Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ ΤΟΥ




Απ’ όλο αυτό το πανηγύρι
Με τα σφαχτά
Την εγκύκλιο θέρμη των ανέμων
Τους μισθοφόρους του ήλιου
Με τα γυαλισμένα περίστροφα
Και τα ισόγεια πόδια
Των γυναικών
Έμειναν μόνο
Οι ουράνιες ρεκλάμες της αγάπης

Κι ένα μικρό παιδί

Που κάποτε μου χάρισε
-Στα κρυφά –

Το κοχύλι του

(από το βιβλίο ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, Μεταίχμιο 2009)

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

Η ΜΕΓΑΛΗ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΤΖΑΖ













Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Σαββάτο 17 Ιανουαρίου 2009


ΟΤΑΝ μπήκα στο Μέγαρο – παίρνοντας όλες τις προφυλάξεις – ήταν είκοσι λεπτά πριν τα μεσάνυχτα. Ο Θάνος Μικρούτσικος κάπνιζε την πίπα του πάνω στο λευκό μάρμαρο του Μεγάρου, έξω από την αίθουσα που θα έπαιζε ο Gilad Atzmon. Έμοιαζε με τον Χέμινγουεη. Με χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού του κι ένα εγκάρδιο χαμόγελο. Ανταπέδωσα και προχώρησα προς τα μέσα. Χάζεψα λίγο στο σταντ όπου λειτουργούσε μπαζάρ με παλιά βινύλια, περιοδικά και βιβλία – είχα ώρα. Βρισκόμουν ανάμεσα στις ωραιότερες γυναίκες του κόσμου. Η ωραιότερη, πάντως, κρεμόταν από το μπράτσο του Κωνσταντίνου Τζούμα, που έβγαινε χαμογελαστός, με ατσαλάκωτο βήμα και απαράμιλλο στυλ από την συναυλία του Γιώργου Φακανά.
Buona sera, Stavros! Come stai? άρχισε τα ιταλικά του ο Κωνσταντίνος, συστήνοντας με στην ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Του είπα να κάτσει για τον Atzmon, αλλά μου είπε ότι πλέον, αποσύρεται νωρίς. Εμένα δεν με συνόδευε καμία ωραία γυναίκα. Αν με συνόδευε, το πιθανότερο ήταν να αποσυρόμουν κι εγώ νωρίς – ας με συγχωρούσε ο Atzmon. Θυμήθηκα την φράση του Κωνσταντίνου στο «Ως εκ θαύματος»: «Ναι, η ζωή μας έχει πολλή μαγεία, που έρχεται από κει που δεν την περιμένεις». Η νύχτα ανοιγόταν μπροστά μας, με τα κατάλευκα πέπλα της, στρωμένη υποσχέσεις.

Αργότερα, καθώς στριμωχνόμουν στο πλήθος, περιμένοντας να ανοίξει η πόρτα της αίθουσας για να μπούμε, είπα στον Χάρη ότι θα πρεπε να ντρεπόμαστε που ήρθαμε να παρακολουθήσουμε το κονσέρτο ενός Ισραηλινού σαξοφωνίστα, την στιγμή που η Γάζα έχει ισοπεδωθεί. Κάποιος φρόντισε να με πληροφορήσει ότι ο Atzmon είναι ένας βαθιά πολιτικοποιημένος μουσικός που μάχεται για τα δικαιώματα του Παλαιστινιακού λαού. Σα να μην το ξερα. Του είπα ότι απλώς, φοβάμαι τρομοκρατική ενέργεια της Χαμάς και έψαχνα ήδη, με την άκρη του μυαλού μου, έξοδο διαφυγής. Τελικά η τρομοκρατική ενέργεια συνέβη επί σκηνής, όταν το σαξόφωνο του Atzmon πήρε φωτιά, καίγοντας και τα τελευταία υπολείμματα φόβου που είχα.
Μετά, ο Πατερέλης και ο Marcus Roberts, σε παράπλευρες αίθουσες, ανέλαβαν δράση. Πήγαινα απ’ τον ένα στον άλλον, μη μπορώντας να πιστέψω αυτό που συνέβαινε. Δεν γίνονται αυτά, έλεγα και ξανάλεγα, ακολουθώντας με το στόμα μου το σόλο του τυφλού Roberts στο πιάνο. Ο «ιερός» χώρος του Μεγάρου είχε ξαφνικά καταληφθεί από διάφορους μυστήριους τύπους με πολύχρωμα κασκόλ, σκισμένα τζιν και σκουλαρίκια. Λικνίζονταν στους ήχους της τζαζ, ανάμεσα σε ιστορικά εξώφυλλα της Blue Note που γιόρταζε τα 70 χρόνια της. Θύμιζε κακόφημο μπαρ, σε κάποιο απομονωμένο στενό της Νέας Ορλεάνης, που λογικά θα φοβόσουν να διασχίσεις μόνος.

Τραπεζάκια με ποτά, μωβ φώτα, άμα θες να καπνίσεις βγαίνεις έξω. Βγαίνω. Στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου, στο άλλο σταχτοδοχείο, ένα εκπληκτικό γυναικείο κορμί, μέσα σε ένα τζιν, καπνίζει κι αυτό. Την κοιτάζω, να λιποθυμήσω τώρα; Δεν δείχνει χαρούμενη, κατά πάσα πιθανότητα όμως θα γίνει σε λίγα χρόνια. Όταν γίνει μαμά. Εγώ δεν έχω πολλές ελπίδες. Αυτός που έπεισε τις γυναίκες να ντύνονται με παντελόνια, εγκλημάτισε κατά της ανθρωπότητας.
Ακούω ένα σόλο μπάσο και ξαναμπαίνω. Εδώ ήμαστε. Είναι 4.15 τα ξημερώματα, νυστάζω, αρχίζει ένα τρελό τζαμάρισμα, μια ευλογία πνευστών, ένας δαιμονικός γάμος των σημαντικότερων ελλήνων μουσικών της τζαζ με σπουδαία ονόματα της διεθνούς σκηνής, τα μάτια μου ανοίγουν, γίνονται καλειδοσκόπια για να χωρέσουν αυτά που βλέπουν. Θα χρειαστώ την βοήθεια του κοινού.
Κάποιος από το πλήθος, έβγαλε ένα σαξόφωνο απ’ τη τσέπη του – όπως βγάζει κανείς το πακέτο με τα τσιγάρα του – και άρχισε να συνοδεύει τον Atzmon στο σόλο του. Ήταν πάνω από εξήντα. Η γυναίκα που καθόταν δίπλα του - με αποστεωμένο κορμί - ήταν κι αυτή ίδιας δεκαετίας. Παρότι είχε γύρει το κεφάλι της, που κρεμόταν στους ώμους, και κοιμόταν, το αριστερό της πόδι παλλόταν σύμφωνα με το ριφ του σαξοφώνου του άντρα της. Η αγάπη έβρισκε, μάλλον, τον καλύτερο ορισμό της.

