Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

ΕΝΑΣ ΑΟΡΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ


ΠΑΝΩ στο τραπέζι βρίσκονταν τα μολύβια του, τα χαρτιά του, μια γόμα, το πακέτο με τα τσιγάρα και τρεις ντάνες βιβλία που σχημάτιζαν ένα ψηλό, ανθεκτικό πι. Τα σύνεργα επιβίωσης. Χρειαζόταν έναν άνθρωπο να του αδειάζει συνέχεια το τασάκι. Ο υπολογιστής ήταν κλειστός. Μαύρος. Χαζεύοντας την αντανάκλαση του προσώπου του στη σκοτεινή οθόνη θυμήθηκε ότι έπρεπε να σημειώνει όσα ήθελε να δει. Λεπτομερώς. Ξεκίνησε με τη φράση «ο αόρατος άνθρωπος» και πριν ολοκληρώσει την πρότασή του, τη διέγραψε. Ηταν αξύριστος. Αδυνατισμένος. Και επιπλέον, διακρινόταν.

Οποτε δεν ήταν μαζί της, ένιωθε παραμορφωμένος. Τα μήλα του προσώπου του εξείχαν, σαν να διαμαρτύρονταν για την έλλειψή της. Τα μάτια του κοίταγαν τις μέρες που κυλούσαν και οι κόγχες τους είχαν εκραγεί. Η νύχτα έκαιγε. Και το φεγγάρι, μια νυχιά στην πλάτη του κόσμου. Το φως κατέρρεε μ' έναν αργό, βασανιστικό τρόπο. Ποτέ δεν ήταν λιγότερο το φως.

Σηκώθηκε και περπάτησε κατά μήκος του μπαλκονιού. Κοίταξε από πάνω τη μηχανή του, του άρεσε να τη βλέπει μικρή. Τη χαιρέτησε με το βλέμμα. Ι really got a lucky life: My writing, my motorcycle and my wife. Ψέματα. Ο Lou Reed έλεγε ψέματα. Ποτέ δεν μπορείς να έχεις και τα τρία. Αυτό που βλέπεις δεν είναι σημαντικό, είπε. Η φωνή του κατέβηκε τρεις ορόφους κάτω, τα φωνήεντα τσακίστηκαν πάνω στη μηχανή.

Του ήρθε στο μυαλό ο Τζακ Κέρουακ. Οταν ένας δημοσιογράφος τον είχε ρωτήσει τι ακριβώς ψάχνει με τόση μανία, εκείνος είχε πει: Περιμένω να φανερωθεί ο Θεός. Προφανώς, ο Θεός ντρεπόταν να εμφανιστεί.

Αναψε ένα τσιγάρο, απ' αυτά που είχαν απαγορεύσει. Επέστρεψε στην πολυθρόνα του. Ξεκίνησε πάλι να γράφει. Για κάποιο λόγο όλα του ήταν αόρατα. Εβλεπε ένα κενό. Όταν συγκέντρωνε το βλέμα του σε κάτι, αυτό εξαφανιζόταν. Αδυνάτιζε. Οσο περισσότερο βλέπεις τόσο δεν βλέπεις.

Αν ακόμα υπάρχουν οι λέξεις -αυτές οι λίγες, ανοργάνωτες λέξεις- είναι γιατί χάνοντας σταδιακά την ιδιοφυΐα τους, επιμένουν να ψάχνουν τον κόσμο.

Κοίταξε τη φωτογραφία της νύχτας. Εψαξε για τον κόσμο. Για τον Θεό. Ο υπολογιστής παρέμενε κλειστός. Μα, αυτή είναι γυμνή, του είχαν πει.

Δεν ήταν γυμνή. Φορούσε τη θάλασσα.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

ΤΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ;


Με έχει συγκλονίσει η συλλογή χρονογραφημάτων του Σταύρου Σταυρόπουλου. Με έχει σαγηνεύσει. Πρώτα για την ανατριχιαστική της αλήθεια, και ύστερα για την ανατριχιαστική της ευαισθησία. Νόμιζα ότι, ο πιο τρυφερός Έλληνας δημοσιογράφος είναι ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος. Από χθες, άλλαξα άποψη. Βέβαια, για να βάλω και ειρμό στις σκέψεις μου, τυχαία έπεσα επάνω στο Σταύρο Σταυρόπουλο. Το μάτι μου, σαν αγκίστρι, κάρφωσε τα κείμενά του στο ένθετο ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, της αθηναϊκής ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, κι έμεινε εκεί. Μα πώς θα μπορούσε να δραπετεύσει; Μα πώς θα μπορούσε ένα αγκίστρι να προδώσει τα λάφυρά του, τη λαχταριστή του ψαριά;

Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι η γραφή του Σταυρόπουλου είναι μοναδική - one of a kind. Πανέμορφες λέξεις, αιχμηρές φράσεις, παρομοιώσεις που κόβουν την ανάσα, απόψεις βουτηγμένες στη γλύκα και στην πίκρα της ζωής.

