Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν, "ΙΑΝΟΣ", Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009
ΧΘΕΣ το βράδι στον "Ιανό", οι επιζήσαντες ήταν εκεί. Και ήταν πολλοί: Μάνος Ελευθερίου, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Κωνσταντίνος Τζούμας, Μαρία Μήτσορα, Γιάννης Ευσταθιάδης, Τάκης Μενδράκος, Γιάννης Λειβαδάς, Βασίλης Πολύζος, Μιχαήλ Μήτρας, Αγγελική Στρατηγοπούλου, Ιωσήφ Βεντούρας, Ιουλία Ραλλίδη, Αργυρώ Μαντόγλου, Φίλιππος Φιλίππου. Άνθρωποι σημαντικοί, μοναχικοί, ιδιαίτεροι. Μαζί και οι μουσικές μιας ζωής.
__________________________________________________
Μακάρι να πιάσει το κόλπο.
ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΕΔΩ
http://archive.in.gr/Reviews/placeholder.asp?lngReviewID=84008&lngChapterID=-1&lngItemID=84136
Έξω η πικρή βροχή είχε σταματήσει. Είχαν μείνει μόνο τα τετράστιχα. Και ο Τάκης Μενδράκος, στην εγγλέζικη καπαρντίνα του, ένας ναυαγός απ' το μέλλον, μου έδωσε αμέσως τον τίτλο της βραδιάς: Επιζήσαντες.
Όταν ανέβηκα τα σκαλιά του "Ιανού" με την Άννα, τον Κωνσταντίνο Τζούμα - που περίμενε από τις οκτώ, διαμαρτυρόμενος με την εξωπραγματική του κομψότητα - και την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, έπαιζε το "Easy come easy go" του Gallagher. Ήμουν ευτυχής γι αυτό που άκουγα.
Σε λίγο φάνηκε πρώτα η τραγιάσκα και μετά ο Μάνος Ελευθερίου. Θέλησα να τον βάλω σε ένα απ' τα μπροστινά καθίσματα, αλλά ο Μάνος μου είπε ότι μόλις είχε βγει απ' το πηγάδι και θα προτιμούσε μια από τις πίσω θέσεις για να στεγνώσει με την ησυχία του. Ήρθε ο Γιάννης Ευσταθιάδης - άρρωστος, αλλά από πορσελάνη. Κάθησα σ' ένα τραπεζάκι - εγώ, ο Κωσταντίνος Τζούμας και η Μαρία Μήτσορα και άρχισαν οι λέξεις να μεγαλώνουν. Από τις 8.20. Μέχρι να αρχίσει η παρουσίαση θα έχουν γίνει τεράστιες, σκέφτηκα.
Γύρω μας οι άλλοι επιζήσαντες, περίμεναν, μάλλον, την Νικολέτα. Όταν ήρθε, σηκώθηκα με σεβασμό και πήγα να κάτσω στο πάνελ για να ξεκινήσουμε. Ήμουν ανάμεσα σε δυο ορισμούς της ομορφιάς: Η ομορφιά της Ελένης Κεχαγιόγλου, πιο αμείλικτη. Πιο επιθετική. Της Μυρτώς Αλικάκη, πιο παιδιάστικη.
Κάποια έλειπε. Πολύ. Χωρίς να είναι όμορφη, έλειπε. Έτσι, απλά. Χωρίς μου και μας.
Ο πρώην γενικός διευθυντής των Ελληνικών Γραμμάτων, Νίκος Τσουβαλάς, ήταν φωτεινός. Και η Βαρβάρα, που έκλεψε όλα τα χρώματα της γης -για να ταιριάζει με το ντεκόρ του βιβλίου.
Ο Κωνσταντίνος είπε: Την άλλη φορά, θα αποτύχουμε καλύτερα.
Και άρχισε να παίζει το "Μy Way" των Sex Pistols.
Και άρχισε να παίζει το "Μy Way" των Sex Pistols.
__________________________________________________
Η ΟΜΙΛΙΑ ΜΟΥ
Υπάρχει ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα στα κείμενα που γράφεις για μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό για να σχολιάσεις ένα γεγονός ή να καταθέσεις την άποψή σου για ένα άλλο: Δυο πλευρές του ίδιου τριγώνου που η μια προσπαθεί να ανατρέψει την άλλη.
