Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008

ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ


Μικρές ιδέες μέχρι ιδεοληψίας, αποφθέγματα σαν λαμπερά μετέωρα της ανέκφραστης επιθυμίας, αφορισμοί της τοξοβολούσας άρνησης της γεφυροποιού επικοινωνίας που έρχεται κι όλο δεν έρχεται συγκροτούν αυτό το ποιητικό σώμα.

διαβάστε όλη τη κριτική του Β.Καλαμαρά στην Ελευθεροτυπία
http://www.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=21/03/2008&id=69762656
και μια σελίδα από εφημερίδα της Χίου
ΤΙ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΤΥΠΟΣ ΓΙΑ ΤΟ «ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ»

Με αφετηρία τις πολλαπλές εκδοχές του εγώ που συνωθούνται μέσα στο ίδιο σώμα σαν μεγάλα επάλληλα σύμπαντα, ο Σταύρος Σταυρόπουλος αποκαλύπτει, ανασηκώνοντας ελαφρά το πέπλο των πραγμάτων, μια πυκνότατη φόρμα συναισθημάτων που προβάλλονται ως στοχασμοί πάνω στο σκηνικό των λέξεων. Μια συλλογή από μικρής έκτασης κείμενα από ένα συγγραφέα που από τους πεζογράφους θεωρείται ποιητής και από τους ποιητές πεζογράφος.

Βασιλική Μπάρμπα – ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Το ρήμα συνήθως καταγγελτικό. Το επιγραμματικό απόφθεγμα κυρίαρχο. Η ύπαρξη επιζητεί – ίσως μάταια – τα εαυτής. Μαρτυρίες και συνεπαγωγές υποψιασμένου βίου, οι οποίες αποφεύγουν μελοδραματισμούς και κοινότοπες εκφάνσεις. Οι παράλληλες πεζογραφικές εκδοχές του Σ.Σταυρόπουλου διακρίνονται, επίσης, για την σαφή ποιητική τους απόκλιση. Πρόκειται για έναν συνεπή και εν εγρηγόρσει τελούντα δημιουργό πορείας.

Γιώργος Βέης – YEARBOOK, ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 2007-2008

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος στο πέμπτο βιβλίο του καταφέρνει να συνδυάσει με τρόπο μοναδικό την ακρίβεια του πεζού λόγου με τον μινιμαλισμό της ποίησης, την αμεσότητα της εικόνας με το βάθος του δοκιμίου. Τα ποιήματα της συλλογής αυτής είναι γραμμένα πάνω στο γνώριμο τρίπτυχο του συγγραφέα έρωτας-θάνατος-μουσική, αλλά φωτίζονται από ένα απροσδόκητο φως: το φως της διαρκούς αμφιβολίας, το φως που διαρρέει όταν ο άνθρωπος μένει μόνος να αναρωτιέται για τα αληθινά και τα ψεύτικα.

Χριστίνα Δρούζα – FAQ

Ειρωνικός, υπαινικτικός, μελαγχολικός, θλιμμένος, σαφής και αφηρημένος μαζί, ηττημένος αλλά πάντα νικητής μέσα από τις εμπειρίες, συμβολικός, δηκτικός, ερωτικός και ποιητικός πάντα, ο Σταύρος Σταυρόπουλος «παίζει» με τις λέξεις σε ένα scrable από συναισθήματα και αισθήσεις, με την «απουσία» και την «έλλειψη» να κυριαρχούν και την μνήμη αδίστακτη να κρυφογελά και να επαίρεται για τη δύναμή της. ΄Ένα βιβλίο σαν δρομολόγιο τρένου μες στη βροχή, με επιβάτες στιγμές του χτες – μέγκενη στις επιλογές του παρόντος και στα όνειρα του μέλλοντος.

