Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

ΠΕΖΟΤΡΟΠΗ ΠΟΙΗΤΙΚΟΤΗΤΑ


Ιδιότυπη και μινιμαλιστική μαγεία το «Ο έρωτας θα μας κάνει κομμάτια», κατά την άποψή μου, είναι μια άκρως ρεαλιστική μυθ -ιστορία τόσο σφιχτά δεμένης πλοκής, που από την πρώτη στιγμή, νιώθεις να έλκεσαι από έναν μαγνήτη και να παραδίνεσαι σ΄ αυτόν χωρίς καμία αντίσταση.
Άλλωστε ο Σταύρος Σταυρόπουλος, γνωρίζει πολύ καλά πώς να κάνει τις λέξεις να γράφονται, συμπυκνώνοντας την συνείδησή τους, κατά τη γνωστή ρήση του Γιώργου Χειμωνά.
Μιλά έναν κρυπτικό λόγο, που ακόμα κι οι απλές λέξεις που χρησιμοποιεί, μοιάζει να κοιτούν απ΄ την κλειδαρότρυπα. Η ζωή της γραφής του, είναι ταυτόσημη με την ζωή της ζωής του. Ίσως γι΄ αυτό ο ίδιος στο κεφάλαιο 41 επισημαίνει : «Δεν γράφω πια. Γράφομαι.»

Η χαρακτηριστικά πεζότροπη ποιητικότητα της γραφής του ή και το ανάποδο, η πύκνωση του πεζού λόγου του σε τέτοιο βαθμό που να αγγίζει το ποίημα, και κυρίως ο τρόπος με τον οποίον τα δυο αυτά ιδιώματα, της πεζογραφίας και της ποίησης, ανακατεύονται ιδιοσυγκρασιακά μεταξύ τους, δημιουργεί ένα τρίτο, σταθερό και συμπαγές, κάτι ανάμεσα, τόσο μεστό και τόσο αβέβαια σίγουρο για τον εαυτό του, που επωφελείται από τις δυνατότητες του ενός, απαλλασσόμενο συγχρόνως από τις αδυναμίες του άλλου. Αυτό είναι φυσικά αντιληπτό και στην στήλη του στην «Ελευθεροτυπία», Νύχτα είναι, θα περάσει, όπου όλα τα είδη συγχωνεύονται, διατηρώντας όμως εν θερμώ την μοναδικότητα της μορφής τους.
Κι είναι καλύτερα έτσι, γιατί εκτός του ότι επιτρέπεται στο κείμενο να αυτονομηθεί και να αναπνεύσει, μας δίνεται με εντελώς ανοιχτό ορίζοντα η ευκαιρία να το αντιμετωπίσουμε καθαρά ως γοητεία της λογοτεχνίας των ιδεών.

Στο μυθιστόρημά του ξεκινά συστήνοντάς μας τους πρωταγωνιστές της ιστορίας του. Τέσσερις χαρακτήρες: «Εγώ», «Εσύ», «Αυτό», και το «Άλλο». Σιγά σιγά, το «αυτό» και το «άλλο» αρχίζουν να αποκτούν μεγαλύτερη υπόσταση, και τούτο γιατί μεταξύ του «εγώ» και του «εσύ» υπήρξε το «άλλο» και γεννήθηκε το «αυτό». Εκείνο όμως που λειτούργησε ως κινητήριος δύναμη για τη δημιουργία του «αυτό» στο τέλος απομονώνεται από τον συγγραφέα με καταλυτικό τρόπο. Απομακρύνεται δε τόσο, ώστε να τον προβληματίζει ως προς το αν ποτέ υπήρξε και πότε. Αυτό που αναμετράται σε τούτο το βιβλίο, είναι κυρίως η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο «εγώ» και το «αυτό» με την επιβλητική όμως μεσολάβηση ενός «εσύ», που αντί να ενώνει, χωρίζει.