Το πλεονέκτημα είναι ότι αν ρίξεις το βάρος σου στον λογοτεχνικό λόγο, ξεφεύγεις από την αναγκαιότητα της απόδειξης και της επαρκούς τεκμηρίωσης των όσων γράφεις. Σε μια τέτοια εκδοχή – και αυτό είναι το μειονέκτημα – έχεις εν μέρει απωλέσει την σοβαρότητα που εμπνέει ο δοκιμιακός λόγος, έχεις εν μέρει στερηθεί τα επιχειρήματα που σου παρέχει – άρα, έχεις εν μέρει βρεθεί εκτός στόχου. Εξαρτάται, βέβαια, πάντα, γι αυτόν που γράφει, ποιος είναι ο ζητούμενος στόχος.
Τα κείμενα αυτού του βιβλίου είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία «δανεικά», με την έννοια ότι κάποιος ή κάτι, πρόσωπο, συναίσθημα ή γεγονός, μου επέβαλαν να τα χρησιμοποιήσω – σχεδόν παρανόμως – για να αποφύγω, για άλλη μια φορά, τον διάλογο με την πραγματικότητα που είναι υποχρεωμένος να έχει καθημερινά ο καθένας μας. Οι «ιδιοκτήτες» των κειμένων που τα προκάλεσαν είναι κάποια πρόσωπα που αποχώρησαν, κάποια βιβλία που παρέμειναν, κάποια καλοκαίρια που τελείωσαν πρόωρα, κάποια γεγονότα που άργησαν να ξεκινήσουν. Επομένως, όταν η περίοδος «δανεισμού» τους – η δόκιμη περίοδος της γραφής – τελείωνε, θα έπρεπε, λογικά, να επιστρέψουν στους κατόχους τους, εκεί απ’ όπου προήλθαν. Αντί αυτού, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις με τους συγγραφείς, έγιναν βιβλίο, τυπωμένο χαρτί, «διασώθηκαν» δηλ. σε σελίδες, αλλά πως; Εις βάρος της ζωής που θα όφειλαν να συνεχίσουν και να εξελίξουν – αλλά προφανέστατα δεν μπορούσαν. Έτσι, προτίμησαν την ασυλία των ιδεών – και των χρωμάτων.
Χρονολογικά, βρίσκονται ανάμεσα σε δυο ποιητικά βιβλία: Το περσινό «Οι άλλοι που είμαι» και το «Δυο μέρη σιωπή, ένα μέρος λέξεις» που θα κυκλοφορήσει σε δυο περίπου μήνες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Αυτό, τα έχει σίγουρα «ενθαρρύνει» – ίσως έτσι εξηγείται η ποιητικότητα και η αφαίρεση στις ενότητες «κόκκινο» και «πορτοκαλί». Τα έχει βεβαίως και «εξαγριώσει», κι αυτό φαίνεται στις ενότητες «κίτρινο» και «μπλε» που πασχίζουν – μάλλον μάταια – να σηκώσουν το βάρος του συντεταγμένου κριτικού λόγου ή της εμπεριστατωμένης ανάλυσης. Κατά μια άλλη άποψη, τα έχει κάνει να συμμετέχουν ενεργά – δια της πολιτικής – στην ενότητα «μωβ» ή να απέχουν ενεργητικά – δια της μουσικής – στην ενότητα «πράσινο». Το «γαλάζιο» λείπει, αφού, φυσικά, μας λείπει ο ουρανός – παρόλο που τον αντικρίζουμε κάθε μέρα.
Μια άλλη χαρακτηριστική τους πλευρά είναι η ειδολογική – πρόβλημα που ακολουθεί σταθερά όλα μου τα βιβλία μέχρι σήμερα, που είναι λίγο ή πολύ ποιητικά, λίγο ή πολύ πεζότροπα, λίγο ή πολύ δοκιμιακά, λίγο ή πολύ αυτοβιογραφικά. Σ’ αυτό μοιάζουν με τους ανθρώπους, που είναι λίγο ή πολύ διάφορα επίθετα.
