Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

ΛΕΞΕΙΣ



Από την παρουσίαση του βιβλίου ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ, εκδ. Μεταίχμιο

Ιανός, 15 Ιανουαρίου 2008

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΟΥΛΗΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ





We must have died alone, a long long time ago


ΠΗΡΑ χαρτί και άρχισα να ζωγραφίζω ξανά. Για να συμπληρώσω τους ανθρώπους. Στην αρχή πάνω σε ξύλο - σχεδίασα με μανία τα περιθώρια. Ανοιξα παράθυρα και σκάλισα τα πρώτα ενιαία πορτρέτα. Να αναπνέουν τα πρόσωπα.
Ο ήλιος τα έκαιγε, τα έκανε να μοιάζουν ακόμη πιο σκούρα. Τράβαγε τα χαρακτηριστικά τους και είχαν μια τεράστια ομορφιά που εξείχε. Ενα νέο γένος σχηματίστηκε τότε σαν ατελείωτη δικαιολογία και ασυνήθιστο. Που θα συνέχιζε τον κόσμο και θα γινόταν κόσμος στη θέση του.

Ηταν λοιπόν όλα απλώς ένα ζήτημα ζωγραφικής;

Ανέτρεξα στις σημειώσεις από τη μνήμη του σώματος. Στις ακραίες κινήσεις των χειλιών όταν τρέμουν. Στον τρόμο μιας αγκαλιάς που πεθαίνει, στις αδιόρατες γωνίες όπου συχνάζει η λύπη. Την αφαίρεσα. Μουντζούρωσα με κόκκινο το περίγραμμά της· τώρα η λύπη ήταν φωτιά. Και έκαιγε σαν ηφαίστειο. Ευτυχώς η θάλασσα χάνεται τελευταία. Ετσι αναγκασμένη να βλέπει τα πάντα και την κοιτάζω. Με τρόπο καταστρεπτικό και δυσοίωνο κοιτάζω τα επικίνδυνα όπλα της, όλα έγιναν νερό μπλε. Και τη ρωτάω.

Ο Μπάουι ήρθε ξεβαμμένος Χριστούγεννα, χωρίς λωρίδες, και είχε ένα βερολινέζικο σακάκι ριγμένο στον ώμο. Του λέω σε έψαχνα να πάρεις τη θέση μου. Να κοιτάζεις με το γυάλινο μάτι σου που αντέχει, εγώ δακρύζω. Θα χάσουμε τη συνέχεια του κόσμου. Μετά πού; Πού; Γίναμε διακοσμητές της ζωής και δεν μπορούμε να ζήσουμε, γιατί ήταν μια φορά η ζωή και έφυγε μακριά, σαν ιστορία.

Είχα βγει έξω και τον έβλεπα να του μιλάει, τον παρακαλεί. Ημουν δυο, αυτός που έβλεπε αυτόν που μιλούσε και αυτός που μιλούσε. «Μπροστά μου επήγαινε ένα πλήθος χωρισμένο σε επτά χορούς, τόσο φυσικά σκαλισμένο, ώστε εξαπατήθηκαν δύο από τις αισθήσεις μου, η όρασή μου ενόμιζε ότι έβλεπε και η ακοή μου ότι άκουε εκείνο το πλήθος να ψάλλει».(*)

Τότε μια λάμψη υπερφυσική έσβησε τα πρόσωπα, με ένα φύσημα, σαν κεριά και έμεινε τίποτε. «Είσαι μια ροκ εντ ρολ αυτοκτονία», ακούστηκε η φωνή του αόρατου τραγουδιστή, από ένα βάθος, και έφυγε από τον πίνακα. Η ζωγραφική είχε τελειώσει.