Ο τίτλος του βιβλίου προσδιορίζει σχεδόν αυτόματα την πεποίθηση του συγγραφέα πως ο έρωτας υπάρχει και είναι ίσως η άλλη όψη ενός παγωμένου συναισθήματος, μιας κι απ’ την αρχή αναγνωρίζει πως στο τέλος θα εξοντωθούμε απ΄ αυτό.
Σχεδόν όλοι μας έχουμε αναρωτηθεί τι γίνεται, ποια παράξενη χημική αντίδραση συμβαίνει και στη θέαση ενός «εσύ», «εγώ» αυτόματα νιώθω το «άλλο» και μη μπορώντας να το προσδιορίσω ακριβώς το ονομάζω έρωτα.
Κατά την γνώμη μου, ο έρωτας αποτελεί απλώς την απάντηση στην αντιστροφή ενός ρήματος. Στην ερώτηση λοιπόν: «Τι είναι έρωτας;» , θα έπρεπε να απαντάμε: «Ρωτάς, ε;»

Ξεκινώντας το αποσπασματικό μυθιστόρημα του Σταύρου Σταυρόπουλου, γίνεται σαφέστατη από την αρχή η αγωνία του στην θέαση του τέλους. Το παρομοιάζει με την λήξη της σχολικής χρονιάς και το κάψιμο των σελίδων στα μαθητικά τετράδια, που τις θάβει στο προαύλιο, μη δίνοντας σε κανέναν τη δυνατότητα να πληροφορηθεί το τέλος μιας «αδημοσίευτης σχέσης».

Καταθέτοντας τις απόψεις του για τον έρωτα, εν είδει αφοπλιστικών σπαραγμάτων - τον αληθινό, όπως σπεύδει να υπογραμμίσει – δημιουργεί την αίσθηση μιας εποχής.
Ένα «καλοκαίρι χωρίς ντροπή» το οποίο όμως, καθώς φεύγει, δίνει τη σκυτάλη στον χειμώνα του «εσύ», όσο κι αν ο ίδιος θέλει να διατηρήσει το ηλιόλουστο τοπίο.
Έτσι, σιγά-σιγά μπροστά στα μάτια του, αρχίζει να εκτυλίσσεται – ας μου επιτραπεί η λέξη – η τραγωδία του τέλους, όπου το έτερο πρόσωπο αποδομείται τόσο φανερά και απομυθοποιείται τόσο, ώστε φτάνει να μοιάζει σαν να μην υπήρξε ποτέ εκείνο που ήταν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το κεφάλαιο 21, όπου ο τρόπος της κατάρρευσης «είναι μεταδοτικός», στο κεφάλαιο 25, όπου προσπαθεί να σώσει κάτι από την αποδόμηση, λέγοντας πως «οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζουν καταργώντας ο ένας τον άλλον», ώσπου τελικά αναγκάζεται να αποδεχτεί την απομυθοποίηση στο κεφάλαιο 38 με την φράση-διαπίστωση: «δεν έμοιαζες καθόλου πια με σένα.»

Έχοντας ως αφετηρία αυτή την διακρίβωση, προσπαθεί να προχωρήσει, συναντώντας αρκετές δυσκολίες: Με τη σκέψη ενός καρφιού ως σημείου μιας μόνιμης εγκατάστασης, εκτίοντας ποινές, με την ανάγκη του να παλέψει για να συγκρατήσει τα κομμάτια που κάποτε αποτελούσαν το «εσύ», με την επιθυμία να μπορούσε με ταχυδακτυλουργικό τρόπο να φτάσει στον τελικό προορισμό του: Να κάνει το «εσύ» να έρθει.
Από τη στιγμή όμως που εμφανίζεται το «αυτό» - ίσως το κυρίαρχο πρόσωπο του βιβλίου -, τα σύννεφα αρχίζουν να μετατρέπονται σ’ ένα ουράνιο τόξο με γεύση, να αναδύουν μια μυρωδιά, μια νέα ελπίδα ζωής, που όμως « χάθηκε κάποτε στη διάρκεια μιας εγκυμοσύνης». Να γεννούν ξανά έναν έρωτα διαφορετικής υπόστασης και σημασίας. Με τη θέληση της δημιουργίας ενός κόσμου φωτεινού, γεμάτου ήλιους, χωρίς την εύκολη διέξοδο μιας σκοτεινής, παραχωρημένης νίκης.