Θα έλεγα ότι τα κείμενα αυτά, αν προσπαθήσεις να τα αντιμετωπίσεις σαν ενιαίο σώμα, θα μπορούσες – υπό προϋποθέσεις – να τα ονομάσεις και μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα «παγωμένων στιγμών», με ήρωες ζωντανούς, βγαλμένους από την προσωπική μου επικαιρότητα των επτά τελευταίων χρόνων. Ότι με απασχόλησε το διάστημα αυτό, ότι με έκανε να συγκεντρώσω το βλέμμα μου ή να χάσω τον προσανατολισμό μου, να ονειρευτώ ή να παραμείνω εκτός αγωνιστικής δράσης, βρίσκεται εδώ. Αν κοιτάξω μέσα στις σελίδες τους, έχω νέα μου. Κι αυτό είναι από μόνο του σημαντικό, μιας και έτσι ενισχύεται η καθαρότητα και η εγγύτητα των λέξεων – ένα πράγμα που με απασχολεί, σχεδόν από τότε που ξεκίνησα.
Ένα τρίτο στοιχείο που θα θεωρούσα χρήσιμο να σημειώσω γι αυτά τα κείμενα, είναι η ανάγκη τους – κι εδώ υπάρχει μεγάλη αντίφαση – να θυμούνται αυτά κυρίως που θέλουν να ξεχάσουν. Αυτή η αναπάντεχη συνάντηση της χαράς με την θλίψη, η συναίρεση της εξωτερίκευσης με την εσωστρέφεια, της αποτίμησης του χαμένου με το κέρδος του βιώματος, της αδιαπραγμάτευτης σιωπής με την αιφνίδια ευγλωττία, είναι που τα κάνει να αλλάζουν συνεχώς στάση, μένοντας όμως πάντα προσηλωμένα σε μια, ούτως ή άλλως, υποκειμενική ταυτότητα, που κάποτε αγγίζει και την ουτοπία.
Συχνά, έχουμε την τάση να ξεχνάμε ότι το βιβλίο είναι, κυρίως, το προιόν εκείνο που ενώνει αυτόν που το γράφει με αυτόν που το διαβάζει, στη βάση της υπόσχεσης ενός νοήματος που καλείται να δώσει ο πρώτος στον δεύτερο, χωρίς, βεβαίως, να συνδέεται κατά κανένα τρόπο, με την ανάδειξη του συγγραφέα του σε θέση ισχύος. Αυτό το κάνει – σε ένα πρώτο επίπεδο – μια απαρχή διαλόγου στον οποίον οφείλουν να προσέλθουν ισότιμα και οι δυο πλευρές. Και σε ένα δεύτερο επίπεδο, μια ευκαιρία πολιτισμού που δεν μπορεί να καλύψει η προφορικότητα.
Συνήθως, όταν οι λέξεις μεγαλώνουν, αποκτούν περισσότερα ένσημα. Διεκδικούν προνόμια που τους επιτρέπει η αύξηση των αποδοχών τους, τεκμηριώνουν δικαίωμα σύνταξης. Η ζωή τους αλλάζει. Ράβουν καλύτερα ρούχα, μένουν σε μεγαλύτερο σπίτι, οδηγούν ακριβότερο αυτοκίνητο. Επισκέπτονται μέρη που τους «μεγεθύνουν» το ίματζ. Και τότε ξεχνούν κάτι απ’ την γυαλάδα τους, την γνησιότητά της πρώτης φράσης, αυτή την αυθόρμητη ομορφιά που έχει η καταγγελτικότητα ενός παιδιού όταν την ακουμπάει στο χαρτί. Το παιδί αυτό προσπάθησα να διαφυλάξω δίπλα στα καλύτερα ρούχα μου, το μεγαλύτερο σπίτι και το ακριβότερο αυτοκίνητο, που απέκτησα εν τω μεταξύ. Το παιδί αυτό θέλω να ευχαριστήσω και σήμερα, για να του δώσω μεγαλύτερη διάρκεια. Ή να μου δώσει αυτό.
Υπάρχει ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα στα κείμενα που γράφεις για μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό για να σχολιάσεις ένα γεγονός ή να καταθέσεις την άποψή σου για ένα άλλο: Δυο πλευρές του ίδιου τριγώνου που η μια προσπαθεί να ανατρέψει την άλλη.