Τα πρόσωπα είναι ανομολόγητοι εαυτοί. Δεν έχουν υπάρξει ποτέ πριν και είπε γεννηθήτω. Αλλά δεν υπήρχε κάτι άλλο να γεννηθεί, είχαν γεννηθεί όλα με έναν κίνδυνο πληγής ανεπανάληπτο. Ολα ξεκινούσαν από έναν ήλιο που κατέληγε. Ηταν πάλι νύχτα που τύφλωνε τα μάτια μου, εδώ κάτω στη γη είναι μεσάνυχτα. Από πού έρχονται τα μεσάνυχτα;

Μετά έβγαλα τα ακουστικά μου και ο ήχος χάθηκε. Επανήλθε εκείνο το απέραντο κενό, αλλά σαν έκσταση. Οι ψυχές λερωμένες στάθηκαν όρθιες, σε στάση αποχαιρετισμού. Ηταν σαν τελετή δακρύων. Εκλαιγαν κάτω από τη γη.

Ενιωσα ότι για να αντικρίσεις ξανά τον ήλιο πρέπει να τον καρφώσεις στα δάχτυλά σου.

Και να καείς.


(*) Δάντης, Θεία Κωμωδία, μτφρ. Ε. Ανδρουλιδάκης, Αθήνα, 1962

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=22/10/2011&id=319451

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

ΘΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΤΗ ΖΩΗ. ΠΑΡ' ΟΛΑ ΑΥΤΑ, ΜΑΡΙΑ









Οκτώβριος 1993 – Οκτώβριος 2011.
Δεκαοκτώ χρόνια.
Χωρίς.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

ΑΚΟΥ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

(ΟΣΑ ΠΑΝΕ ΚΙ ΟΣΑ ΕΡΘΟΥΝ)

Έλεγες, «όσα πάνε κι όσα έρθουν»
Τώρα δεν είσαι και τόσο ξέγνοιαστη.
Συνάντησες το αγκάθι πίσω απ’ το τριαντάφυλλο και σε πλήγωσε άσχημα.

Χάθηκες μέσα σου
Πρέπει σύντομα ν’ αποδράσεις.
Πρέπει να ξαναπροσπαθήσεις, άκουσε ένα καινούργιο τραγούδι.

Κάποτε έλεγες «όσα έρθουν κι όσα πάνε»
Τώρα τελευταία ακούς όλο θλιμμένα τραγούδια.
Πέταγες και κυνηγούσες τον άνεμο.
Δεν σε αναγνωρίζω πια.

Μην το παίρνεις κατάκαρδα
Θα αλλάξουν τα πράγματα
Δεν είναι τόσο χάλια
Ο ήλιος θα λάμψει ξανά.

Σε παρακαλώ, μην με κλειδώνεις απ’ έξω
Έχεις καταλάβει τι γίνεται;
Θα τ’ αλλάξω όλα εντελώς.
Θα μ’ αφήσεις να μπω;
Δεν χρειάζεσαι έναν φίλο;
Αν μπορώ να βοηθήσω, φώναξέ με.

Κάποτε έλεγες, « όσα έρθουν κι όσα πάνε»
Μην τα βάφεις μαύρα
Πριν το καταλάβεις θα ξαναβγείς στο φως
Δεν έχουν χαθεί όλα.

Κλείστηκες στον εαυτό σου
Πρέπει να αποδράσεις σύντομα
Έλα, προσπάθησε ξανά

Άκου ένα καινούργιο τραγούδι.

Rory Gallagher (1948 – 1995)
Easy come easy go

Από τον δίσκο Jinx (1982)

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

ΔΗΛΑΔΗ ΜΟΥΣΙΚΗ





Φωτογραφίες: Μαρία Χρονιάρη

Έσβησαν τα φώτα. Μπήκε ο Πήτερ Γρήν. Κιθάρες. Αγάπη που καίει. Το σαξόφωνο του Μάκη, καθηλωμένο στη βάση του, έλαμπε σαν μικρός θεός στο κέντρο της σκηνής του Ιανού. Μετά το σήκωσε για να συνοδεύσει τον Σούρμαν. Οι εικόνες έπεφταν σα χαλάζι ασπρόμαυρο και ήταν οι σφαίρες της μουσικής. Των λέξεων. Τελευταία ζωή. Η φυσαρμόνικα και η φωνή του Βασίλη. Ένα πιάνο παίζει Γουέιτς. Το κοριτσάκι γύρισε τη πλάτη του στο μέλλον. Τζαζ.