Ο συγγραφέας – αφηγητής επινοεί μια γλώσσα μυστική με το «αυτό», γλώσσα ουσιαστικής κι έντονα ψυχικής επικοινωνίας. Όμως ξανά σε τούτο το σημείο παρεμβαίνει το «εσύ», που μ’ ένα καθοριστικό τρόπο, οδηγεί τον ήρωα πίσω στη μοναξιά της έλλειψης. Αυτό είναι πλήρως ευδιάκριτο στο κεφάλαιο 83 που συμπυκνώνεται σε τρεις μόνο προτάσεις : «Χάθηκα μέσα σ΄ ένα σινεμά. Έβγαλα δυο εισιτήρια αλλά ήμουν μόνος.»
Έτσι, τοποθετεί τον έρωτα στους ακρωτηριασμούς της νύχτας, αναγκάζει τον εαυτό του να δεχτεί πολλά, στον τόπο της εκτέλεσης δένει εκείνος τα μάτια του δήμιου, ορίζει το πένθος ως συνώνυμο της απουσίας, θυμάται να βγάζει τις νύχτες τον Αύγουστο απ΄την πρίζα, φτιάχνει ποιήματα και καταπίνει τον κόσμο σε μικρές μπουκιές. Για να τον προσφέρει ως τροφή ελπίδας αλλαγής, στο στόμα ενός μικρού παιδιού.

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος βλέπει το ΕγώΕσύΕμείς – παρ’ όλο που χωρούν το ένα μέσα στο άλλο, σαν βαγόνια του ίδιου σιδηροδρομικού συρμού - με την ίδια ευκολία να εξορίζονται το ένα από το άλλο και καταλήγει: «Το τέλος του έρωτα είναι ο έρωτας.»
Είναι μια εμβληματική φράση αυτή, από τις πολλές που υπάρχουν στο βιβλίο, που αποκαλύπτει το μέγεθος της επινοημένης αλήθειας του έρωτα.

Όταν μια σκάλα οδηγεί προς τα κάτω, νιώθεις μια εσωτερική υποχρέωση να αντιστρέψεις την πορεία της. Κυριαρχεί η αγωνία να αποκατασταθεί η τάξη μέσα σου. Σαν να πρέπει όλα να ακολουθήσουν συγκεκριμένη πορεία για να μπορέσουν να υπάρξουν.
Ο Σταυρόπουλος βρίσκει αυτή την πορεία, με ένα μοναδικά αθέατο τρόπο. Με μια ιδιότυπη και μινιμαλιστική μαγεία. Έχει ένα προσωπικό στίγμα που σε αιχμαλωτίζει. Γιατί ξέρει. Και γιατί «τον έχουν διαπράξει», όπως ο ίδιος ομολογεί σε τρομακτικό τόνο στο κεφάλαιο 45. Ένα κεφάλαιο – τρεις λέξεις - που από μόνο του μπορεί να χαρακτηρίσει όλα τα προηγούμενα κι επόμενα του βιβλίου.


Μαρία Χρονιάρη
Περιοδ. Κουκούτσι, τχ. 4
Καλοκαίρι – Φθινόπωρο 2011

*Ευχαριστώ την Μαρία Χρονιάρη και το περιοδικό Κουκούτσι για την δημοσίευση του κειμένου.

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΟ FLORAL







Θέλω να βάλω αντηλιακή κρέμα και επειδή εδώ είναι νύχτα δεν μ’ αφήνει κανείς. Κλαίω. Μου έχουν πει ότι αντηλιακό βάζουμε μόνο τη μέρα για να προστατευόμαστε απ’ τον ήλιο, όμως εγώ δεν τους ακούω. Τα εγκαύματα που αφήνουν οι άνθρωποι είναι πιο επικίνδυνα. Το σκοτάδι τους με κάνει και τρέμω. Το βγάζουν απ’ τις τσέπες τους κι εγώ κρυώνω.

Ο ήλιος δεν φταίει. Είναι καλός. Τον αγαπάω γιατί κάνει τις λέξεις να κολυμπούν.