Το πλεονέκτημα είναι ότι αν ρίξεις το βάρος σου στον λογοτεχνικό λόγο, ξεφεύγεις από την αναγκαιότητα της απόδειξης και της επαρκούς τεκμηρίωσης των όσων γράφεις. Σε μια τέτοια εκδοχή – και αυτό είναι το μειονέκτημα – έχεις εν μέρει απωλέσει την σοβαρότητα που εμπνέει ο δοκιμιακός λόγος, έχεις εν μέρει στερηθεί τα επιχειρήματα που σου παρέχει – άρα, έχεις εν μέρει βρεθεί εκτός στόχου. Εξαρτάται, βέβαια, πάντα, γι αυτόν που γράφει, ποιος είναι ο ζητούμενος στόχος.
Τα κείμενα αυτού του βιβλίου είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία «δανεικά», με την έννοια ότι κάποιος ή κάτι, πρόσωπο, συναίσθημα ή γεγονός, μου επέβαλαν να τα χρησιμοποιήσω – σχεδόν παρανόμως – για να αποφύγω, για άλλη μια φορά, τον διάλογο με την πραγματικότητα που είναι υποχρεωμένος να έχει καθημερινά ο καθένας μας. Οι «ιδιοκτήτες» των κειμένων που τα προκάλεσαν είναι κάποια πρόσωπα που αποχώρησαν, κάποια βιβλία που παρέμειναν, κάποια καλοκαίρια που τελείωσαν πρόωρα, κάποια γεγονότα που άργησαν να ξεκινήσουν. Επομένως, όταν η περίοδος «δανεισμού» τους – η δόκιμη περίοδος της γραφής – τελείωνε, θα έπρεπε, λογικά, να επιστρέψουν στους κατόχους τους, εκεί απ’ όπου προήλθαν. Αντί αυτού, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις με τους συγγραφείς, έγιναν βιβλίο, τυπωμένο χαρτί, «διασώθηκαν» δηλ. σε σελίδες, αλλά πως; Εις βάρος της ζωής που θα όφειλαν να συνεχίσουν και να εξελίξουν – αλλά προφανέστατα δεν μπορούσαν. Έτσι, προτίμησαν την ασυλία των ιδεών – και των χρωμάτων.
Χρονολογικά, βρίσκονται ανάμεσα σε δυο ποιητικά βιβλία: Το περσινό «Οι άλλοι που είμαι» και το «Δυο μέρη σιωπή, ένα μέρος λέξεις» που θα κυκλοφορήσει σε δυο περίπου μήνες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Αυτό, τα έχει σίγουρα «ενθαρρύνει» – ίσως έτσι εξηγείται η ποιητικότητα και η αφαίρεση στις ενότητες «κόκκινο» και «πορτοκαλί». Τα έχει βεβαίως και «εξαγριώσει», κι αυτό φαίνεται στις ενότητες «κίτρινο» και «μπλε» που πασχίζουν – μάλλον μάταια – να σηκώσουν το βάρος του συντεταγμένου κριτικού λόγου ή της εμπεριστατωμένης ανάλυσης. Κατά μια άλλη άποψη, τα έχει κάνει να συμμετέχουν ενεργά – δια της πολιτικής – στην ενότητα «μωβ» ή να απέχουν ενεργητικά – δια της μουσικής – στην ενότητα «πράσινο». Το «γαλάζιο» λείπει, αφού, φυσικά, μας λείπει ο ουρανός – παρόλο που τον αντικρίζουμε κάθε μέρα.
Μια άλλη χαρακτηριστική τους πλευρά είναι η ειδολογική – πρόβλημα που ακολουθεί σταθερά όλα μου τα βιβλία μέχρι σήμερα, που είναι λίγο ή πολύ ποιητικά, λίγο ή πολύ πεζότροπα, λίγο ή πολύ δοκιμιακά, λίγο ή πολύ αυτοβιογραφικά. Σ’ αυτό μοιάζουν με τους ανθρώπους, που είναι λίγο ή πολύ διάφορα επίθετα.
