Θυμάμαι τότε που
Στα μέτωπά μας
Έτρεχε
λάδι των ναών
Και μας υπόμενε
η νύχτα
Πάνω στα
ταραγμένα ρεύματα
Των σεντονιών
Της ενηλικίωσης
Της ενηλικίωσης
Κι έπειτα πως
Τα μάτια μας
άνθιζαν τις βεράντες
Με λωτούς
αλλόκοσμους
Και στηνόταν ένα
τρελό πανηγύρι
Από προσευχές
Στα καροτσάκια
των δρόμων
Και πετάγαμε
κέρματα
Αστεριών
Κατευθείαν στο
σώμα
Και μιλούσαμε
Την
απανθρακωμένη γλώσσα
Των νεκρών
Τώρα βλέπω από
μακριά
Τα γερμένα πλοία
Στο λιμάνι του
Αμβούργου της Βαρκελώνης του Πειραιά
Στα νερά που
έγινε σκάνδαλο
Η απουσία μας
Να μας αποκαλούν
φαντάσματα
Και να συζητούν
Με κατεβασμένα
φουγάρα
Αν τελικά πεθάναμε
στον ύπνο μας
Ή μας έπληξε
κατάφορα
Η λήθη του άλλου
Σ.Σ.
2 σχόλια:
Ίσως το σχόλιο που θα σου αφήσω να φανεί τόσο μη λογοτεχνικό, αλλά αυτό είναι που ακριβώς δεν με νοιάζει. Το ποίημα το ζεις. Σε ζει. Κάποιες φορές ίσως και να σε πεθαίνει.
Έχω γράψει για τις λέξεις σου πολλές φορές. Γιατί το έχω ανάγκη. Γιατί τις ζω και με ζούνε. Γιατί έχουν αυτό το κάτι από μένα, που είναι σε σένα. Που είμαι εγώ εσύ. Και το αντίστροφο.
Το ποίημα αυτό ανήκει στην κατηγορία αυτού που συχνά με ακούς να λέω: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ.
Συνέχισε να γράφεις για να μπορώ να αναπνέω ζωή.
Δεν ξέρω αν είναι λογοτεχνικό το σχόλιό σου, Μαρία, είναι όμως σίγουρα συγκινητικό. Και σε ευχαριστώ που - τουλάχιστον αυτό, ...σε αντίθεση με το ποίημα - ΥΠΑΡΧΕΙ. Γιατί είναι αυτό που σε (Μ)ένα (Χ)ωράει.
Δημοσίευση σχολίου