Μ’ αρέσει να βάζω καλάθια, να τρώω παγωτά φράουλα και να παίζω με τη θάλασσα στο δωμάτιό μου. Και όλο μου λένε λογοτεχνία. Φωνάζουν μέσα στα αυτιά μου και κάνουν θόρυβο, σαν μηχανές αεροπλάνων. Όμως, δεν ξέρουν να πετούν.

Νομίζουν ότι όταν μεγαλώσω θα κολλήσω κι εγώ αυτή την αρρώστια που έχουν κι αυτοί και την λένε μετριότητα. Γι αυτό δεν θέλω να μεγαλώσω. Θέλω να διαβάζω ένα βιβλίο μόνη μου και να λέω αν μ’ αρέσει ή δεν μ’ αρέσει.

Πολλά βιβλία μ’ αρέσουν γιατί με αφήνουν και βάζω αντηλιακή κρέμα τη νύχτα και έχουν ζωή. Αυτό εδώ το βιβλίο με χαϊδεύει σαν μέλλον και ηρεμώ. Και μου φέρνει τις εικόνες στα πόδια μου.

Ζήτησα απ’ τη μαμά μου να μου το πάρει, γιατί ήθελα να μάθω γιατί πιο νύχτα δεν γίνεται. Άρχισα να διαβάζω. Όσο προχωρούσα, καταλάβαινα. Οι άνθρωποι φοβούνται να είναι αυτό που είναι, και προσπαθούν να γίνουν κάτι που ποτέ δεν θα φτάσουν. Κι όλο κάνουν πράγματα που με κάνουν να θυμώνω.

Φοβάμαι. Εγώ είμαι αυτό που είμαι χωρίς τους άλλους. Γιατί νύχτα είναι αυτό που οι άλλοι σου προκαλούν. Και αυτό που οι άλλοι κάνουν για να μη φτάσεις πιο γρήγορα στο φως.

Μια μέρα είδα το φεγγάρι να κολυμπάει στον ουρανό. Δεν φορούσε μπρατσάκια – θα είχε μάλλον μεγαλώσει. Χαμογελούσε με τις άσπρες, φωτεινές βλεφαρίδες του. Μετά το βρήκα και στο βιβλίο και του είπα να μου το δώσει σπίτι να παίξουμε, αλλά δεν γινόταν γιατί θα έχανε τη σελίδα του.

Οι αληθινές σελίδες δεν έχουν σκάλα γιατί δεν θέλουν να χάνουν ζωή.

Μίλησα λίγο με τους εαυτούς μου που θέλανε να πάνε να παίξουνε και μετά είδα μια ιδέα που ήταν τελικά τρεις, αλλά οι δύο δεν φαινόντουσαν γιατί ήταν μαύρες και ήταν νύχτα. Δεν είχαν βάλει αντηλιακή κρέμα και κρύωναν. Όταν θα πάω σπίτι μου, θα ανοίξω πάλι το βιβλίο και θα τις βρω ζωγραφισμένες να μου χαμογελούν.

Τώρα κρατάω τον μαρκαδόρο μου σαν ακόντιο και τον εξαπολύω στο μπλοκ. Σε λίγο η σελίδα θα γεμίσει κριτική, αυτή τη λέξη την άκουσα χθες. Δεν ξέρω τι σημαίνει, πάντως οι δικές μου λέξεις είναι με χρώματα. Θυμάμαι όταν βγαίνανε κάτι μεγάλοι θόρυβοι τεράστιοι, που άκουσα σ’ αυτό το χρωματιστό κουτί που έχουμε στο σαλόνι μας, ότι ο θάνατος του υποκειμένου οδηγεί στην αφαίρεση. Ένας φαλακρός κύριος με γυαλιά, που μάλλον δεν ήξερε πρόσθεση, είπε ότι φταίνε τα γεγονότα και ένας άλλος κύριος χοντρός που φορούσε φούξια γραβάτα, είπε ότι φταίει το άλεκτον του ανέφικτου.