Όταν πια βγήκα, εξουθενωμένος, στις 6 παρά 10 το ξημέρωμα, έξω είχε αρχίσει να φέγγει. Πλέον, όμως, είχε αρχίσει -δειλά δειλά-, να φέγγει και μέσα μου.

δείτε την σελίδα εδώ
Σταύρος Σταυρόπουλος, "ΑΠΟΨΗ", εφημ. metro 21-01-2009

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ


Αύριο, Τρίτη 20 Ιανουαρίου, από τις 19.00 - 21.00μμ, θα βρίσκομαι στον "Ιανό", στα πλαίσια του κύκλου εκδηλώσεων του βιβλιοπωλείου, όπου σημαντικοί άνθρωποι του πολιτισμού, μπαίνουν για λίγες ώρες στη θέση των βιβλιοπωλών και προτείνουν εκείνοι τα αγαπημένα τους βιβλία και cd, συζητούν με το κοινό και υπογράφουν τα δικά τους βιβλία.


Στο κοινό που θα έρθει, εξαιρετικά για την περίπτωση, θα μοιραστούν δωρεάν αντίτυπα από το εκτός εμπορίου βιβλίο μου Unplugged (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2009). Η συλλεκτική αυτή έκδοση περιλαμβάνει πέντε συνεντεύξεις, ένα ανέκδοτο κείμενο, ένα ανέκδοτο ποίημα, καθώς και ένα χειρόγραφο από Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου.

ΒΛΕΠΕ ΣΤΟ SITE ΤΗΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑΣ

ΤΟΥ Ε.ΚΕ.ΒΙ

ΚΙ ΕΔΩ

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009

ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ: ΜΙΑ ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑ ΜΕ ΡΟΚ ΥΠΟΚΡΟΥΣΗ


(η ομιλία της Τιτίκας Δημητρούλια στον "Ιανό", το βράδυ της 14ης Ιανουαρίου, για το βιβλίο μου Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν)

Καλησπέρα σας,

Η επιθυμία μου να μιλήσω σήμερα για τα δημοσιευμένα στον τύπο κείμενα που συγκέντρωσε ο Σταύρος Σταυρόπουλος στο βιβλίο Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν, κείμενα εν πολλοίς αυτοβιογραφικά, προσωπικά, υποκειμενικά, κείμενα-ματιές στον μέσα και στον έξω κόσμο ενός ανθρώπου που μιλώντας για την εμπειρία και την οπτική του χτίζει γέφυρες με τους άλλους, έχει να κάνει κατά πρώτον με τα κείμενα αυτά ως είδος λόγου.
Σχετίζεται δηλαδή με την ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα φύση των κειμένων που δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά, είτε σε μόνιμες στήλες είτε όχι, και επανέρχονται σε σκηνές του καθ’ ημέραν βίου και σε αισθήματα, σε καλλιτεχνικά αντικείμενα και κρίσιμα γεγονότα, πάντα μετέωρα, ενδιάμεσα, διερωτητικά, ένα απλωμένο χέρι διαλόγου προς τον αναγνώστη.

Κείμενα που κινούνται ανάμεσα στο δημοσιογραφικό και το λογοτεχνικό λόγο, προϋποθέτουν το ύφος, αλλά και αναδέχονται την ποιητικότητα, όπως αποδεικνύεται και από την παρούσα συναγωγή.
Πολύτιμα ερείσματα του τύπου σε μια εποχή που το ηλεκτρονικό και το οπτικοακουστικό καλύπτει και με το παραπάνω την ενημέρωση, αναλαμβάνει τη γνωστοποίηση του γεγονότος με όρους που το έντυπο αδυνατεί να συναγωνιστεί, αυτά τα κείμενα άποψης και γνώμης εμβαθύνουν και επεκτείνουν, ψιθυρίζουν ή κραυγάζουν, υποκείμενα στους περιορισμούς του χρόνου (προθεσμία) αλλά και του συγκεκριμένου αριθμού των λέξεων, μετακινούν διαρκώς τα όρια που χωρίζουν το δημοσιογραφικό από το λογοτεχνικό, όρια εξ ορισμού ρευστά και σίγουρα διαπερατά.

Η προσωπική μου άποψη είναι ότι τα όρια αυτά υποχωρούν, εξαφανίζονται ή ενισχύονται στο ύφος του εκάστοτε τεχνίτη της γραφής, κατά περίπτωση, και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η δημοσιογραφία τα αγκιστρώνει στο παρόν, η ενδεχόμενη λογοτεχνικότητα τα απελευθερώνει στο μέλλον, μετατρέποντάς τα από συγκεκριμένες, απτές μαρτυρίες του επικαιρικού και του προσωπικού σε καθόλου αποτυπώσεις της ατμόσφαιρας μιας εποχής.