Όλα, για να ξαναγεννήσουν τη φλόγα του κόσμου, για να τον κάνουν ανθεκτικό στο μικρόβιο της ζωής.
Η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι ο τόπος όπου μπορείς να διακρίνεις το σημάδι του ανθρώπου που το έγραψε.

Η παρουσίαση διήρκεσε δυόμιση χρόνια. Ή επτά ζωές. Ή έξι μήνες και μια νύχτα.

Τα υπόλοιπα είναι σιωπή.

Δηλαδή μουσική.
Δηλαδή Θεός.

Ευχαριστώ.

ΣΣ



ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΚΑΠΟΙΕΣ ΑΠ' ΤΙΣ ΦΩΤΟ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΗΘΗΚΑΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΣΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥ
http://www.facebook.com/media/set/?set=a.261062187272449.69114.100001060106404&type=1

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΥ






Παρακολουθείστε την εκπομπή της Εύης Κυριακοπούλου Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΥ με την συνέντευξή μου.

Μεταδόθηκε από την τηλεόραση της ΕΤ1 στις 3 Αυγούστου 2011 και επαναπροβλήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2011.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΜΕΝΕΙ




ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ & Friends

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Πιο νύχτα δεν γίνεται – Σημειώσεις για το τέλος του ανθρώπινου μύθου

Το βιβλιοπωλείο Ιανός και οι εκδόσεις Οξύ σας προσκαλούν στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του Σταύρου Σταυρόπουλου, Πιο νύχτα δεν γίνεται, την Τρίτη 11 Οκτωβρίου, στις 20.30 στο χώρο του βιβλιοπωλείου.

Ο συγγραφέας θα διαβάσει αποσπάσματα από το βιβλίο του.

Την ανάγνωση θα περιβάλλουν, με το σαξόφωνο, τη φυσαρμόνικα, το πιάνο και την κιθάρα, οι μουσικοί Βασίλης Τζαβάρας και Μάκης Αναστασόπουλος, σ’ ένα μοναδικό σετ jazz + blues ρυθμών, με τους ήχους των λέξεων της νύχτας.

Γιατί η μουσική είναι σαν άγγελμα. Και τίποτε άλλο.


ΙΑΝ ΟΣ | Σταδίου 24, Αθήνα | 210 3217917

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ



ΚΑΙ έγινε έπειτα μια γλυκιά μουσική. Και εχόρτασε. Το φεγγάρι έσβησε πάνω στο χώμα, άφησε μια νεκρή ευχή από άσπρη μπογιά και τελείωσε. Οι άνθρωποι -μια ρευστή εκδοχή πραγματικότητας- άρχισαν να τρέχουν πίσω από τον θάνατό τους. Είχαν μια δειλή ομορφιά ξεγραμμένη στην άκρη των χειλιών τους.

«Και άνοιξε το πηγάδι της αβύσσου· και ανέβηκε καπνός από το πηγάδι ωσάν καπνός από μεγάλο καμίνι και σκοτείνιασε ο ήλιος, και ο αέρας από τον καπνό του πηγαδιού.Κι από τον καπνό βγήκαν ακρίδες στη γη· και τους δόθηκε εξουσία σαν αυτή που έχουν οι σκορπιοί της γης»*.