Και, πείτε μου, τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν; Εγώ πιστεύω, παρά την πιθανότητα να πέφτω έξω, ότι οι λέξεις αποκτούν γένια, μπαρκάρουν για τα ξένα, ή για τον Κορυδαλλό, αφουγκράζονται τον ασθενικό σφυγμό του αλλοδαπού, παίρνουν από το χέρι τη μάνα που πρόκειται να γεννήσει το παιδί της στο ιατρείο ενός τσαρλατάνου, ακούνε, στα κρυφά, τη Νένα Βενετσάνου, να τραγουδάει το Μαγισσάκι, ή τον Διονυσίου να ψέλνει Βρέχει φωτιά στη στράτα μου, τέλος πάντων, ενηλικιώνονται, συχνάζουν σε καφετέριες και σε μπαράκια, αναζητούν ταίρι, ορέγονται μέχρι τρέλας τη δίμετρη από την Ουκρανία που σερβίρει, με καυλωτικό στυλ, ποτά, κουρνιάζουν σε αγκαλιές που μοσχομυρίζουν κανέλα και αθωότητα.

Το βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου απευθύνεται σε εκλεπτυσμένο αναγνωστικό κοινό. Σε ανθρώπους που, ενώ αντιλαμβάνονται τη ματαιότητα της ύπαρξης, γνωρίζουν, έστω και περιστασιακά, να αρπάζουν τις αγωνίες από τα κέρατα και να τις μεταμορφώνουν σε στιχάκια, σε νότες, σε μάγουλα παιδιών, σε χείλη κοριτσιών, σε παραδείσιες ρυτίδες γερόντων, σε πράσινες ανταύγειες στο δάσος με τις λεύκες, σε σπινθήρες που ανάβουν, ξαφνικά, στο κέντρο του χάους, σε πεταλουδίτσες που ζαλίζονται με το φως των λαμπτήρων. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά κατά πόσον τα εκπληκτικά χρονογραφήματα του Σταυρόπουλου αποπνέουν αισιοδοξία ή απαισιοδοξία, αλλά, στο λόγο της τιμής μου, δεν μπορώ ούτε να ξεχωρίσω την αισιοδοξία από την απαισιοδοξία. Υποθέτω μάλιστα, με λίγη δόση τόλμης, ότι, η εντιμότερη αισιοδοξία είναι η απαισιοδοξία.

Ωστόσο, κυνηγώ, σαν αδέσποτο σκυλί, και το κόκαλο που μου αναλογεί, δεν θέλω να πεθάνω πριν από την ώρα μου, μου έρχεται, ενίοτε, η επιθυμία να σκαρφαλώσω στο Έβερεστ. Ή τουλάχιστον στον μαντρότοιχο της γειτονιάς μου.

Όταν ήμουν μικρός, γράφει ο συγγραφέας στο συγκλονιστικό προλογικό του σημείωμα, ήμουν λιγόφαγος. Η μητέρα μου με κυνηγούσε να φάω. Κάθε πρωί μου ετοίμαζε ένα σάντουιτς να το πάρω μαζί μου για κολατσιό. Δεν το έτρωγα ποτέ. Σε ένα μεγάλο ντουλάπι πίσω απ' το θρανίο μου αποθήκευα σχολαστικά όλες εκείνες τις βιταμίνες που δεν κατέληγαν στο στομάχι μου. Ήταν ένα βουνό από αχρησιμοποίητα γεύματα, έμοιαζε με το μέλλον μου: όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να το αποφύγω. Μια μέρα, η δασκάλα με ανακάλυψε. Τα σάντουιτς είχαν σαπίσει, η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη, όλη η τάξη κρατούσε τη μύτη της. Στο διάλειμμα τα έβγαλε όλα και τα άπλωσε στο θρανίο μου: Ορίστε τα χάλια σου, μου είπε. Μήπως θα ήθελες να τους ρίξεις μια τελευταία ματιά; Τα κείμενα αυτά θυμίζουν εκείνα τα σάντουιτς του σχολείου - είναι, κατά ένα τρόπο, τα χάλια μου. Οι ζαβολιές που μ' αρέσουν. Στο ρόλο της μητέρας μου είμαι πλέον εγώ. Εγώ πρέπει να φροντίζω για το φαγητό μου - άσε που πρέπει να το τρώω κιόλας.