Θα έλεγα ότι τα κείμενα αυτά, αν προσπαθήσεις να τα αντιμετωπίσεις σαν ενιαίο σώμα, θα μπορούσες – υπό προϋποθέσεις – να τα ονομάσεις και μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα «παγωμένων στιγμών», με ήρωες ζωντανούς, βγαλμένους από την προσωπική μου επικαιρότητα των επτά τελευταίων χρόνων. Ότι με απασχόλησε το διάστημα αυτό, ότι με έκανε να συγκεντρώσω το βλέμμα μου ή να χάσω τον προσανατολισμό μου, να ονειρευτώ ή να παραμείνω εκτός αγωνιστικής δράσης, βρίσκεται εδώ. Αν κοιτάξω μέσα στις σελίδες τους, έχω νέα μου. Κι αυτό είναι από μόνο του σημαντικό, μιας και έτσι ενισχύεται η καθαρότητα και η εγγύτητα των λέξεων – ένα πράγμα που με απασχολεί, σχεδόν από τότε που ξεκίνησα.
Ένα τρίτο στοιχείο που θα θεωρούσα χρήσιμο να σημειώσω γι αυτά τα κείμενα, είναι η ανάγκη τους – κι εδώ υπάρχει μεγάλη αντίφαση – να θυμούνται αυτά κυρίως που θέλουν να ξεχάσουν. Αυτή η αναπάντεχη συνάντηση της χαράς με την θλίψη, η συναίρεση της εξωτερίκευσης με την εσωστρέφεια, της αποτίμησης του χαμένου με το κέρδος του βιώματος, της αδιαπραγμάτευτης σιωπής με την αιφνίδια ευγλωττία, είναι που τα κάνει να αλλάζουν συνεχώς στάση, μένοντας όμως πάντα προσηλωμένα σε μια, ούτως ή άλλως, υποκειμενική ταυτότητα, που κάποτε αγγίζει και την ουτοπία.
Συχνά, έχουμε την τάση να ξεχνάμε ότι το βιβλίο είναι, κυρίως, το προιόν εκείνο που ενώνει αυτόν που το γράφει με αυτόν που το διαβάζει, στη βάση της υπόσχεσης ενός νοήματος που καλείται να δώσει ο πρώτος στον δεύτερο, χωρίς, βεβαίως, να συνδέεται κατά κανένα τρόπο, με την ανάδειξη του συγγραφέα του σε θέση ισχύος. Αυτό το κάνει – σε ένα πρώτο επίπεδο – μια απαρχή διαλόγου στον οποίον οφείλουν να προσέλθουν ισότιμα και οι δυο πλευρές. Και σε ένα δεύτερο επίπεδο, μια ευκαιρία πολιτισμού που δεν μπορεί να καλύψει η προφορικότητα.
Συνήθως, όταν οι λέξεις μεγαλώνουν, αποκτούν περισσότερα ένσημα. Διεκδικούν προνόμια που τους επιτρέπει η αύξηση των αποδοχών τους, τεκμηριώνουν δικαίωμα σύνταξης. Η ζωή τους αλλάζει. Ράβουν καλύτερα ρούχα, μένουν σε μεγαλύτερο σπίτι, οδηγούν ακριβότερο αυτοκίνητο. Επισκέπτονται μέρη που τους «μεγεθύνουν» το ίματζ. Και τότε ξεχνούν κάτι απ’ την γυαλάδα τους, την γνησιότητά της πρώτης φράσης, αυτή την αυθόρμητη ομορφιά που έχει η καταγγελτικότητα ενός παιδιού όταν την ακουμπάει στο χαρτί. Το παιδί αυτό προσπάθησα να διαφυλάξω δίπλα στα καλύτερα ρούχα μου, το μεγαλύτερο σπίτι και το ακριβότερο αυτοκίνητο, που απέκτησα εν τω μεταξύ. Το παιδί αυτό θέλω να ευχαριστήσω και σήμερα, για να του δώσω μεγαλύτερη διάρκεια. Ή να μου δώσει αυτό.
Μακάρι να πιάσει το κόλπο.
ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΕΔΩ
http://archive.in.gr/Reviews/placeholder.asp?lngReviewID=84008&lngChapterID=-1&lngItemID=84136
1 σχόλιο:
Σε κάποια στιγμή εμφανίστηκε στην οθόνη ένα απόσπασμα από το «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα», κάτι σε σχέση με τις γυναίκες και τέλειωνε στο «κοραλλιογενής». Μπορούμε να το βρούμε (με αριθμό σελίδας;).
Δημοσίευση σχολίου