Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ

















Έρχομαι
Από τον επίπεδο άξονα
Της κούνιας μου
Η πόλη περιμένει
Εκεί
Να με γεμίσει με γάλα
Τη λιώνω
 
Είμαι λευκός
 
Το κλάμα
Ενός μωρού
Στη θερμοκοιτίδα
Ανεβάζει στα αυτιά μου
Μονόπρακτα
Του επόμενου αιώνα
 
Αν  μετρήσω έως το δέκα
Ξετυλίγοντας επιδέσμους
Θα φτάσω
Ως τους γαλάζιους καθρέφτες

Τους απασχολημένους
 
Με τους νεκρούς
Που διανύθηκαν
 
Έτσι θα εκραγώ
Από φως
 
ΣΣ




Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

ΚΙ ΑΛΛΟ

















Πάνω στις κόκκινες βέργες
Ενός κρεβατιού
Όπως θεός που πεθαίνει
Θα σε καρφώσω
 
Να σε έχω ξύλινη
 
Να έχω την δύσπνοιά σου
Στο στόμα μου
Να μην ξέρω
Πως θα σε γυρίσω ξανά
Στο μέλλον
 
Και ο λόγος της θάλασσας
(Της δικής μας εμφύλιας θάλασσας
Από χαίτη αλόγου)
 
Θα σε αστράφτει
Σώζοντας κύματα
Σε όλες τις συμφωνίες του γάμα
 
Και θα μας μισεί
Ψευδέστατα
 
Έως τα δόντια
Ενός λύκου

ΣΣ




Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

ΧΑΘΗΚΑΜΕ


 
Υπάρχω ερήμην μου
Χωρίς λέξεις ωραίες
Μόνο για να σε πω
Απλώς
Με όλα τα επίθετα
Που κατέρρευσαν
 
Κανένα τους δεν υπάρχει
Κανένα δεν βρέθηκε
Με το όνομα ενός κέδρου
Στην άκρη
Να σε πυργώσει
Πάνω στα γράμματα
 
Να σε κάνει άθλια άσπρη
Ανάγλυφη του χαρτιού
 
Σφραγίδα
 
Που έφυγε το μελάνι της
Από την αφόρητη γύρη
 
Θα γίνεις στοά μου
Μέσα σ’ ένα σχεδόν δωμάτιο
 
Θα σε γυρίζω
 
Ώσπου να πεθάνουν τα φιλιά
Απ’ την αρχή
Και να βγει το φεγγάρι
Χαλασμένο στο στόμα σου
Σαν πορτοκαλί βάτραχος
Με τα μάτια κλειστά από το χιόνι
 
Θα έρθει
Να ταιριάξει πάνω στην άσπρη σελίδα
Το δικό μας ελάφι
 
Εξαιτίας σου
Έχασα πια όλα τα χέρια
Που φύτεψα επιπλέον
Για να μπορώ να σε πιάνω
 
Να σε γεμίζω
Και να φεύγεις από φως
Αδιάθετη άνοιξη
Να με κοιτάζεις
Με χορτασμένα δόντια
 
Έτσι που βρώμισαν
Όλα τα εκπληκτικά φρούτα
Και χαθήκαμε
 
Όπως χάνει κανείς
Τη μάχη για τη ζωή του
 
Στις λεπτομέρειες
 
Σ.Σ

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

ΛΗΘΗ






















Θυμάμαι τότε που
Στα μέτωπά μας
Έτρεχε  λάδι των ναών
Και μας υπόμενε η νύχτα
Πάνω στα ταραγμένα ρεύματα
Των σεντονιών
Της ενηλικίωσης

Κι έπειτα πως
Τα μάτια μας άνθιζαν τις βεράντες
Με λωτούς αλλόκοσμους
Και στηνόταν ένα τρελό πανηγύρι
Από προσευχές
Στα καροτσάκια των δρόμων

Και πετάγαμε κέρματα
Αστεριών
Κατευθείαν στο σώμα

Και μιλούσαμε
Την απανθρακωμένη γλώσσα
Των νεκρών

Τώρα βλέπω από μακριά
Τα γερμένα πλοία
Στο λιμάνι του Αμβούργου της Βαρκελώνης του Πειραιά

Στα νερά που έγινε σκάνδαλο
Η απουσία μας

Να μας αποκαλούν φαντάσματα

Και να συζητούν
Με κατεβασμένα φουγάρα
Αν τελικά πεθάναμε στον ύπνο μας
Ή μας έπληξε κατάφορα

Η λήθη του άλλου

Σ.Σ.



Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Η




























ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΑΥΡΙΟ
Το κορίτσι στη γωνία πεθαίνει
Ξερνώντας φράουλες
Κι αγγέλους χωρίς χέρια

ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΑΥΡΙΟ
Μέσα στον τρόμο του θανάτου θα πεθάνουμε
grace a toi cher Alain

Όρθιοι
Σ' ένα μπαρ ή σε κρεβάτι
Απλόχερα σκορπίζοντας το είναι μας
Στον κόσμο
Στους ήλιους των αυτοδύναμων στιγμών

Στα σκοτεινά δωμάτια
Τρέμοντας
ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΑΥΡΙΟ

Γιόλα Αναγνωστοπούλου (1955 - 2005)
Οξείς Μετάλλου Ήχοι, Αθήνα 1979


Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

ΚΑΙΡΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ





Φυσούσε ακόμα
Πολύς παράδεισος
Ανάμεσα στα μπαλωμένα σου πόδια
Η υγρασία
Ήταν κανονική για την εποχή

Στους 69 βαθμούς
Ρίχτερ

Με ανακατεμένες ημερομηνίες

Όμως η θερμοκρασία
Πάντα άρρωστη από έρωτα
Έλιωνε το χρώμα στους τοίχους
Έλιωνε τα καλώδια του φωτιστικού
Έλιωνε το χρυσαφί της κορνίζας
Στο χωλ

Έλιωσε μέχρι και την κούνια του μωρού
Που τραγουδούσε Archive
Παράφωνα

Έλιωσε και τα μάτια μας
Που κολυμπούσαν ψάρια

Ώσπου ο καιρός άλλαξε
Φύσηξε ξανά
Ένα εμβαδόν γης

Και βγήκε
Απ’ το μπαλκόνι της πίσω βεράντας
Σαν πρωινή περίπολος
Η  σημαία του σπέρματος

Έγραφε
Προσοχή μετονομασία
Αρχείο προς επαναδημιουργία

Σιωπής
Ηδύτατο



Σ.Σ.


Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ





 
























πώς μπήκε τόση νύχτα
απ’ τα κλειστά παράθυρα;

ανάψαμε όλα τα φώτα
ακόμη και τα λαμπιόνια που κρατούσαμε για ώρα ανάγκης
στην πράσινη-κόκκινη-γαλάζια-κίτρινη μνήμη μας
από ξεχασμένα πανηγύρια
ανάψαμε ακόμη και τη χρυσόσκονη
και τις σερπαντίνες της απόκριας                            
ακόμη και τα πορτατίφ-γαρίφαλα
που ζωγράφισε η Κλειώ τριών χρονών
ακόμη και τα βάζα της προγιαγιάς
γεμάτα αστροφεγγιά από κυδώνι ή πορτοκάλι ή νεράντζι     
ακόμη και τα μάτια-ήλεκτρο της γάτας
που απλώσαν οι κεντήστρες σε βελούδο πολυθρόνας

κι όμως του σκοταδιού η στάθμη
ανέβαινε με ανυποχώρητο ρυθμό

ώσπου σκέπασε το μωρό στην κούνια
σκέπασε τα βιβλία στο χαμηλό ράφι
σκέπασε τα βαλσαμωμένα πουλιά πάνω στο τζάκι
έφτασε ως τα γόνατα ως την κοιλιά ως το στήθος
ως την άκρη των χειλιών
παρόλο που στεκόμασταν στα νύχια των ποδιών μας
σχεδόν μετέωροι παίρνοντας βαθιές ανάσες

την ύστατη στιγμή σκεφτήκαμε
μόνη ελπίδα και καταφυγή μας οι καθρέφτες
με τις ατέρμονες στοές και τους κρυψώνες τους
αρκεί να βρούμε μια ραγισματιά για να περάσουμε


Βασίλης Πολύζος

(από την ανέκδοτη συλλογή ποιήματα προς ρωμαίους)