Κείμενα, λοιπόν, σαν αφάγωτα σάντουιτς. Αλλά πεντανόστιμα, να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Εικόνες που σπαρταρούν δίπλα μας, που μας χτυπάνε σαν ακρογιάλια, που ακολουθούν τα βήματά μας, που ξελαρυγγίζονται μέσα στα αυτιά μας και εμείς, χιμαιρικοί στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς της βρώμας που λέγεται ζωή, δεν τους δίνουμε σημασία. Κι όμως, είναι οι μόνες εικόνες στις οποίες οφείλουμε να δίνουμε σημασία. Το γατάκι που γρατζουνίζει τα σκουπίδια, ο ήλιος που φιλάει το χώμα, η θάλασσα που τραγουδά τους καημούς της, ο σριλανκέζος που, αργά το βράδυ, θα διαρρήξει το περίπτερο για την πολυπόθητη κονσέρβα, η πουτάνα που ανοίγει τα σκέλια και ανέχεται τις αξιώσεις του πελάτη, κι ας θέλει, στην πραγματικότητα, να τον φτύσει, ο πολιτικός που βυθίζεται στη λάσπη των ψευδών του, η μάνα που ετοιμάζει το σάντουιτς στο παιδί της και, μετά, το φιλά στη χωρίστρα - κατευόδιο που δεν λέει να αλλάξει σχήμα.


Τι γίνονται, λοιπόν, οι λέξεις όταν μεγαλώσουν; Θα βρείτε την απάντηση σε αυτή την ανθρώπινη γεωγραφία, σε αυτό τον συναισθηματικό ποταμό του Σταύρου Σταυρόπουλου. Μπορεί, όμως, και να μην τη βρείτε. Μπορεί, όπως αναφέρει και ο ίδιος κάπου, να χάσετε. Σιγά τα αυγά! Ο χαμένος, σύμφωνα με το συγγραφέα, τα κερδίζει όλα! Και ποιος άραγε θα διαφωνούσε μαζί του;

Διαβάστε το, και τα ξαναλέμε...

Ανδρέας Κούνιος, Εφ. Αλήθεια (Κύπρος), 21.8.2009


Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

ΦΤΑΙΕΙ ΤΟ ΦΩΣ


Ο ΧΡΟΝΟΣ περνάει αργά. Ακατάστατα. Αν τον τακτοποιούσε κάποιος, θα εξαφανιζόταν. Αν κάποιο χέρι μάς τον παραχωρούσε ξαφνικά, θα σταματούσαμε να τον λατρεύουμε κι εκείνος θα πέθαινε από μοναξιά. Θα γινόταν αιώνιος, σαν τις επιθυμίες. Δεν γνωρίζουμε το τέλος του, γι' αυτό συνεχίζουμε να τον πολιορκούμε· μέχρι να καταλάβουμε. Πώς μπορεί να καταλάβει κανείς τον χρόνο, αν δεν ζήσει πρώτα μέσα του;

Αν γινόταν να τον ζωγραφίσω, θα έκανα μια πέτρα που πέφτει στη θάλασσα. Και μετά δεν βρίσκεται. Κενό. Ψάχνεις στον βυθό. Τίποτε. Πουθενά. Θρυμματισμένος κόσμος. Θρυμματισμένοι άνθρωποι. Θρυμματισμένος λόγος. Ο Κάφκα είναι παρών. Και μπορώ να πω λίγος. Μια δίκη άδικη. Ψάχνεις να βρεις τα κομμάτια που λείπουν. Τις πέτρες που έπεσαν στο νερό. Ζωή στον λήγοντα. Κληρώνει. Κυνηγητό με τον χρόνο. Κρυφτό. Κάποιος, όμως, πρέπει να τα φυλάει.

Σαν σήμερα, πριν από οκτώ χρόνια, δύο μολυβένιοι σταυροί εμφανίστηκαν στον ουρανό. Εφεραν πάνω - κάτω τον κόσμο και μετά έγιναν ιστορία. Είπαν πως επρόκειτο για αεροπλάνα, αλλά εγώ ξέρω καλά πως ήταν σταυροί που ζήλευαν το έδαφος. Και τα παιδιά ζηλεύουν τα παιχνίδια τους, μέχρι να τα βαρεθούν. Ολοι κάτι ζηλεύουν. Οι πιλότοι ζηλεύουν το φως γιατί τους τυφλώνει.