Γιόλα Αργυροπούλου – ΤΗΛΕΡΑΜΑ

Ένας «διαφορετικός» Σταυρόπουλος αναδύεται από τις σελίδες του Οι άλλοι που είμαι , ένας Σταυρόπουλος που δείχνει να αφήνει στην άκρη την «εκρηκτικότητα» της γραφής του, να αμφιβάλλει και να διερωτάται για όλα, να διαχειρίζεται την αλήθεια του με τρόπο ανατρεπτικό. Τα γνωστά θέματα του συγγραφέα εμφανίζονται και πάλι ως προσφιλή του, όμως πιο απαιτητικά από ποτέ, πιο αποφασισμένα να παζαρέψουν ως το τέλος την ίδια τους την αυτοτέλεια (…). Ο έρωτας είναι πανταχού παρών, επιπλέει στις σελίδες του βιβλίου σαν χάρτινο καραβάκι που καθελκύεται με επισημότητα στο παρελθόν. Είτε σαν αφοπλιστική δήλωση, είτε σαν νοσταλγική αποτίμηση του χαμένου χρόνου, είτε σαν μακρινός απόηχος μιας προσδοκίας που επιμένει. Και η αγωνία των λέξεων – η προσφορότερη απ’ τις εκδοχές του εαυτού μας – στήνει το δικό της πανηγύρι σαν «η αφοσιωμένη τυπογραφία μιας συμμετρίας που καταρρέει». Σε κάθε περίπτωση, αφορμή είναι η ποίηση. Που «αποχαρακτηρίζεται» στο νέο βιβλίο του Σταυρόπουλου, για να βρεί – επιτέλους – το πραγματικό της νόημα: Την ακεραιότητα της στιγμής.

METRO


Ποιήματα μέσα στο φως γιατί οι σκιές πληθαίνουν, παντού.

Γιώργος Χρονάς – ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ


Ο Σταύρος Σταυρόπουλος της πληθωρικής ροκ γραφής με την οποία ταυτίστηκε κυρίως με το δεύτερο έργο του Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου (Απόπειρα, 2002), ασχολήθηκε τα τελευταία χρόνια με την ποίηση και εξελίσσοντας κατά πολύ το προσωπικό του ύφος συγκέντρωσε τον καρπό της δουλειάς του στην ποιητική συλλογή Οι άλλοι που είμαι (Μεταίχμιο). Το μέτρο και η αυστηρότητα της ποιητικής πρόζας κατάφεραν να τιθασεύσουν τον άναρχο, παρορμητικό και ροκ χαρακτήρα των προηγούμενων κειμένων του και να αναδείξουν πως πίσω απ’ τα φθαρμένα τζιν των πεζογραφικών του εμφανίσεων κρύβεται μια αριστοτεχνική, μαύρη βελούδινη γραφή. Τα ευθύβολα και λακωνικά του μονόστιχα άλλοτε θυμίζουν συνθήματα πόλης και άλλοτε ενσταλαγμένη σοφία δοσμένη στη φόρμα του χαικού. Ο χρόνος, ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές αυτής της συλλογής, είναι φανερό ότι ευθύνεται όχι μόνο για τις ιδέες που κυοφορούν τα ποιήματα αλλά, κυρίως, για το ίδιο το γλωσσικό εργαλείο του γράφοντος, που εδώ προσφέρεται στην πιο κρυστάλλινη μορφή του.

