Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΓΡΑΦΟΣ ΑΚΟΜΑ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕΣ






Σταύρος Σταυρόπουλος
So Long, Marianne
Εκδόσεις Σμίλη, 2017

«Θα ήταν άγραφος ακόμα ο κόσμος αν δεν υπήρχες…»


της Μαρίας Μανδάλου

Τότε δεν είχε γεννηθεί ακόμη η γραφή. Ορφανός κειμένου ο άνθρωπος είχε μικρούς θεούς να τον ορίζουν και σκάρωνε κόσμους και γυναίκες από πηλό. Η σύνθεση ξεκινά ακριβώς με αυτήν την αναψηλάφηση πανάρχαιων μύθων και την αντίφαση που χτίζεται σε όλη της την ανάπτυξη και οδηγεί το ποιητικό «εγώ» σ’ έναν αμφίσημο λόγο-εκφορά: «Κάποτε πρέπει να υπήρχε μια γυναίκα. Ήταν μετρίου αναστήματος, μέτριου βάθους, μέτριας ζωής.» Αυτή η σχεδόν γυναίκα, απαλλαγμένη από τα χαρακτηριστικά του αλλοτινού της μεγαλείου, ενδύεται ονόματα-σύμβολα, απεκδυόμενη κάθε ευθύνη: ανήκει στον αρσενικό πλάστη, που την ορίζει αφετηρία της προσωπικής του μυθολογίας, ενώ η Αγάπη, που εξουσιάζει και σμιλεύει τελετουργικά όλη την ποιητική σύνθεση, οδηγεί προς μια καθαρτήρια έξοδο: «η αγάπη ζει χωρίς γραμματική εκεί που η μετοχή είναι απεριόριστη.»

Η Μάριαν, έρμαιο του πεπρωμένου της, θα επιστρέφει ξανά και ξανά, ως φάντασμα, ναρκισσευόμενος Σίσυφος, στον τόπο του εγκλήματος. Δεν θα αναληφθεί ποτέ στους ουρανούς. Θα εγκολπωθεί αυτάρεσκα τον ντετερμινισμό ενός πάθους που δεν θα αποκτήσει ποτέ πληθυντικό, όσες φορές και αν το «εμείς» εμφανίζεται στους στίχους που της αφιερώθηκαν. Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος, αυτό το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου που πεθαίνει αργά και βασανιστικά στην πορεία των στίχων και ξαναγεννιέται από τις στάχτες τους, γνωστή και από άλλα βιβλία του ποιητή, δεν είναι παρά η υπέρτατη δικαιολογία για να καταγραφεί το απόλυτο της Αγάπης, σ’ ένα σύμπαν που την επικαλείται για να μπορέσει να επαναπροσδιορίσει το όνομά του: «Χωρίς εσένα δεν ξέρω να ζω.» 

Λίγο πιο κάτω ένας στίχος που θα μπορούσε ίσως να ανήκει στον Μπωντλαίρ: «Κανένας θάνατος δεν μπορεί να είναι πιο όμορφος από σένα». Το παρελθόν που υπήρξε, ο τόπος όπου ως παιδί ο ποιητής αφήνεται στην εξουσία του βλέμματος του Άλλου, προσπερνά με δειλές δρασκελιές το παρόν για να καταλήξει σ’ ένα μέλλον που προδιαγράφεται κι αυτό άψυχο αντίγραφο του χθες. Η ανυπαρξία διαδέχεται την ανυπαρξία: «Όσο ανύπαρκτη κι αν είσαι, εσύ θα υπάρχεις.» Το So Long, Marianne διακατέχεται από ετούτον τον σπαραχτικό διχασμό ανάμεσα στο χθες και το αύριο, ανάμεσα στο φαντασιώδες και το υπαρκτό, διαλύεται μέσα σε ανίερες φωτοσκιάσεις, δείχνοντας ότι κλείνει έναν μεγάλο κύκλο. Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος, στερημένη όλων των χαρακτηριστικών της που θα την καθιστούσαν μήτρα και γένεση, το μόνο που ξέρει και μπορεί πια είναι να γεννάει ερείπια και  θάνατο: «το σπίτι μας ήταν τελικά ο εξώστης του ουρανού από τη σωστή πλευρά του Παράδεισου που χώλαινε όλες τις χιλιετίες». Αυτό το σπίτι που κάποτε κατοικήθηκε από τα αβυσσαλέα μάτια του Μπλέηκ και το σώμα της Λίλιθ, της Εύας ή της κοιμισμένης Παναγιάς, μοναχικό στη μέση της θάλασσας και της έρημης χώρας, ψίχουλο σταθερότητας στην κινούμενη άμμο των εναλλασσόμενων αισθημάτων και αισθήσεων, μετεωρίζεται κι αυτό σ’ ένα τοπίο ανάπηρο, όπως και τα αντικείμενα που το στοιχειώνουν: «Δίπλα στο γραφείο μου / υπάρχει μια φωτογραφία σου / την ποτίζω αργά και στάζει / στάζω κι εγώ μέσα της…» 

Λιτότητα λόγου που κατορθώνει με τρόπο μοναδικό να οικοδομήσει μια ιδιάζουσα ιερότητα, στα όρια της θρησκευτικότητας: «Με σένα / επισκεύασα μέσα μου / το πρόσωπο του θεού / σε όλες τις θρησκείες / ευλογήθηκα / όταν σε κοίταξα για πρώτη φορά…»  Το πνιχτό δέος απέναντι στη γυναίκα που ήταν ο κόσμος, τη Μαρία που υπήρξε ή δεν υπήρξε, μεταμορφώνεται αέναα σε τρομακτική γενναιότητα, μπροστά στο κάτοπτρο που εικονίζει το ανεστραμμένο είδωλο: «Να θυμηθώ / να σ’ αγαπήσω καλύτερα / στο τέλος /  και του επόμενου κόσμου.»

Αυτό είναι το καθήκον που προτάσσει απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό ο ποιητής. Η συγχώρεση ως καθήκον, αδιαμφισβήτητη συνθήκη της Αγάπης, με τον τρόπο που θα την προσδιόριζε ο Κρισναμούρτι. Βαριά υποθήκη ζωής, έως τον «ανήλεο χρόνο», για να θυμηθούμε την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ.
«Ρώτησα μετά τον πατέρα μου / γιατί δεν με γέννησες εσύ / γιατί δεν βγήκα από μέσα σου / σαν ζεστό δέντρο / και ο πατέρας μου μού είπε / δεν υπάρχει απάντηση / σε μια ζωή που βασίζεται / στην αδικία του συντελεσμένου»

Εν τέλει, αυτός θα μπορούσε να είναι, από μόνος του, κι ένας ορισμός της ποίησης: Η ποίηση σαν μια διαρκής προσπάθεια καταγραφής της αδικίας του συντελεσμένου.

 
ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΔΑΛΟΥ
Καθημερινή της Κυριακής