, βάζοντας δίπλα της, μέσα της, τη μουσική που αγαπώ, έτσι ώστε η μία να μην ξεχωρίζει απ’ την άλλη, η μια να απαλύνει τον πόνο που προξενεί η άλλη, να ξαλαφρώνει το ειδικό βάρος της, να ακυρώνει τον κυρίαρχο ρόλο της.
Η αναίρεση της γυναικείας παρουσίας μέσα απ’την μουσική και αντίστροφα, αυτή η διαρκής και αέναη εναλλαγή ηδονών και οδών, με έκανε να θέλω να παρουσιάσω ένα εγχείρημα που να κρατά ίσες αποστάσεις ανάμεσα στον έντυπο και τον ηχογραφημένο λόγο, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι μπορεί κανείς, μερικές φορές και να διαβάζει και να ακούει και να βλέπει και να αισθάνεται συγχρόνως.

Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου είναι ένα βιβλίο-δίσκος, με δομή δίσκου εννοώ, με εξώφυλλο, πλευρές, τραγούδια και οπισθόφυλλο, που ήταν για μένα πάντα μια μεγάλη πρόκληση.
Την ευκαιρία να την υλοποιήσω μου την έδωσε μία κοπέλα που ζήσαμε μαζί στον Παράδεισο και στην Κόλαση, στο καλό και στο κακό, και που σήμερα είναι εδώ μαζί μας, στα μπροστινά καθίσματα, με κοιτάζει με απορία και χαμογελά.

Την ευχαριστώ για όλα.

Σταύρος Σταυρόπουλος

Σάββατο 10 Ιουλίου 2004

ΦΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ



1.


Θα ξαναρθείς
Όταν θα λειώσουν οι λέξεις
Και θα γίνουν κουρέλια τα μάτια μας από την αϋπνία
Μόνο να καταφέρουμε
Να κρατήσουμε ζωντανό
Το ρήγμα που άνοιξε το φεγγάρι
Στο απέναντι βουνό
Για να ονομαστούμε έτσι συνένοχοι
Στην ανατίναξη του σύμπαντος.


2.


Δεν πρόκειται
Να σου συγχωρήσω ποτέ
Τις ματιές που δεν ήταν ματιές
Αλλά εκπυρσοκροτισμοί
Μουσικές ροκ
Συλλαλητήρια
Ενάντια στο ευγενές τάγμα των αγγέλων.


3.


Το μόνο που τελικά θα μείνει από μας
Εκτός από κάτι λέξεις σαράβαλες χωρίς στίξη
Θα ναι τα ασπρόμαυρα αποκόμματα της ψυχής μας
Χτυπημένα σε παλιά γραφομηχανή
Αρχειοθετημένα σε μπλε κάδους
Με αλφαβητική σειρά
Χωρίς έτος γεννήσεως
Ή λοιπά βιογραφικά στοιχεία
Χωρίς μουσική επένδυση
Και μια μοναξιά αυτοκόλλητη
Τυλιγμένη απ’ το λαιμό
Με κορδέλες.

(αποσπάσματα από το βιβλίο μου, Φως Γυναίκας, εκδ. Αστάρτη, 2004)