Ξέρεις, μου έλειψαν τα μέρη που δεν πήγαμε. Θα οδηγούσα εγώ. Ενα αεροπλάνο, έναν μαρτυρικό σταυρό. Θα το συνέτριβα πάνω σου. Ψηλά, ανάμεσα στο χώρισμα των ποδιών. Κι ας βρήκαμε τη στάχτη. Τα χέρια μου είναι πια άνεργα. Κρεμασμένα στους ώμους, διακόσμηση. Αχρηστο αξεσουάρ. Σκηνικό περιοδεύοντος θιάσου. Είμαι ένας ηθοποιός που υποδύεται τον εαυτό του. Ομως σε χρειάζομαι.

Από τη νύχτα έμειναν τώρα πια τα ίχνη της. Εσύ δεν ξέρω πού είσαι. Πού είσαι; Η πόλη ξυπνάει σιγά σιγά σε πουπουλένια στρώματα. Αστράφτει η πανοπλία της, μέσα στα συντρίμμια των αεροπλάνων. Ενα παιδί τρέχει ανάμεσα στους νεκρούς. Τα σπίτια των ανθρώπων είναι από χώμα. Από μνήμη, ασυναίσθητα βιογραφική. Αύριο, ο στρατός των χαμένων θα επιστρέψει στις πρωινές αίθουσες για την καθημερινή διάλεξη. Αύριο, θα συνεχιστεί ο εμβολιασμός στην αναγκαστική καθημερινότητα. Τα προκάτ συναισθήματα. Οι λευκές ώρες. Αύριο, θα έχουμε προχωρήσει μία ακόμα μέρα. Ολοι μας. Παραμένοντας ακίνητοι.

Και θα φταίει το φως.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=81334

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΑΥΤΗ ΘΑ ΦΤΑΝΕΙΣ




Φερνάντο Πεσσόα - Κ.Π.Καβάφης


Τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου

εισαγωγή - μετάφραση - ανθολόγηση: Γιάννης Σουλιώτης


εκδόσεις Μεταίχμιο, σ. 240, 13 ευρώ








Τα πρόσωπα


ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΙ και οι δύο σε πόλεις που έγιναν σύμβολα και απέκτησαν διαστάσεις μύθου ακριβώς λόγω της γέννησής τους. Οπως συνέβη και στο Δουβλίνο με τον Τζόις ή στην Πράγα με τον Κάφκα. Μετρίου αναστήματος, μικρόσωμοι. Καλοντυμένοι και οι δύο. Με αυστηρό προσωπικό γούστο. Κοστούμι και γραβάτα. Καπέλο. Διοπτροφόροι αμφότεροι. Στρογγυλός σκελετός, κοκάλινος, μυωπία. Τζέντλεμεν. Με τα χαρακτηριστικά τού δανδή. Εμοιαζαν περισσότερο με καθηγητές παρά με ποιητές. Κάπνιζαν κι έπιναν πολύ. Τους απάλυνε κάπως την εικόνα της πραγματικότητας.

Δεν υπηρέτησε κανείς τους στρατιώτης, αντιπαθούσαν τον πόλεμο. Και οι δύο υπάλληλοι. Λιγόστευαν σιγά σιγά μέσα σ' ένα απρόσωπο γραφείο. Αδυναμία στους άγγλους ποιητές και στα αστυνομικά μυθιστορήματα. Στον ελληνισμό της αρχαιότητας. Στον Διόνυσο.

Δεν είμαι Ελλην, αλλά ελληνικός, έλεγε ο Καβάφης. Πατρίδα μου είναι η πορτογαλική, συνήθιζε κάθε φορά να τονίζει ο Πεσσόα.

Σύχναζαν σε καφενεία ή ποτοπωλεία της γειτονιάς. Χαμένοι στο πλήθος, χαμένοι στους άλλους. Αναζητούσαν τα πολυσύχναστα μέρη της πόλης για τους περιπάτους τους. Παρ' όλα αυτά, μοναχικοί. Θλιβερά. Νοσηρά έγκλειστοι, περιχαρακωμένοι στο περίβλημα του εαυτού τους. Πολυμελείς οικογένειες, τις στιγμάτισε ο θάνατος. Εννιά αδέλφια έχασε ο Καβάφης, επτά ο Πεσσόα. Και οι δύο στερήθηκαν τον πατέρα τους πολύ νωρίς: πέντε ετών ο Πεσσόα, επτά ετών ο Καβάφης. Η μητέρα έγινε το κεντρικό πρόσωπο της ζωής τους, το μοναδικό σημείο αναφοράς.