Καθώς ο χρόνος είναι ο υπέρτατος κριτής και όχι η κριτική, την οποία οι συγγραφείς σταθερά απεχθάνονται, όπως φαίνεται και από τα κείμενα του Σταυρόπουλου αλλά και πλείστων άλλων, ως ανίκανη, πουλημένη, διαπλεκόμενη και προκατειλημμένη και όλα τα συναφή – σε σημείο να αναρωτιέται κάθε φορά ο κριτικός προς τι η απεύθυνση στο πρόσωπό του και να καθησυχάζεται, προφανώς, ότι αυτός κάνει τη διαφορά, σε ένα σχήμα τόσο τυπικό όσο και η μόνιμη αυτή μεμψιμοιρία κατά της κριτικής – δεν θα ήθελα να αποφανθώ για τη διαχρονικότητα κειμένων που δεν έχουν ακόμα κλείσει καλά-καλά μια δεκαετία ζωής.

Έχω την υποψία, την αίσθηση θα έλεγα ότι η ποιητικότητα, η οποία χαρακτηρίζει κάποιες κατηγορίες από αυτά, θα λειτουργήσει υπέρ τους στο χρόνο. Η ταχύτητα των αλλαγών άλλωστε στον καιρό μας, η αλλαγή των αναγνωστικών συμπεριφορών, που ευνοεί τη σύνοψη και τη συνοπτικότητα, δεν ξέρουμε ακόμα πού θα οδηγήσει.

Αντιθέτως, αυτό που μπορώ μετά βεβαιότητας να κάνω είναι να εντοπίσω κάποια χαρακτηριστικά των κειμένων αυτών, κειμένων που προφανώς κερδίζουν το στοίχημα που προανέφερα, όσον αφορά τη διάκριση δημοσιογραφικού και λογοτεχνικού λόγου, όσο και την προσοχή του ειδικού κοινού στο οποίο αναφέρονται: τους ανθρώπους μιας γενιάς αλλά και μιας αισθητικής γενικότερα της διαρκούς εφηβείας και εξέγερσης, με ροκ υπόκρουση.

Μοιρασμένα σε χρώματα που λίγο ακόμα και θα έφτιαχναν το ουράνιο τόξο, κάτι υπερβολικά τέλειο όμως για την οπτική του Σταυρόπουλου, τα κείμενά του κινούνται ανάμεσα στο ημερολόγιο, την αυτοβιογραφία, την κριτική, χαράσσοντας ένα μονοπάτι έντονης εκφραστικότητας σε κάθε περίπτωση, είτε μιλούν για τη χαμένη αθωότητα, τον έρωτα, τον Μπους ή την 17 Νοέμβρη.

Στο κόκκινο, η επιθυμία και η διάψευσή της, η παραφορά και η αναγκαστική αποδοχή του αμετάκλητου, το όνειρο, κείμενα που σε μια άλλη ζωή ήταν σίγουρα ποιήματα, ή θα μπορούσαν να γίνουν στη μετενσάρκωσή τους, λυρικά και ρομαντικά, απελπισμένα και ανεπίδεκτα ωστόσο μαθήσεως, πάντα με την κρυφή προσδοκία να τα στοιχειώνει στο κενό της σελίδας που περισσεύει.

Στο πορτοκαλί, εκείνα που στην άλλη τους ζωή θα μπορούσαν να γίνουν διηγήματα, συσχετίζοντας το ιδιωτικό με το δημόσιο, στο οποίο το προσωπικό συναιρείται με την εμπειρία του άλλου στην πολιτεία, στην αγορά, στις τυχαίες και σημαίνουσες συναντήσεις.

Πράσινο και μπλε, κοντινά χρώματα, κοντινές θεματικές, πρόσωπα, της μουσικής και της λογοτεχνίας, Λέοναρντ Κοέν, Ίγκυ Ποπ, Μπομπ Ντύλαν, Γιώργος Χειμωνάς, Νίκος Νικολαΐδης, Κατερίνα Γώγου, Τζακ Κέρουακ, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Σίντ Βίσιους, Κέρτ Κομπέιν, Μάιλς Ντέιβις και Ορνέτ Κόλμαν: απαριθμώ πρόχειρα και με παραλείψεις και ο κατάλογος από μόνος του σημαίνει, δημιουργεί το πλαίσιο μιας συνομιλίας στην οποία ο αναγνώστης προσέρχεται επειδή ακριβώς μοιράζεται κοινές αγάπες, κοινές έγνοιες, μια κοινή αντίληψη του κλασικού και του αντίποδά του, που όμως με άλλους όρους πληροί τα ίδια κριτήρια.
Ένα παράδειγμα, η ανάδειξη της φωνής της Κατερίνας Γώγου. Ένα άλλο παράδειγμα η α-πορία ως προς τον ορισμό της πρωτοπορίας σήμερα, παρά τα πρότυπα και τις αναφορές. Και μέσα από τον καθαγιασμό, το εικονοστάσι επωνύμων αγίων του Σταυρόπουλου, μια διαρκής υπόμνηση του χρόνου που περνά, που πέρασε συντροφιά με όλους αυτούς, ανεπιστρεπτί.

Τα πρόσωπα αυτά, που στοιχειώνουν όλα τα κείμενα στην πραγματικότητα, όπως και οι μουσικές του τέλους, είναι σελίδες και εικονίσματα, δίσκοι και προσευχές, επωδοί που ξορκίζουν τη φθορά του σώματος και της μορφής που είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι, και ακόμα περισσότερο τη φθορά του κόσμου, που σα να βαδίζει σε ένα απρόβλεπτο ταξίδι του χαμού. Ημερολόγια καταστρώματος στο ταξίδι αυτό, τα μωβ κείμενα, η πολιτική κατάσταση, η τόσο επίκαιρη Αμερική, η τόσο επίκαιρη Παλαιστίνη και η εξίσου επίκαιρη τρομοκρατία: κάποια κείμενα του βιβλίου γίνονται πράγματι ζωή, πριν καλά-καλά μεγαλώσουν. Για το κακό και το χειρότερο όμως.