Νικόλ Λαφαζάνη – ΔΙΑΒΑΖΩ

(…) Σήμερα επιχειρεί μιας αμιγώς ποιητική προσέγγιση με το Οι άλλοι που είμαι (2007), η οποία κατά τη δική μου άποψη, αποτελεί μια «άηχη απόδειξη μιας ανώριμης ωριμότητας». Εξηγούμαι αμέσως, γιατί αυτό το «ανώριμης ωριμότητας» μπορεί εύκολα να παρεξηγηθεί. Λέω «ανώριμη», γιατί ανώριμη παραμένει – ευτυχώς – η ματιά του στον κόσμο, η συναισθηματική διαχείριση των καταστάσεων, η διατίμηση των αξιών σ’ ένα σύμπαν μοναξιάς. Συνεχίζει να παρατηρεί έκθαμβος και να απορεί διαρκώς, χωρίς να διαθέτει τελεσίδικες παρηγορητικές απαντήσεις, γιατί είναι «ένα παιδί που μεγάλωσε», αλλά η «ενήλικη συνείδησή του φοράει κοντά παντελονάκια και παίζει γκαζές στις γειτονιές». Λέω «ωριμότητα», γιατί εδώ πια αναφέρομαι στην ωριμότητα της γραφής, στη σίγουρη τεχνική και στη καλοδουλεμένη φόρμα. Κοντολογίς, ένας ασυμβίβαστος στην ψυχή, που συνυπάρχει μ’ έναν έμπειρο στη γραφή – ιδανικός συνδιασμός για την ποίηση. (…) Δεν είναι τόσο οι τόνοι που έχουν αναπάντεχα χαμηλώσει κι έχουν αφοσιωθεί αποκλειστικά στη «γραμματική των δακρύων», δεν είναι που το λεκτικό παραλήρημα υποχωρεί προς χάριν μιας επιλεκτικής εσωστρέφειας. Εκείνο που πρωτίστως εντυπωσιάζει, είναι πως εδώ, ο ατημέλητος και συχνά άναρχος λόγος της πεζογραφίας του, ευπειθώς καλουπώνεται και ευπρεπώς ενδύεται, γιατί ο συγγραφέας σοφά γνωρίζει πως η ποίηση επιβάλλει αυστηρότερη φόρμα και αισθητική συμμετρία.
Αν φοβηθήκατε πως αυτή η περισσότερο θλιμμένη και λιγότερο εμπύρετη κατάθεσή του – που συνοδεύεται από στοχαστική ανακεφαλαίωση και κατακτημένη τεχνική – σημαίνει ότι ο ποιητής άρχισε να γερνά, ουδείς λόγος ανησυχίας. Άλλωστε, για τον Σταυρόπουλο, είναι πια πολύ αργά για να γεράσει!

Γιάννης Ευσταθιάδης – ΔΕΚΑΤΑ

Η ποίηση του Σταυρόπουλου είναι ποίηση – προεχόντως – σε πρώτο πρόσωπο. Ποίηση που του επιτρέπει συχνά να αυτοβιογραφείται. Είναι – συχνά – ποίηση ερωτική. Το υποκείμενο, ευάλωτο, έτοιμο να δοθεί, απευθύνεται στο σκοτεινό ή φωτεινό αντικείμενο του πόθου. Κτητικά ή ικετευτικά. Έτσι το δεύτερο ενικό πρόσωπο εισάγεται με ένα είδος απεγνωσμένου διαλόγου, όπου δεν αναμένεται η απάντηση: Μια πρόσκληση κα ηχώ της. Η γραφίδα του είναι σαν μια βελόνα τατουάζ. Οι λέξεις χαράζονται αδιόρατα στην αρχή, ανεξίτηλα στη συνέχεια. Μοιάζουν να σωματοποιούν την αγωνία του δημιουργού τους.
Το Οι άλλοι που είμαι είναι ένα εξαιρετικά διυλισμένο απόσταγμα εικόνων, που παρά την πεζότροπη μορφή τους, παραμένουν βαθιά ποιητικές. Ίσως το πιο ιδιόρρυθμο βιβλίο του Σταυρόπουλου. Και το πιο κρυπτικό.