Εγώ δεν ξέρω ποιος φταίει, ξέρω όμως ότι κάθε φορά που καίγονται τα πράγματα, γίνεται κάτι που το λένε συζήτηση και αυτό πρέπει να είναι πολύ σοβαρό πράγμα, γιατί συμβαίνει πάντα μετά από μεγάλες καταστροφές.

Λένε ότι αυτό γίνεται γιατί έχουμε λογοτεχνία. Δηλαδή λογοτεχνία είναι να καίγονται τα πράγματα επειδή δεν ξέρουμε πρόσθεση και μετά να γίνεται αφαίρεση. Τελικά η λογοτεχνία είναι το αντίθετο της σιωπής.

Ευτυχώς που αυτό το χρωματιστό κουτί στο σαλόνι μου έχει κάθε μέρα μίκυ μάους και έτσι δεν βαριέμαι. Είναι κάτι κύριοι με γυαλιά που μιλάνε με κριτική, αυτή την καινούρια λέξη, και δεν ξέρουν καθόλου από σιωπή. Κι εγώ βαριέμαι.

Νομίζω ότι ο ένας περπατάει μέσα στον άλλον και όταν μιλούν βγαίνουν όλες οι φωνές μαζί και δεν καταλαβαίνεις τίποτε. Μετά αλλάζουν βραβεία.

Αυτό το βιβλίο που μου έδωσε ο φίλος μου, έχει μόνο μια φωνή και μου αρέσει να την ακούω γιατί είναι σιωπή.

Απλώς, με όλα αυτά που γίνονται, δεν θέλω άλλο να μεγαλώσω. Μου αρέσει που είμαι ακόμη επτά χρονών και μπορώ να ονειρεύομαι τη ζωή με ανθρώπους που δεν υπάρχουν.

Η επιβίωση είναι ανταρσία.


(η ομιλία της 7χρονης Άννας Μαρίας στο Floral στις 20.6.2011 στην παρουσίαση του βιβλίου του Σταύρου Σταυρόπουλου Πιο νύχτα δεν γίνεται)



Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ ΣΑΣ



Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν έρημους
Διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια
και οινόπνευμα για να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.

Εμένα οι φίλοι μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτόρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
Τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων
δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.

Κάνουν ότι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δικιά σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.

-------------------------------------------------------

Η ελευθερία μου είναι στις σόλες
των αλήτικων παπουτσιών μου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.
Μπορώ να σεργιανίσω ότι ώρα μου γουστάρει.
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας
Στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε
την ώρα που απαυτωνόσαστε
την ώρα που κάνετε το χρέος σας
στα παιδιά σας, στο σωματείο σας
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα
πως τρώτε αυγολέμονο
και τρώτε σκατά
μπορώ και περπατάω,
με τα αλήτικα παπούτσια μου
πάνω από τις στέγες σας
-όχι ρε παιδάκι μου σαν εκείνη
την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς-
δεν πιάνετε το κανάλι μου
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος
ανθρωπάκια χέστες, κατά βάθος σας λυπάμαι
αλλά τώρα δε χάνω το χρόνο μου μαζί σας
δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας

Η ελευθερία σας
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου
θάρθει η ώρα που θα τις γλύφετε
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας "θαύμα, θαύμα"
αυτά τα παπούτσια
ποτέ δεν ξεκουράζονται και ούτε βιάζονται
όταν εγώ καθαρίσω από εδώ
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο, δεν λειώνουν,
όσες πρόκες και αν ρίχνετε στο δρόμο.
Σας βαράνε στο δόξα πατρί σας
θα έρθει η ώρα
που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο
"συνοδοιπόροι" και "αποστάτες"
να βάψετε τα δικά σας
μα η μπογιά
δεν θα πιάνει
ότι και αν κάνετε, όσα και αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το δικό μας.

----------------------------------------------------------------------

Θαρθεί καιρός που θα αλλάξουν τα πράγματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
-μη βλέπεις εμένα- μην κλαις.
Εσύ εισ' η ελπίδα.
Άκου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γυρμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θάμαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.

Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες.
Να φυλάξεις μονάχα
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις και έννοιες σαν και αυτές
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.