Το κάλλος ήταν η απόλυτη θρησκεία τους, η περίληψη όλου του έργου τους, ο λόγος για τον οποίον ζούσαν. Βέβαιοι για τη μεγαλοφυΐα τους, γνώρισαν τα φώτα της δημοσιότητας αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό τους. Συνήθιζαν να ατενίζουν τη θάλασσα, τα ποιήματά τους έχουν στην άκρη μια γεύση από αλάτι.

Η σεξουαλικότητά τους, λανθάνουσα. Γυναίκες δεν αναφέρονται. Ακόμα και η Οφέλια Κεηρός, μεγάλος έρωτας του Πεσσόα, μοιάζει περισσότερο με όνειρο παρά με πραγματικό πρόσωπο. Αλλωστε είναι γνωστό ότι ο Πεσσόα πέθανε παρθένος. Αλλά και το μεγάλο πάθος του Καβάφη για τους άντρες είχε περισσότερο τα χαρακτηριστικά της ευσεβούς προσδοκίας ή του πλατωνικού αισθήματος, παρά της αντικειμενικής βιογραφίας.

Δεν συναντήθηκαν ποτέ. Αντίθετα με την εκδοχή που παρουσιάζει το θαυμάσιο ντοκιμαντέρ του Χαραλαμπόπουλου. Ισως μόνο στη σκέψη. Στην ιδέα του ταυτόσημου νοήματος. Στην πληθυντικότητα του σύμπαντος. Ενας από τους 72 ετερωνύμους του Πεσσόα ήταν σίγουρα ο Καβάφης. Και ας μην το γνώριζε. Ας μην το είχε καταλάβει.

Το βιβλίο

Ο κομψός τόμος «Φερνάντο Πεσσόα - Κ.Π.Καβάφης, Τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου», της σειράς Αντικριστοί καθρέφτες των εκδόσεων Μεταίχμιο, μας ξεναγεί με ενάργεια στο έργο τους και μας προσφέρει τη δυνατότητα να περιηγηθούμε σε αυτό που υπήρξαν, σε αυτό που ονειρεύτηκαν να υπάρξουν και σε αυτό που ολόθερμα εύχονταν να υπήρχε, οι δύο αυτοί μεγάλοι άνδρες μέσω της Τέχνης τους. Περιλαμβάνονται τα σημαντικότερα από τα 154 ποιήματα που έγραψε ο Κ.Π. Καβάφης, χωρισμένα σε δύο ενότητες, 1897-1918 και 1919-1933, καθώς και 3 πεζά του, ενώ ανθολογούνται σπαράγματα κειμένων του Φερνάντο Πεσσόα, αντιπροσωπευτικά ποιήματα του ιδίου, καθώς και των ετερωνύμων του: Αλμπέρτο Καέιρο, Ρικάρντο Ρέις, Αλβαρο ντε Κάμπος και Αλεξάντερ Σέρτς. Συν ένα αναλυτικό χρονολόγιο της ζωής και του έργου τους.

Η εισαγωγή, η μετάφραση, η επιλογή και ο σχεδιασμός της έκδοσης από τον Γιάννη Σουλιώτη, συνηγορούν στο να απολαύσουμε αυτή τη διαδρομή. Ακούγοντας τα εξαίσια όργανά τους, χαμηλότονα, χωρίς τυμπανοκρουσίες, λιτά, υποβλητικά. Κουρντισμένα στο πάθος, όπως ταιριάζει στην αληθινή ποίηση.

Το δίχως άλλο, ένα βιβλίο - εργαλείο, ένας χρηστικός οδηγός πλεύσης, μια συνοπτική, αλλά καίρια εργοβιογραφία, που το μεγάλο της πλεονέκτημα είναι ότι εκπέμπει τη μετάδοση του συναισθήματος με τον τρόπο ακριβώς που συμβαίνει στα παραμύθια: σαν η γιαγιά να διαβάζει στην εγγονή της. Δίπλα στο τζάκι. Ιστορίες από το παρελθόν, που είναι μέλλον, αν το προσέξεις λίγο καλύτερα.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=78889