Ας ελπίσουμε ότι με τα ίδια ακριβώς μαγικά θα έρθει σύντομα η «μέρα που θα γεννηθούν οι νέοι σπόροι. Θα βλαστήσουν ανάμεσα στις ρωγμές του σήμερα και θα αναρριχηθούν, κουβαλώντας τον νέο λόγο. Θα είναι ήρεμοι, σχεδόν απαθείς και δεν θα μιλούν για πρωτοπορία. Το βλέμμα τους θα μοιάζει λίγο με το δικό μας, αλλά θα είναι πιο διάφανο, πιο καθαρό. Θα καθρεφτίζει μέσα του λίγη απ’ τη μαγεία και την αρμονία του σύμπαντος», όπως λέει ο συγγραφέας, προτρέποντάς μας να τους φοβηθούμε, να φοβηθούμε προφανώς την ανατροπή που θα φέρουν και την οποία όμως προσδοκούμε.

Αφήνω για το τέλος τα κείμενα περί του νεοελληνικού λογοτεχνικού θεσμού, περί συγγραφέων, εκδοτών και κριτικών, με την αναμενόμενη δριμεία καταδίκη όλων των κακώς κειμένων του χώρου – οι αφορισμοί όμως έχουν ένα χαρακτηριστικό, που συχνά παραγνωρίζεται, αναπαράγουν ως εκ της φύσεώς τους τα σχήματα που ψέγουν, για πολλούς και ποικίλους λόγους.
Ανάμεσα στις καταγγελίες και τις διαμαρτυρίες όμως, που συχνά δεν είναι αβάσιμες, συγγραφείς και βιβλία ως οδόσημα: στην πραγματικότητα το βιβλίο του Σταυρόπουλου είναι σαν τους κύκλους που κάνει μια πέτρα όταν πέφτει στα γαλανά νερά των νησιών του, στα καθάρια πέλαγα των ανέμελων ή οδυνηρών καλοκαιριών: ο μικρότερος κύκλος, το κόκκινο, έπειτα το πορτοκαλί, μετά το κίτρινο, μεγαλύτεροι οι κύκλοι που σχηματίζει το μπλε και το πράσινο, και τέλος το μωβ.

Το μωβ, η σκοτεινιά της φοβερής εποχής που έχει προ πολλού ανατείλει και την κοιτάζουμε έκθαμβοι και ανήμποροι, η φρίκη του πολέμου, η ανατροπή των ισορροπιών, το δίκαιο του ισχυροτέρου, η σκλήρυνση της αριστερής σκέψης και οι εκτροπές της, το εκρηκτικό κοκτέιλ που σήμερα πια στεφανώνεται από το επικείμενο κραχ και παράγει βία. Στοιχεία μιας πολιτικής που αναζητά το πρόσωπό της, όπως τα νέα παιδιά το Δεκέμβρη που μας πέρασε. Το μπλε και το πράσινο, οι σταθερές, οι αναφορές, οι ακρογωνιαίοι λίθοι μιας αισθητικής. Το κίτρινο, η επικαιρότητα και η εντοπιότητα. Το πορτοκαλί, η πόλη, οι άλλοι, το κέντρο και το περιθώριο, η σύμβαση, ο κομφορισμός, το νησί ως ουτοπία συγκερασμού της διαμελισμένης αστικής ύπαρξης, ψευδαίσθηση του φυσικού ανθρώπου. Το κόκκινο, ο ατμός, ο καπνός, η πυρκαγιά, το πάθος, το φουσκωμένο ποτάμι της πίκρας, του αδιέξοδου, της μνήμης, της επιθυμίας, του αιτήματος για ουρανό.

Διότι όλα τα κείμενα του Σταυρόπουλου καταθέτουν, όπως και τα ποιήματά του, αυτό το αίτημα για ουρανό, για το γαλάζιο που λείπει, από τη δική του ζωή και τις δικές μας, παρά την παραμυθία των ήχων και των στίχων: «ας μην το κρύβουμε/διψάμε για ουρανό», λέει ο Σαχτούρης στο «Ψωμί». Κι ο ουρανός είναι όλα τα ακριβά, τα πολύτιμα, τα καλά, η ελευθερία που ασμένως αυτοθυσιάζεται στον τρελό έρωτα, η συντροφικότητα, η φύση στην καλή της ώρα και όχι δηλωμένη και κατακαμμένη, η πόλη ως ιστός συνδετικός και όχι της αράχνης, η τέχνη ως συστατικό της ζωής και της καθημερινότητας και όχι ως συμπλήρωμα ή, το χείρον, ως ναρκισσιστικός αυτοσκοπός, η ειρήνη, η καλή σιωπή, αυτή που γεννά και όχι εκείνη που σκοτώνει.

Σας ευχαριστώ

Τιτίκα Δημητρούλια

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2009

ΕΠΙΖΗΣΑΝΤΕΣ







Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν, "ΙΑΝΟΣ", Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

ΧΘΕΣ το βράδι στον "Ιανό", οι επιζήσαντες ήταν εκεί. Και ήταν πολλοί: Μάνος Ελευθερίου, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Κωνσταντίνος Τζούμας, Μαρία Μήτσορα, Γιάννης Ευσταθιάδης, Τάκης Μενδράκος, Γιάννης Λειβαδάς, Βασίλης Πολύζος, Μιχαήλ Μήτρας, Αγγελική Στρατηγοπούλου, Ιωσήφ Βεντούρας, Ιουλία Ραλλίδη, Αργυρώ Μαντόγλου, Φίλιππος Φιλίππου. Άνθρωποι σημαντικοί, μοναχικοί, ιδιαίτεροι. Μαζί και οι μουσικές μιας ζωής.
Έξω η πικρή βροχή είχε σταματήσει. Είχαν μείνει μόνο τα τετράστιχα. Και ο Τάκης Μενδράκος, στην εγγλέζικη καπαρντίνα του, ένας ναυαγός απ' το μέλλον, μου έδωσε αμέσως τον τίτλο της βραδιάς: Επιζήσαντες.

Όταν ανέβηκα τα σκαλιά του "Ιανού" με την Άννα, τον Κωνσταντίνο Τζούμα - που περίμενε από τις οκτώ, διαμαρτυρόμενος με την εξωπραγματική του κομψότητα - και την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, έπαιζε το "Easy come easy go" του Gallagher. Ήμουν ευτυχής γι αυτό που άκουγα.