Εβλεπα σαν ενσαρκωτής όλα τα χρόνια να αλλάζουν γύρω μου· βαδίζουν ένα χορό μαγεμένο. Η θάλασσα άδειασε τα μεγάλα πλευρά της, έβγαλε έναν αέρα και η γη σκεπάστηκε σαν μακιγιάζ. Πνιγμένα καλώδια στον σάκο των γεγονότων, οι αναμνήσεις του σώματος. Σαν εκδρομή στο παρόν. Σαν αίμα φτηνό που ξεράθηκε στο μπουκάλι. Η ζωή, οι άνθρωποι και ο κόσμος των ανθρώπων φωσφόριζαν μέσα στο κενό της νύχτας. Υπήρχαν στο διάστημα μεταξύ, στο διάστημα πριν από τη μετάβαση. Θα μπορούσαν και να είναι ζωντανοί, αλλά έγιναν ακρίδες.

Και εκλήθη ξανά ο τραγουδιστής Νιλ Γιανγκ τυλιγμένος σε φυσαρμόνικες. Look out for my love, όμως δεν υπήρχαν πια γειτονιές. Εβγαλα το παιδικό μου ποδήλατο, ήταν θαμμένο κάτω από χιλιάδες βινύλια. Ο χρόνος το είχε αθωώσει. Του είχε προσδώσει ένα δυσανάλογο φως.

Ετσι φωτισμένο το ανέβηκα έως το εσωτερικό των πρώην ανθρώπων. Κοίταζε ο ένας τον άλλο με απορία - εγώ το ποδήλατο και το ποδήλατο εμένα. Οταν γίνεσαι επιβάτης της παιδικής σου ηλικίας τα πράγματα δηλώνονται ως επιθυμίες. Η ρόδα κυλούσε στη λάσπη με κακία, ερεθισμένη από κεραυνοβόλο μανία. Πέρναγε μέσα από τις ακρίδες και τις αυλάκωνε. Δημιουργήθηκε εκεί ένα ρέμα, ένα όριο ζωής.

Μετά τους χτύπησε η φωνή μου. Ηταν σαν ουρλιαχτό ζώου που έψαχνε το κοπάδι του. Τους ζήτησε να παραμείνουν πορτοκαλί, αλλά ένσαρκοι. Ενα αηδιαστικό χαρτί χωρίς λέξεις συνέχιζε να καλύπτει αυτό που κάποτε ήταν δέρμα. Και ήταν παράσημο φρικτό.

Λέγεται πως υπήρξε αίμα. Και πως υπήρξαν σωθικά που τα έφαγε η αρρώστια. Και σαν θαύμα το αίμα υποχώρησε σε νερό και τα μάτια κόπηκαν. Και εχάθη ο κόσμος των ανθρώπων και ο πόνος τους.

Να κρατάς τον πόνο του κόσμου στα χέρια σου, όπως ένα ποτήρι νερό, είπε ο Νιλ Γιανγκ, μετά το τελευταίο ταξίδι στην Τούλσα, και κοιμήθηκε με τους αγγέλους. Δεν ξέρω τι να τον κάνω. Εχουν τέτοια αηδία οι ξεβαμμένοι λαιμοί, τα κολλημένα μαλλιά, οι ιδρωμένες ψυχές στις τσέπες. Αλλά με απόγνωση. Με μια απόγνωση σπασμένη στα δύο άγρια και με συνέλευση των εαυτών μου θα απομακρυνθώ. Αυτό το παζλ στο σκοτάδι με τα χαμένα κομμάτια χρειάζεται τους αντικαταστάτες του.

Οι άνθρωποι είναι άγραφα κείμενα.

Και πρέπει να συμπληρωθούν.


* Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, μτφρ. Γιώργος Σεφέρης, εκδ. Ικαρος, 1975


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=08/10/2011&id=315829

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

ΟΡΑΤΟΣ ΑΟΡΑΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ




(ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗ ΝΑΞΟ)


Μια μεταφυσική σκιά πλανιέται πάνω από τα κείμενα της «νύχτας». Και τα βαραίνει. Σας εσμός ανυπόφορος από μια αδιόρατη στίξη. Και όμως. Αυτή η μεταφυσική σκιά έχει έναν απολύτως φυσικό και ανυποχώρητο πρόγονο: Το τέλος.