Παρασκευή 21 Μαΐου 2004

ΤΟ ΡΟΚ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ



Πώς γίναμε έτσι πάλι απόψε ρε γαμώτο, κώλος, ποιος φταίει πού φλυαρώ συνέχεια, πού δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, πού δεν έχω κέφι, πού δεν αντέχω το φως, πού δεν μπορώ να γράψω μια γραμμή πού να μ΄ αρέσει, εσύ φταίς, με κάνεις και παγώνω, προκαλείς τον εγωισμό μου, γεμίζεις τα μάτια μου δάκρυα, εσύ φταίς για όλα, εσύ, εγώ δεν φταίω σε τίποτα.
Πόσες φορές πρέπει να σου πω ότι this will never come again, πόσες φορές πρέπει να γράψω στον καθρέφτη με κραγιόν τη λέξη τέλος, πόσα τσιγάρα πρέπει να ανάψω ακόμα ανάποδα, πόσες φορές θα βρίσουμε ακόμα ο ένας τον άλλον, αφού κατά βάθος αγαπιόμαστε, αφού το ξέρεις, αφού κρυώνεις, αφού οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο, γιατί δεν πάμε, γιατί τα χάνεις, hasta siempre, χάσαμε το μπούσουλα, κρίμα, κρίμα, καλά, δεν σου ‘μαθε τίποτα ο Νικολαίδης; η σκηνή απ΄ το μάθημα τής ανατομίας; δεν σου ‘μεινε τίποτα απ΄ αυτά πού σου ‘λεγα μέχρι χθες; δεν έμαθες ακόμα ότι αγάπη και μίσος είναι δύο όψεις τού ίδιου νομίσματος; Μήπως έχουμε χωρίσει και δεν το ξέρουμε; Πόσες φορές πρέπει να ακούσω ακόμα το dust in the wind για να ξημερώσει; Αξημέρωτη νύχτα η ζωή, αξημέρωτο κι αυτό το τραγούδι των Kansas, με παίρνει συνεχώς από κάτω κι εγώ συνεχίζω να το βάζω συνέχεια για να μου θυμίζει εσένα, οι χορδές τού βιολιού σπάνε τις δικές μου, κάνουν κομμάτια τις ισορροπίες μου, τι ψάχνω άραγε να βρω; να δω; να πω; γιατί τα γράφω όλα αυτά σήμερα; γιατί είναι winter time και ακούω Steve Miller; γιατί θα είσαι πάντα η μικρή μου Αngie και everywhere i look i see your eyes; γιατί no one like you όπως λένε οι Scorpions; γιατί είναι νύχτα και η νύχτα είναι κακός σύμβουλος; σε ποιους πράγματι απευθύνονται; σε πρώην αριστεριστές, νυν αναγνώστες τού Βήματος και τής Κυριακάτικης Καθημερινής; σε μέλη τής επιτροπής για την σωτηρία τής πόλης; σε διανοούμενους πού αποβλήθηκαν απ΄ τις ακαδημίες γιατί ήταν λέει τρελοί; σε οπαδούς τής ροκ πού αποπειράθηκαν εφτά φορές να αυτοκτονήσουν; σε θαμώνες καλλιτεχνικών καφενείων; σε φανατικούς θεατές ταινιών τού Βέντερς; σε θλιμμένους ακροατές τού Rock FM; σε σένα; ποιος παίζει σ΄ αυτό το έργο; τι έργο είναι αυτό; είναι πρόζα ή ποίηση; ή μήπως είναι μουσική τού δρόμου, χειμωνιάτικη ιστορία, ελεγειακό ποίημα, χρονικό για το ροκ τής χαμένης μας αθωότητας; θα μελοποιηθεί απ΄ τον Keith Jarrett και θα κυκλοφορήσει στην ECM; ή θα γίνει ταινία πού το soundtrack της θα μείνει δέκα εβδομάδες στο νούμερο 1; θα πάρει χρυσό αγαλματάκι στις Κάννες; θα μεταφραστεί στα Ισπανικά; υπάρχει σκηνοθέτης να την γυρίσει ή πρέπει να βρω τον Αλμοδοβάρ; πλοκή; συγκεκριμένα πλάνα; κάστ ηθοποιών; ποιος κάνει κουμάντο εδώ ρε γαμώτο; να ειδοποιηθούν αμέσως οι αρχές, άσε, αύριο, αύριο κιόλας θα αλλάξω την διανομή, θα κάνω οντισιόν, ακροάσεις και τέτοια, θα είμαι ήρεμος, θα διαλέξω τις καλύτερες, θα τις κρίνω αυστηρά και με προσοχή, αντικειμενικά, όλες θα τις παίζεις εσύ, όλες, εντάξει μωρέ, ανακωχή, προσωρινή παύση εχθροπραξιών λευκή πετσέτα πώς το λένε, έλα, πάρε τσιγάρο, πάρε, εγώ θα πάρω πάλι τ΄ αρχίδια μου.

(απόσπασμα από το βιβλίο μου, Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου, εκδ. Απόπειρα, 2002, 2004)