Σε λίγο φάνηκε πρώτα η τραγιάσκα και μετά ο Μάνος Ελευθερίου. Θέλησα να τον βάλω σε ένα απ' τα μπροστινά καθίσματα, αλλά ο Μάνος μου είπε ότι μόλις είχε βγει απ' το πηγάδι και θα προτιμούσε μια από τις πίσω θέσεις για να στεγνώσει με την ησυχία του. Ήρθε ο Γιάννης Ευσταθιάδης - άρρωστος, αλλά από πορσελάνη. Κάθησα σ' ένα τραπεζάκι - εγώ, ο Κωσταντίνος Τζούμας και η Μαρία Μήτσορα και άρχισαν οι λέξεις να μεγαλώνουν. Από τις 8.20. Μέχρι να αρχίσει η παρουσίαση θα έχουν γίνει τεράστιες, σκέφτηκα.

Γύρω μας οι άλλοι επιζήσαντες, περίμεναν, μάλλον, την Νικολέτα. Όταν ήρθε, σηκώθηκα με σεβασμό και πήγα να κάτσω στο πάνελ για να ξεκινήσουμε. Ήμουν ανάμεσα σε δυο ορισμούς της ομορφιάς: Η ομορφιά της Ελένης Κεχαγιόγλου, πιο αμείλικτη. Πιο επιθετική. Της Μυρτώς Αλικάκη, πιο παιδιάστικη.
Κάποια έλειπε. Πολύ. Χωρίς να είναι όμορφη, έλειπε. Έτσι, απλά. Χωρίς μου και μας.


Ο πρώην γενικός διευθυντής των Ελληνικών Γραμμάτων, Νίκος Τσουβαλάς, ήταν φωτεινός. Και η Βαρβάρα, που έκλεψε όλα τα χρώματα της γης -για να ταιριάζει με το ντεκόρ του βιβλίου.
Μετά ο Σαράντης είπε: Γιατί τραγουδάει τόσο ωραία αυτή;
Η Μαρία είπε: Όλα πήγαν υπέροχα.
Ο Κωνσταντίνος είπε: Την άλλη φορά, θα αποτύχουμε καλύτερα.
Και άρχισε να παίζει το "Μy Way" των Sex Pistols.


__________________________________________________

Η ΟΜΙΛΙΑ ΜΟΥ

Υπάρχει ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα στα κείμενα που γράφεις για μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό για να σχολιάσεις ένα γεγονός ή να καταθέσεις την άποψή σου για ένα άλλο: Δυο πλευρές του ίδιου τριγώνου που η μια προσπαθεί να ανατρέψει την άλλη.
Το πλεονέκτημα είναι ότι αν ρίξεις το βάρος σου στον λογοτεχνικό λόγο, ξεφεύγεις από την αναγκαιότητα της απόδειξης και της επαρκούς τεκμηρίωσης των όσων γράφεις. Σε μια τέτοια εκδοχή – και αυτό είναι το μειονέκτημα – έχεις εν μέρει απωλέσει την σοβαρότητα που εμπνέει ο δοκιμιακός λόγος, έχεις εν μέρει στερηθεί τα επιχειρήματα που σου παρέχει – άρα, έχεις εν μέρει βρεθεί εκτός στόχου. Εξαρτάται, βέβαια, πάντα, γι αυτόν που γράφει, ποιος είναι ο ζητούμενος στόχος.

Τα κείμενα αυτού του βιβλίου είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία «δανεικά», με την έννοια ότι κάποιος ή κάτι, πρόσωπο, συναίσθημα ή γεγονός, μου επέβαλαν να τα χρησιμοποιήσω – σχεδόν παρανόμως – για να αποφύγω, για άλλη μια φορά, τον διάλογο με την πραγματικότητα που είναι υποχρεωμένος να έχει καθημερινά ο καθένας μας. Οι «ιδιοκτήτες» των κειμένων που τα προκάλεσαν είναι κάποια πρόσωπα που αποχώρησαν, κάποια βιβλία που παρέμειναν, κάποια καλοκαίρια που τελείωσαν πρόωρα, κάποια γεγονότα που άργησαν να ξεκινήσουν. Επομένως, όταν η περίοδος «δανεισμού» τους – η δόκιμη περίοδος της γραφής – τελείωνε, θα έπρεπε, λογικά, να επιστρέψουν στους κατόχους τους, εκεί απ’ όπου προήλθαν. Αντί αυτού, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις με τους συγγραφείς, έγιναν βιβλίο, τυπωμένο χαρτί, «διασώθηκαν» δηλ. σε σελίδες, αλλά πως; Εις βάρος της ζωής που θα όφειλαν να συνεχίσουν και να εξελίξουν – αλλά προφανέστατα δεν μπορούσαν. Έτσι, προτίμησαν την ασυλία των ιδεών – και των χρωμάτων.

Χρονολογικά, βρίσκονται ανάμεσα σε δυο ποιητικά βιβλία: Το περσινό «Οι άλλοι που είμαι» και το «Δυο μέρη σιωπή, ένα μέρος λέξεις» που θα κυκλοφορήσει σε δυο περίπου μήνες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Αυτό, τα έχει σίγουρα «ενθαρρύνει» – ίσως έτσι εξηγείται η ποιητικότητα και η αφαίρεση στις ενότητες «κόκκινο» και «πορτοκαλί». Τα έχει βεβαίως και «εξαγριώσει», κι αυτό φαίνεται στις ενότητες «κίτρινο» και «μπλε» που πασχίζουν – μάλλον μάταια – να σηκώσουν το βάρος του συντεταγμένου κριτικού λόγου ή της εμπεριστατωμένης ανάλυσης. Κατά μια άλλη άποψη, τα έχει κάνει να συμμετέχουν ενεργά – δια της πολιτικής – στην ενότητα «μωβ» ή να απέχουν ενεργητικά – δια της μουσικής – στην ενότητα «πράσινο». Το «γαλάζιο» λείπει, αφού, φυσικά, μας λείπει ο ουρανός – παρόλο που τον αντικρίζουμε κάθε μέρα.