Είναι Μαρία -δε θέλω να λέω ψέματα- δύσκολοι καιροί.
Και θάρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω -μην περιμένεις και από μένα πολλά-
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω μόνο:
"Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος".
Θα την αλλάξουμε τη ζωή.
Παρ' όλα αυτά Μαρία.

Κατερίνα Γώγου

Τρία κλικ αριστερά
Ιδιώνυμο

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Η ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ


Αν οι πρώτες συλλογές του Λευτέρη Πούλιου, στα χρόνια «του ‘70», αποτελούσαν μια συνάρθρωση της γενικευμένης επαναστατικής διάθεσης των νέων της εποχής με το ρεύμα της μπητ ποίησης, αν πήγαιναν μετωπικά απέναντι στους ευκλεείς ποιητικούς προγόνους ζητώντας επιτακτικά τη σκυτάλη, σύντομα αυτή η διαδικασία ευτελίστηκε σε μια ανέξοδη απολέπιση της φόρμας και του φορτίου των ποιημάτων, με την κατάτμηση του λόγου, την ασυνέχεια του ειρμού, την απουσία έρματος να χαρακτηρίζουν μια πληθώρα ποιημάτων, ποιητών και ποιητριών, που έτσι εξαντλούσαν την αμφισβητησιακή διάθεση, την μετέτρεπαν σε πόζα, δηλαδή σε υποκατάστατο ύφους.

Δίπλα τους, όλα αυτά τα χρόνια, υπήρξε η ποίηση της Κατερίνας Γώγου, ομόρριζη ως προς τις κοινωνικές και ποιητικές της αφετηρίες, που επιζήτησε τη συνέχιση και διεύρυνση της πρώτης ορμής μέσα από την ανοικτή πολιτικότητα της θεματολογίας, όπου διοχέτευε και όλο το υπαρξιακό άλγος, προσωπικό μεν, αλλά τόσο κοινό και γενικευμένο, που αποτελούσε κοινωνικό φαινόμενο και μέγεθος, περιρρέουσα, αποπνικτική ψυχολογία της εποχής. Σε μια μπρουτάλ φόρμα -απλουστευτική έκπτωση της αμεσότητας της μπητ ποιητικής-, στέγασε, ως κοινωνικό τεκμήριο, με τρόπο όπως θα λέγαμε κάποτε «οργανικό», την προοδευτική έκπτωση, την απίσχναση, την προϊούσα παρακμή της Μεταπολίτευσης, την «ψυχή» και τα ζαρωμένα όνειρα μιας ολόκληρης εποχής.
Σε κάθε περίπτωση, η ποίηση στα χρόνια της Μεταπολίτευσης δεν μπορεί να διαβαστεί χωρίς τον καθρέφτη της Γώγου, και η ποίηση της Γώγου δεν υπάρχει παρά ως αντίδραση στην πορεία της ποίησης στα χρόνια εκείνα. Κι αν κάποιοι νομίζουν ότι αυτά έχουν κριθεί, προφανώς κάνουν λάθος. Τώρα είναι που πλησιάζει η ώρα των κρίσεων, και μάλιστα η ποίηση του Σταυρόπουλου ξαναθέτει το θέμα με τον πιο έγκυρο και δραστικό τρόπο: διά της ποιήσεως, διά της συνέχειάς της.

Ο Σταυρόπουλος έρχεται λοιπόν να ξαναθέσει το ποιητικό στοίχημα της Κατερίνας Γώγου, έχοντας εντοπίσει τη βασικότερη αστοχία του, μάλλον αναπηρία του, δηλαδή την ελλειπή αγκύρωσή του στην ιστορία, στη διαδρομή του ποιητικού λόγου, έχοντας ορίσει εμφανώς τη στόχευσή του, τόσο απλή αλλά τόσο δύσκολη στην πράξη, δηλαδή να κάνεις ποίηση με άμεσες κοινωνικές και πολιτικές συμπαραδηλώσεις, αλλά όχι εις βάρος της αισθητικής αρτίωσης: Όλοι οι άνθρωποι γκρεμίζονται προς τα έξω∙ εσύ γκρεμιζόσουν προς τα μέσα.