Βασίλης Πολύζος – ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ

Βγαλμένα κατευθείαν από καλοκαιρινές διακοπές στις Κυκλάδες – εξού και η αφιέρωση σε ορισμένα από τα νησιά του νησιωτικού συμπλέγματος – δεν αφήνονται στην τουριστική λάμψη του ήλιου, αλλά καθεύδουν στη λεπτολόγο άρθρωση όχι του ανείπωτου, αλλά του εξαντλητικά ειπωμένου. Από αυτό το πολύ της χρήσης, όταν το νόημα πάει να εξαντλήσει τις αντοχές του. Μικρές ιδέες μέχρι ιδεοληψίας, αποφθέγματα σαν λαμπερά μετέωρα της ανέκφραστης επιθυμίας, αφορισμοί της τοξοβολούσας άρνησης της γεφυροποιού επικοινωνίας που έρχεται και όλο δεν έρχεται συγκροτούν αυτό το ποιητικό σώμα. Η όποια ροκίζουσα συνεκφορά του λόγου δεν παρελθοντολογίζει, γιατί το παρελθόν είναι ακόμα ζωντανό (…), είναι η εμμονή σε ότι έζησε ο Σταύρος Σταυρόπουλος και δεν επιθυμεί διόλου να υπερβεί. Γιατί έχει ακόμη θέρμη και θερμοκρασία, είναι ζεστό και κοχλάζον, γιατί αρνείται να γίνει ο ενήλικος που του δείχνει η ηλικία του. Εφηβίζει «επικίνδυνα», συνειδητά ωστόσο, τα μακριά μαλλιά πλέον δεν ανεμίζουν, όμως η ανέμη που γυρίζει δεν λέει νεοπαγή παραμύθια πειστικά. Και καθώς απειθεί, δίνει κλότσο να γυρίσει το νήμα εκείνου «του παλαιού κουτσού Σαββατοκύριακου που χαμήλωσε αισθητά ο κόσμος».

Βασίλης Καλαμαράς – ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ


Από την πρώτη στιγμή που διάβασα λέξεις πάνω στο χαρτί του Σταύρου Σταυρόπουλου, έστω και όχι όσο άγρια σίγουρες για τον εαυτό τους παρουσιάζονται στο τελευταίο βιβλίο του, είχα την αίσθηση ενός ανθρώπου που ενδιαφερόταν για το παιχνίδι του κειμένου και όχι για το είδος εκείνο της εύτακτης συμπεριφοράς που συνηθίσαμε να ονομάζουμε σύνθεση. Δεν ενδιαφερόταν καν τι λογής κείμενο έγραφε, αλλά μόνο γι’ αυτό που μπορεί να κάνει ένα κείμενο στον ίδιο και στους αναγνώστες του. Ένα κείμενο πέρα από την περιοχή της κατευθυνόμενης ρητορικής. Ίσως για αυτό να είναι τόσο γοητευτικό. Κάποτε κάποτε, σκεφτόμουν πώς ήταν δυνατόν να γράφει τόσο καίρια πράγματα με τόση ατημελησία. Ώσπου υποπτεύθηκα πως αυτή η ατημελησία ήταν η δική του στρατηγική: Η διατήρηση της απουσίας, του κενού, της οδυνηρής ζήτησης. Όχι η παρηγοριά ή η επένδυση των χαμένου χρόνου με λόγια, αλλά η αναπαράσταση του ανέφικτου, προκειμένου να μην απολεσθεί: Μια άλλη διαλεκτική του πόθου (…).
Ο Σταυρόπουλος έχει πια σχηματίσει τον χαρακτήρα του σαν συγγραφέας, τον οποίον μπορεί να μεταδίδει σε διαφορετικούς ανθρώπους. Διαχειρίζεται με θαυμαστό τρόπο το ενιαίο του πρόσωπο, μένοντας αφοσιωμένος σε αυτό που πραγματικά υπηρετεί: την μορφή. Μ’ αυτήν μπορεί να παίζει μαζί μας το ερεβώδες παιχνίδι της ματαιότητας, μέσα και έξω από το βιβλίο, σε ένα σύμπαν στο οποίο παραμένουμε όλοι τραγικά μετανάστες έως ότου μας αρνηθεί την παραμονή.
Κι αυτό είναι νομίζω η πρωταρχική σημασία της αληθινής γραφής.

Γιώργος Μπλάνας – ΠΟΙΗΤΙΚΗ

Ο λόγος του, άλλοτε είναι γεμάτος συμβολισμούς και άλλοτε «φωνάζει» τις αναφορές του, που εκτείνονται από τον Αρτώ και τον Χειμωνά έως τον Βαν Μόρισον και τον Τζόν Κολτρέιν. Ντόμπρα και βιωματικά λόγια, μελαγχολικά και συνάμα ταξιδιάρικα.

Θανάσης Μήνας - SOUL