Μια άλλη χαρακτηριστική τους πλευρά είναι η ειδολογική – πρόβλημα που ακολουθεί σταθερά όλα μου τα βιβλία μέχρι σήμερα, που είναι λίγο ή πολύ ποιητικά, λίγο ή πολύ πεζότροπα, λίγο ή πολύ δοκιμιακά, λίγο ή πολύ αυτοβιογραφικά. Σ’ αυτό μοιάζουν με τους ανθρώπους, που είναι λίγο ή πολύ διάφορα επίθετα.
Θα έλεγα ότι τα κείμενα αυτά, αν προσπαθήσεις να τα αντιμετωπίσεις σαν ενιαίο σώμα, θα μπορούσες – υπό προϋποθέσεις – να τα ονομάσεις και μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα «παγωμένων στιγμών», με ήρωες ζωντανούς, βγαλμένους από την προσωπική μου επικαιρότητα των επτά τελευταίων χρόνων. Ότι με απασχόλησε το διάστημα αυτό, ότι με έκανε να συγκεντρώσω το βλέμμα μου ή να χάσω τον προσανατολισμό μου, να ονειρευτώ ή να παραμείνω εκτός αγωνιστικής δράσης, βρίσκεται εδώ. Αν κοιτάξω μέσα στις σελίδες τους, έχω νέα μου. Κι αυτό είναι από μόνο του σημαντικό, μιας και έτσι ενισχύεται η καθαρότητα και η εγγύτητα των λέξεων – ένα πράγμα που με απασχολεί, σχεδόν από τότε που ξεκίνησα.

Ένα τρίτο στοιχείο που θα θεωρούσα χρήσιμο να σημειώσω γι αυτά τα κείμενα, είναι η ανάγκη τους – κι εδώ υπάρχει μεγάλη αντίφαση – να θυμούνται αυτά κυρίως που θέλουν να ξεχάσουν. Αυτή η αναπάντεχη συνάντηση της χαράς με την θλίψη, η συναίρεση της εξωτερίκευσης με την εσωστρέφεια, της αποτίμησης του χαμένου με το κέρδος του βιώματος, της αδιαπραγμάτευτης σιωπής με την αιφνίδια ευγλωττία, είναι που τα κάνει να αλλάζουν συνεχώς στάση, μένοντας όμως πάντα προσηλωμένα σε μια, ούτως ή άλλως, υποκειμενική ταυτότητα, που κάποτε αγγίζει και την ουτοπία.

Συχνά, έχουμε την τάση να ξεχνάμε ότι το βιβλίο είναι, κυρίως, το προιόν εκείνο που ενώνει αυτόν που το γράφει με αυτόν που το διαβάζει, στη βάση της υπόσχεσης ενός νοήματος που καλείται να δώσει ο πρώτος στον δεύτερο, χωρίς, βεβαίως, να συνδέεται κατά κανένα τρόπο, με την ανάδειξη του συγγραφέα του σε θέση ισχύος. Αυτό το κάνει – σε ένα πρώτο επίπεδο – μια απαρχή διαλόγου στον οποίον οφείλουν να προσέλθουν ισότιμα και οι δυο πλευρές. Και σε ένα δεύτερο επίπεδο, μια ευκαιρία πολιτισμού που δεν μπορεί να καλύψει η προφορικότητα.

Συνήθως, όταν οι λέξεις μεγαλώνουν, αποκτούν περισσότερα ένσημα. Διεκδικούν προνόμια που τους επιτρέπει η αύξηση των αποδοχών τους, τεκμηριώνουν δικαίωμα σύνταξης. Η ζωή τους αλλάζει. Ράβουν καλύτερα ρούχα, μένουν σε μεγαλύτερο σπίτι, οδηγούν ακριβότερο αυτοκίνητο. Επισκέπτονται μέρη που τους «μεγεθύνουν» το ίματζ. Και τότε ξεχνούν κάτι απ’ την γυαλάδα τους, την γνησιότητά της πρώτης φράσης, αυτή την αυθόρμητη ομορφιά που έχει η καταγγελτικότητα ενός παιδιού όταν την ακουμπάει στο χαρτί. Το παιδί αυτό προσπάθησα να διαφυλάξω δίπλα στα καλύτερα ρούχα μου, το μεγαλύτερο σπίτι και το ακριβότερο αυτοκίνητο, που απέκτησα εν τω μεταξύ. Το παιδί αυτό θέλω να ευχαριστήσω και σήμερα, για να του δώσω μεγαλύτερη διάρκεια. Ή να μου δώσει αυτό.

Μακάρι να πιάσει το κόλπο.


ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΕΔΩ
http://archive.in.gr/Reviews/placeholder.asp?lngReviewID=84008&lngChapterID=-1&lngItemID=84136

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ


ΤΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ



ΟΤΑΝ ήμουν παιδί, ονειρευόμουν να γίνω συγγραφέας. Στο 6ο βιβλίο μου συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να γίνω συγγραφέας. Μου αρκούσε να είμαι βιβλίο. Να έχω τη διαδρομή του, τον ρυθμό των προτάσεών του, την αγριάδα των ρημάτων του. Μου έλειπαν όμως οι λέξεις που θα σκάλιζε πάνω στο σώμα μου ένας συγγραφέας. Έτσι, έζησα προφορικά τη γραπτή ιστορία μου. Έγινα ένας σκαλιστής του σώματος που θα επιθυμούσα να έχω.
...η συνέχεια στον Ιανό, την Τετάρτη 14 Ιανουαρίου, στις 8.30μμ
Μιλούν: Τιτίκα Δημητρούλια, Γιώργος Ξενάριος
Διαβάζει η ηθοποιός Μυρτώ Αλικάκη
Θα ακολουθήσουν ροκ μουσικές, γνωστές και μη εξαιρετέες. Από την δεκαετία του 70.
ΔΕΙΤΕ ΚΙ ΕΔΩ

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

WISHBONE ASH: Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΦΟΡΑΕΙ ΚΟΝΤΑ ΠΑΝΤΕΛΟΝΑΚΙΑ