Αντί λοιπόν για την προσφυγή στο underground καταφύγιο της Γώγου, προτιμά το διαρκέστερο και οπωσδήποτε ευρύτερο περιβάλλον της ροκ κουλτούρας, όπου συναρθρώνει τις ποιητικές αναφορές με τους ρυθμούς και τους ήχους που ορίζουν, με τρόπους έντονους και υφολογικά σκληρούς, ένα πολύ ισχυρό και ευρύχωρο πολιτισμικό πεδίο. Ενδεικτικές και οι σημειώσεις-παραπομπές-ανακλήσεις: Κ. Π. Καβάφης, Van Morrison, Leonard Cohen, Γιώργος Χειμωνάς, Rolling Stones, Άννα Αχμάτοβα, Ραούλ Βανεγκέμ, The Beatles, Neil Young, Bob Dylan, Ρίλκε, Τεντ Χιούζ... Μετά, απλώς κουράζεσαι να είσαι νεκρός. Να ταξιδεύεις με πεθαμένους.

Από τους οικείους, τους πιο κοντινούς, κρατάει ορισμένους, όπως π.χ. τον Γκόρπα, και πάλι όμως ως σπάραγμα, ως οδόσημο, και όχι ως δρόμο. Γιατί ο Σταυρόπουλος φτιάχνει ποιήματα όπου ο λυρισμός καταλαγιάζει μέσα στην πεζολογική μορφή του στίχου, όπου οι λέξεις δεν λάμπουν αλλά κυκλοφορούν, προσπαθώντας να βρουν όχι τη θέση τους αλλά τη σχέση τους με τις άλλες, μια σχέση διαρκώς μετατοπιζόμενη, μεταλλασσόμενη, χωρίς την ασφάλεια της μνημείωσης αλλά με τη διαρκή αγωνία της τριβής με τις άλλες και με τα πράγματα, ώστε ο σπινθήρας της ποίησης να προκύπτει συνεχώς, απρόβλεπτος και φυσικός. Στόχος του είναι ποιήματα που εγγράφονται μέσα στην καθημερινότητα, χωρίς αυτή να τα καταπίνει, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανακληθούν μέσα από αυτήν, ως ασφαλή τεκμήρια της ζέουσας πραγματικότητας. Αυτή είναι η λύση που δίνει στο αίτημα της πολιτικής ταυτότητας των ποιημάτων του.

Όσο κι αν φανεί παράδοξο, θα έλεγα ότι σιγά σιγά πλησιάζει προς τα διλήμματα που αντιμετώπισε ο Γιάννης Ρίτσος. Κι εδώ είναι που αναδεικνύονται οι ανάγκες της σύνθεσης, η διαλεκτική αμεσότητας, συνομιλητικότητας, κοινωνικών αναφορών, από τη μια, και, ποιητικής υψηγορίας, διαύγειας της φωνής, υπόγειας αύρας, από την άλλη, ανάγκες και αιτήματα του ποιητικού του λόγου που ήδη εμφανίζονται στο βιβλίο και δοκιμάζονται κάποιες λύσεις. Αρκούν; Δεν μπορώ να απαντήσω εύκολα, γιατί η απαιτητική διαλεκτική στην οποία υπόκειται η ποίηση του Σταυρόπουλου έχει την «ιδιοτροπία», μόλις ο στίχος πάει να απογειωθεί, να προβάλλει την υπενθύμιση-αίτημα:
Να διακρίνεται καθαρά ο λεκές της ζωής.

Κώστας Βούλγαρης
Η Αυγή της Κυριακής, 19 Ιουνίου 2011

*Ευχαριστώ θερμά τον Κώστα Βούλγαρη για την δημοσίευση του κειμένου του

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ
http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2011/06/blog-post_9034.html#more
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=623016

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ FLORAL



Οι εκδόσεις Οξύ και το Floral σας προσκαλούν στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του Σταύρου Σταυρόπουλου, Πιο νύχτα δεν γίνεται

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΜΥΘΟΥ

την Δευτέρα 20 Ιουνίου, στις 8.30 μ.μ.