Ομιλούμε για το τέλος του καιρού, το τέλος των πραγμάτων, το τέλος του ανθρώπινου μύθου; Για όποιο τέλος και να ομιλούμε, έχουμε ήδη μπει στη διαδικασία. Έχουμε ήδη αρχίσει, δειλά, να αρθρώνουμε σε λέξεις μια αρχή.

Υπάρχουν δύο ειδών κόσμοι: Ο ορατός και ο α-όρατος. Ο ορατός είναι φθαρτός, λυσιτελής, επαληθευμένος, α-νόητος. Ο α-όρατος είναι η περιοχή εκείνη που μπορεί να μας εξασφαλίσει μια θέση στους ναούς του μέλλοντος. Να καταστήσει δηλ. αισθητό το υπερβατικό και να το ακεραιώσει. Να δώσει διάρκεια στο ελάχιστο της στιγμής. Σ’ αυτόν τον κόσμο ανήκει η τέχνη.

Χρησιμοποιούμε τις λέξεις για να ονομάσουμε τα πράγματα; Όχι. Τις χρησιμοποιούμε για να τα αντικαταστήσουμε, για να έχουμε μια εικόνα μόνο των πραγμάτων αντί για τα ίδια τα πράγματα, ένα ανεπαίσθητο ίχνος τους, μια πατημασιά, μια αντίληψη του πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. Άρα, χρησιμοποιούμε τις λέξεις για να τοποθετήσουμε πάνω τους νέα πράγματα, αφού τα παλιά δεν μας είναι αρεστά. Τις γράφουμε για να ιδρύσουμε τον κόσμο, στα περιθώρια των γεγονότων που πεθαίνουν. Τις γράφουμε πάνω στις στάχτες για να ξαναγεννήσουμε τη φλόγα του χρόνου, για να τον εξευμενίσουμε, να τονώσουμε το ανοσοποιητικό του σύστημα και να γίνει ανθεκτικός στο μικρόβιο της ζωής.

Μόλις αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε την αναγκαιότητα της λογοτεχνίας και να μπαίνουμε σε μια περιοχή υψηλής επικινδυνότητας.

Αυτός ο προφανής κίνδυνος, το ρίσκο της όρασης του αόρατου, παρέχει, παρόλο το θάμβος του ζόφου που περικλείει, αναπάντεχες εγγυήσεις: Αν επιχειρούσα να σταχυολογήσω μερικές απ’ αυτές, θα στεκόμουν περισσότερο στις εσωτερικές – τέτοια είναι η εγγύηση του ραγδαίου φωτός, ένα φως σε βαθμό τυφλότητας. Τι σημαίνει όμως αυτό;

Γνωρίζεις καλύτερα το τούνελ, όταν εισέρχεσαι σε αυτό με όλες σου τις ζωές αναμμένες. Ο βαθμός ετοιμότητάς σου αγγίζει το ζενίθ. Αρχίζεις και ψηλαφίζεις τα τοιχώματά του, αισθάνεσαι την υγρασία του στα κόκκαλα σου, μπορείς να διαπιστώσεις τα δομικά υλικά του να πικρίζουν στη γλώσσα σου. Μέσα στον ασφυκτικά οριοθετημένο διάδρομο ενός τούνελ αντιλαμβάνεσαι καλύτερα την αξία της αναπνοής. Μικρές κοφτές ανάσες – για την οικονομία οξυγόνου – ρυθμικές, περίοπτες, όσο οι αδιευκρίνιστες φράσεις που ηχούν.

Το οργανικό σώμα ενός κειμένου μοιάζει με σάλπιγγα. Υποδέχεται το νόημα, αλλά το αποσιωπά. Το κρύβει από τον εαυτό του πεισματικά. Για λόγους επιβίωσης.