Wishbone Ash
Κύτταρο Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009

OTAN μπήκα στο Κύτταρο το Father of night απ' την εκτέλεση των Manfred Mann με πήρε απ' τα μούτρα. Έγινα μεμιάς 16 χρονών. Το βλέμμα μου αναζήτησε την Καίτη ανάμεσα σε καμιά εκατοστή survivors που βρίσκονταν εκεί για την συναυλία. Μετά από τριάντα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει, η Καίτη τώρα θα είχε τρία παιδιά, το ένα θα σπούδαζε γιατρός στη Ρουμανία, το στήθος της θα είχε κρεμάσει, θα έβαφε τις ρίζες των μαλλιών της στο κομμωτήριο, θα προτιμούσε τις ασφάλειες αυτοκινήτων απ' τις περιπτύξεις. Κοίταξα απογοητευμένος, τα ρούχα μου παρέμεναν μαύρα. Ήταν σκοτάδι. Αιστάνθηκα την ανάγκη να καπνίσω, ήμουν σίγουρος ότι το πακέτο στη τσέπη μου ήταν REX μαλακό, το τσιγάρο όμως που ήρθε στα δάχτυλά μου έγραφε Peter Stuyvesant και είχε μια μπλέ γραμμή από κάτω. Ένιωσα κάπως περίεργα, σα να είχα πέσει σ' ένα πηγάδι και να είχα κατέβει τριάντα χρόνια κάτω. Ήταν βαθιά. Συμφωνήσαμε στον πρωθυπουργό, Καραμανλής ήταν τότε που αγόρασα το Argus απ΄την Ηφαίστου, Καραμανλής και τώρα. Είχα πάρει το πρώτο ενθαρρυντικό μήνυμα ότι τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσκημα.

Με το που άρχισαν οι πρώτες νότες του "Lady Jay" από το There is the rub, έβγαλα το μπουφάν μου, γιατί θυμήθηκα ότι τότε φόραγα μακό φανελένια με στάμπες και από πάνω καρώ πουκάμισο σηκωμένο στους αγκώνες. Είδα τον Martin Turner μ' ένα ινδιάνικο φτερό στα μαλλιά να ουρλιάζει, οι άλλοι όμως δεν ήταν εκεί. Σαν την Καίτη. Ο Steve Upton, ο Andy Powell και ο Ted Turner είχαν μυστηριωδώς απαχθεί από κάποια μυστική οργάνωση. Έξω έβρεχε, αύριο δεν θα πήγαινα την πρώτη ώρα. Θα κανόνιζα με τον Αλέκο να πάρει αυτός το απουσιολόγιο. Κάποιος απ' το λιγοστό πλήθος φώναξε "Argus", ο Martin Turner τον ρώτησε "what track", ο άλλος έκανε μια χειρονομία σαν να ζητούσε βοήθεια, τα χέρια του διέγραψαν έναν ολόκληρο κύκλο και ο Martin φώναξε "the whole album?" "Oh, my God, what a fantastic idea!". Και έτσι αρχίσαμε.

"Time was", "Blowin' free", "Leaf and stream", "Warrior". Στο "The king will come", σηκώθηκα. Σε ένδειξη σεβασμού. Αυτός που έβαλαν οι απαγωγείς να κάνει τον Andy Powell έπαιζε σεληνιασμένος το σόλο σα να ακουγόταν το βινύλιο. Εμ, βέβαια. Οι εθνικοί ύμνοι δεν σηκώνουν αυτοσχεδιασμούς. Στο "Sometime world" θυμήθηκα ότι την άλλη Δευτέρα έγραφα εισαγωγικές στο Πανεπιστήμιο και δεν είχα διαβάσει τίποτα. Ήταν Τετάρτη, είχα άλλες τέσσερις μέρες καιρό, θα προλάβαινα;
Carring you, carring me. Το ταραρα ταταραρα ταραρα ταραρα ταταραρα έχανε λίγο στροφές, θα έφταιγε η βελόνα. Είχα να την αλλάξω καιρό. Στο σόλο όμως ήθελα να πάρω το σκουπόξυλο της μάνας μου και να χοροπηδάω σε όλο το σπίτι σα τρελός. Μετά ήρθαν οι παραλίες. "Throw down the sword", με ποιά ήμουνα, ποιό κορμί κρυφοκοίταζα απ' τις γρίλιες, σε ποιάν έστελνα γράμματα;

Όταν τελείωσε η συναυλία και βγήκα έξω, το RD 50 είχε γίνει ΧΤ 600. Στη Yamaha πάντως συμφωνούσαμε. Από το καθρεφτάκι της μηχανής κοίταξα τα μαλλιά μου, έντρομος. Είχαν ασπρίσει στη διάρκεια μιας συναυλίας. Αύριο θα πρέπει να επισκεφθώ δερματολόγο ή να ρωτήσω τον Γιάννη. Α, να πάρω τηλέφωνο και τον Χάρη, να του πω τι μαλάκας ήτανε που δεν ήρθε.

Καβάλησα την μηχανή, άγγιξα απαλά το γκάζι και έφυγα. Σαν καπνός. Ο μόνος που τελικά ήξερε τι έκανε σε όλη αυτή την ιστορία ήταν ο τύπος που άλλαξε το RD με το ΧΤ.
Γίνεται να αλλάξω και την Καίτη με την Παναγιώτα;

Σταύρος Σταυρόπουλος

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2009

ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ


Διαβάστε εδώ την επιστολή- ντροπή των τριών συγγραφέων για την εισβολή νέων στην Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και την διακοπή της παράστασης στις 19 Δεκεμβρίου - στα πλαίσια διαμαρτυρίας για τα πρόσφατα γεγονότα. Δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία στις 24.12.08 και στις εφημερίδες Καθημερινή και Νέα.

http://dexiextrem.wordpress.com/2008/12/24/%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%B4%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AD%CF%89%CE%BD-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%86%CE%B1%CF%83%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C/