Την εκδήλωση θα ανοίξει και θα προλογίσει ο εκδότης, και διευθυντής του βιβλιοπωλείου «Ιανός», Βασίλης Χατζηιακώβου.

Για το βιβλίο θα μιλήσει η Άννα Μαρία.

Αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσει ο συγγραφέας.

Θα ακολουθήσουν μουσικές.
Νυχτερινές και αιώνιες.

«ΑΛΗΘΙΝΟ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Ο,ΤΙ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΣΤΕ»

Floral: Θεμιστοκλέους 80 | Πλατεία Εξαρχείων | Τηλ. 210 3800070

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΡΩΤΑΣ


Πρόκειται για 112 σχέδια για ένα μυθιστόρημα. Εν ολίγοις, μια αναγγελία μυθιστορήματος μέσα από κομμάτια ψυχής και ζωής που συναντιούνται, άναρχα και όχι αριθμημένα, στην οδό της ουτοπίας. Αυτή που μοιάζει να δικαιώνει όλα τα μεγάλα, πριν καν ακόμα βγάλει το κεφάλι τους από τη μήτρα της ζωής. Ο Σταύρος Σταυρόπουλος "ενταφιάζει" με τις λέξεις του τα αποβιώσαντα συναισθήματα, αυτά που αγνοούν ότι η νεκρώσιμη ακολουθία πηγαίνει μαζί με τη γέννησή τους.

Μνημόσυνα στιγμών. Κατάργηση του χρόνου. Το γιν και το γιαν μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη, σαν θηρία που παλεύουν να εξοντώσει το ένα το άλλο. Το βίωμα και ο πόνος ως τρανή απόδειξη της ύπαρξης, αλλά και του νοήματός της. Σκέψεις, λέξεις και εικόνες-θραύσματα μιας ευτυχίας που δεν είναι καθόλου σίγουρη για το όνομά της. Μοναχικοί διάλογοι και παραληρηματικοί μονόλογοι. Που άλλοτε διαφωνούν μεταξύ τους και άλλοτε συμφωνούν, όχι τόσο στα κόμματα όσο στις τελείες και στα αποσιωπητικά.
Λέξεις-γρίφοι μιας ανεπίλυτης ζωής, σαν ανεπίδοτο δώρο ή γράμμα που ο παραλήπτης έχει αλλάξει διεύθυνση, ενώ η ειρωνεία είναι πως συχνά πρόκειται για τον ίδιο τον αποστολέα, που αναρωτιέσαι αν το γνωρίζει και κάνει μια κακή φάρσα στον εαυτό του ή το αγνοεί παντελώς, προκειμένου να έχει την ελευθερία της επιλογής σε μια καθημερινότητα-τράπουλα σημαδεμένη, με τους τζογαδόρους να προσπαθεί ο ένας να ξεγελάσει τον άλλον.

Ένα βιβλίο θάλασσα και ουρανός μαζί, με τα καράβια, τρελαμένα, να ταξιδεύουν εκεί που θα έπρεπε το μάτι σου να ψάχνει για αεροπλάνα, και τα αστέρια να κολυμπάνε στη θάλασσα χωρίς σωσίβιο. Και τα όνειρα...Ροβινσώνες Κρούσοι, που άλλοτε περιμένουν κι άλλοτε βολεύονται στην επανάληψη του τίποτα.
Ένα βιβλίο έρωτας. Που σε βοηθά ...να γίνεις κομμάτια. Για να ανασυντεθείς εκ νέου.
Με την ποίηση και το αθώο βλέμμα του παιδιού που προσπαθεί να βιάσει τον ωμό ρεαλισμό της ζωής. Και όλως παραδόξως, το καταφέρνει.

Γιόλα Αργυροπούλου,
Τηλέραμα, τχ. 1789, 18-24 Ιουνίου 2011

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

ΕΠΙ-ΓΡΑΦΕΣ 3


Κάθε άνθρωπος είναι ένας μικρός λαός που εκκρεμεί όνειρα.