Πιστεύω ότι για να επιζήσει η φράση έχει ανάγκη τη σιωπή. Μια αδιαπραγμάτευτη, αφοσιωμένη σιωπή, σφηνωμένη εκεί, στους ψευδότιτλους των λέξεων και στα κενά διαστήματα ανάμεσά τους. Εκεί, που πνίγονται αγέννητα, τα μεγάλα νοήματα.

Χρειάζεται κανείς να αλλοιώσει το νόημα, να σκιάσει το περίγραμμά του, να το θολώσει – σαν βροχή στο τζάμι – για να το απελευθερώσει από το αβάσταχτο βάρος της σημασίας του. Έτσι, θα αφεθεί ακατέργαστο, στις προοπτικές του.

Η λογοτεχνία μπορεί αυτό να το κάνει καλύτερα απ’ όλες τις τέχνες. Αρκεί να αφουγκραστεί τον ρυθμό ανάποδα, να δει όλες τις εικόνες σαν παρά φύσιν τεκμήρια ενός αφανέρωτου κόσμου. Φανταστείτε τι μπορεί να αποκαλύψει ένας ευρυγώνιος φακός, σε τι αόρατες λεπτομέρειες μπορεί να οδηγήσει ένα συμβατικό κάδρο, έναντι του κανονικού. Η αποκάλυψη που προξενεί ένα κείμενο είναι εξ ίσου τρομακτική.

Ό,τι η λογοτεχνία δημιουργεί σαν μετείκασμα της πραγματικότητας, μόνο η ζωή μπορεί να το αντιγράψει και να το χρίσει πραγματικό. Εντολοδόχος αυτής της ασύλληπτης δυναμικής ο συγγραφέας, καλείται να δημιουργήσει εκ του μηδενός, σαν τίποτε να μην είχε προηγηθεί, σαν θεός που εντέλλεται να ποιήσει το α-φύσικο. Υπάρχει ένας κόσμος που οφείλει να καταστραφεί για να γεννηθεί ο καινούργιος και θα καταστραφεί μόνον απ’ αυτόν.

Είμαστε κάτοικοι ενός σύμπαντος που αποτελείται από λέξεις. Λέξεις που δεν του ανήκουν. Δεν τις δημιούργησε αυτό, δεν μπορεί να ταυτιστεί με την ακατασκεύαστη πλευρά τους, δεν όρισε αυτό τον νόμο που τις διέπει. Απλώς, τις χρησιμοποιεί, για να νοηματοδοτήσει και να νοηματοδοτηθεί. Χρησιμοποιεί αυτήν την απολύτως καθορισμένη συνθήκη των λέξεων, αρκούμενο στα γεγονότα και στην περιγραφή τους.

Εδώ έρχεται η λογοτεχνία – και μιλώ για μια λογοτεχνία απόκρημνη, οριακή, ένα μάγμα όλων των τεχνών μαζί, για να αλλάξει την όψη των πραγμάτων, να ανασηκώσει το δέρμα τους. Μια λογοτεχνία της αφανέρωτης μορφής, όχι των ιδεών.

Τι υπάρχει από κάτω; Δεν έχει τόσο σημασία να το βρούμε, όσο η απόφαση να το αναζητάμε διαρκώς. Αυτή η αχόρταστη πράξη της εκθεμελίωσης, της ταλάντευσης ανάμεσα στο γνωστό και το άγνωστο, παραμένει πάντα ο μεγάλος στόχος.

Το βιβλίο αυτό είναι προς αυτή την κατεύθυνση. Πιστεύει – αυτό που πιστεύουν τα βιβλία ως ακραία περιστατικά της ζωής των ανθρώπων – στο εποίησεν της Γένεσις.

Δηλαδή, στην αρχή, που αφετηρία της είναι το σημείο μηδέν.


Κάθε συγγραφέας είναι ένας θεός που αναιρείται.


Σταύρος Σταυρόπουλος

Ενετικό Κάστρο Νάξου

Σάββατο 10।09।2011