Ακολουθεί η απάντησή μου 

ΟΣΟΙ εξ ημών των «εκ του ασφαλούς αντιεξουσιαστών ενοχικών μεσηλίκων» που παροικούμε την Ιερουσαλήμ, ανησυχούσαν για την σιωπή του πνευματικού κόσμου, ως προς τα γεγονότα που συνέβησαν μετά την 6η Δεκεμβρίου στην χώρα, ανησυχούσαν άδικα. «Οι άνθρωποι της Τέχνης» - όπως μοναδικά και αμετάκλητα θεωρούν τον εαυτόν τους οι τρεις συγγραφείς (Μάρκαρης, Θεοδωρόπουλος, Δοξιάδης), εκ των οποίων ο ένας μάλιστα κατέχει θεσμικό πόστο – μίλησαν επιτέλους, αλλά πώς; Μίλησαν έναν λόγο που ανταγωνίζεται αυτόν των κομμάτων, έναν λόγο ά-λογο, άκρως μολυσματικό, που θα μπορούσε να ήταν και ανακοίνωση της Ένωσης καταστηματαρχών ή αποσπάσματα από τοποθέτηση στη βουλή του υπουργού Δημόσιας Τάξης. Οι φιλήσυχοι πολίτες μπορούν τώρα να κοιμούνται ασφαλείς, κανένας δεν θα μπορέσει να τους ξυπνήσει, ο πνευματικός κόσμος επαγρυπνά.

Η εκφορά αυτού του «γηραιού» λόγου με έκανε να σκεφτώ πολλά πράγματα μαζί ταυτοχρόνως, αλλά κυρίως να αναρωτηθώ: Αν αυτός είναι ο τρόπος μας να αντιμετωπίζουμε αυτό που έρχεται, μήπως έχουμε ήδη «φύγει» και δεν μας το έχουν καταστήσει σαφές για να μη μας στεναχωρήσουν; Ή μήπως – ακόμα καλύτερα – μας έχουν «φύγει» τα ίδια τα γεγονότα και οι καταστάσεις, που στη προσπάθειά μας να ερμηνεύσουμε, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να επιβεβαιώσουμε απλώς την «γεροντική» μας ματιά;

Όταν ο λόγος γίνεται αξιοθέατο, χρεωκοπεί ο τουρισμός της γλώσσας. Και ο λόγος των τριών συγγραφέων είναι αξιοθέατο – αλλά μιας άλλης εποχής, ευτυχώς περασμένης. Μοιάζει με μπροσούρα υπεράσπισης μιας δικτατορίας της έκφρασης, που «δικαιολογείται» ως προάσπιση της ελευθερίας της. Ενδεικτικός της κρίσης που ξεθεμελιώνει το μαγαζάκι ή την επιχείρηση που σήμερα ορίζεται ως «πνευματικός χώρος», προσπαθεί να αποσιωπήσει, να καταργήσει, σχεδόν, τον κύκλο που διέγραψε η πέτρα, πέφτοντας στην λίμνη. Όποιος βάζει σε παρένθεση την παρέμβαση, βάζει σε παρένθεση τον εαυτό του, αρνούμενος να αποδεχτεί το καινούργιο.

Τον Ιανουάριο του 1967, ο Τζιμ Μόρισον, προαναγγέλοντας τον Μάη του 68, δήλωνε:
«Πάντα με γοήτευε η επανάσταση κατά της εξουσίας. Με ενδιαφέρει οτιδήποτε έχει να κάνει με το χάος, την επανάσταση, την αταξία· κάθε δραστηριότητα που μοιάζει να μην έχει κανένα νόημα – αλλά έχει». Και ο επί τριάντα χρόνια διευθυντής της εφημερίδας Liberation, Σέρζ Ζουλί, σε μια καταληκτική αποτίμησή του για τα γεγονότα του Μάη, υποστήριζε: «Δεν νοσταλγώ τίποτα, δεν λυπάμαι για τίποτα, δεν πικραίνομαι για τίποτα. Έμαθα πολλά, πολλές φορές ενάντια στον ίδιο μου τον εαυτό».

Αυτός ο «τοτεμικός» λόγος των τριών συγγραφέων, τουαλεταρίζεται με ένα καθωσπρεπισμό που σοκάρει, καθώς προέρχεται από διανοούμενους, δικαιώνοντας την ρήση Αιζενχάουερ (διανοούμενος είναι αυτός που χρειάζεται περισσότερες από τις αναγκαίες λέξεις, για να πει περισσότερα από όσα ξέρει). Μα, καλά, αυτή είναι, η δουλειά μας; Να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως άνθρωποι της τέχνης με όρους υποδεέστερους και αυτών της κρατικής εξουσίας ή των δικαστικών αρχών; Να ενοχλούνται τα χρηστά μας ήθη από ένα πανό που γράφει resistance γιατί «μαγαρίζει την Ακρόπολη»; Να σχολιάζουμε την φράση «σκατά στους κουλτουριάρηδες»; Να υπερασπιζόμαστε και να υπερθεματίζουμε θεσμούς που καταργούν τους θεσμούς, γιατί πλέον φορούμε γραβάτα;

Είναι τόσο «ξένη» αυτή η δήλωση των τριών – συνέχεια της ανακοίνωσης του ΕΚΕΒΙ που θρηνούσε μόνο για τα δυο καμμένα βιβλιοπωλεία, ώστε προσωπικά με σοκάρει περισσότερο και απ’ τη θέα είκοσι καμμένων μαγαζιών της Ακαδημίας και της Αλεξάνδρας. Μπορεί να υπερβάλλω, αλλά ίσως φταίει το ότι είμαι «απολίτιστος». Και «επιτίθεμαι με τυφλή βία στα δικαιώματα των πολιτών».
Αυτές οι «δωρεάν» πράξεις παρέμβασης, παρέχουν επιχειρήματα ακινησίας. Και διατυπώνουν, εν τέλει, το εύρος των διεκδικήσεών μας. Αν και όποτε αυτές υπάρχουν.

Αυγή, 6 Ιανουαρίου 2009
*Ο Σταύρος Σταυρόπουλος είναι συγγραφέας. Και καμιά φορά, ντρέπεται γι αυτό.