ΣΤΗ ΣΥΡΟ όλα τα μπαλκόνια έχουν υποστυλώματα. Αυτό που ονειρεύονται οι περισσότεροι άνθρωποι για τους εαυτούς τους. Μαρμάρινα, σκαλιστά γάμα δημιουργούν την εντύπωση ότι σ' αυτά οφείλουν την ύπαρξή τους.
Πολλά σκαλιά. Εξω απ' τη δημοτική βιβλιοθήκη της πλατείας, ο Ροΐδης ψιθυρίζει το «Out of time» των Rolling Stones. Με χαιρετάει βαριεστημένα μ' έναν ακκισμό, μου καταλογίζει ελλιπή ανάγνωση της «Πάππισας Ιωάννας». Ολα τα πράγματα είναι μονά. Αδιαπέραστα. Πάνω στη νεοκλασική πέτρα της Ερμούπολης η μοναξιά δείχνει σαν παλιός ενετικός θυρεός. Τα ίχνη της ακόμα διακρίνονται. Προσωρινά σε αντικαθιστούν εφτά μπίρες. Ο Σαράντης, η Βαρβάρα, δυο - τρεις φίλοι. Η κουβέντα μεγαλώνει, φτάνει ώς τα σκαλιά του δημαρχείου.
Το παλιό, ερειπωμένο αρχοντικό στην Ντελλαγκράτσια μάς περιμένει. Αυτοί που έζησαν εδώ πριν από μας, φρόντισαν να αφήσουν στην τραπεζαρία δυο ποτήρια για το καλοσώρισμα. Μεγάλο τμήμα της στέγης έχει καταρρεύσει. Μοιάζει με φτερό αεροπλάνου που έχει καρφωθεί στο σπίτι. Το πηγάδι έχει ακόμη νερό. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που έσβησε οριστικά το φως. Ανάβω τον αναπτήρα μου, όπως κάνουν στις συναυλίες. Δεν τραγουδάει όμως κανείς.
Πάνω στη μηχανή, στον δρόμο για το δωμάτιο των επιθυμιών, όλα δείχνουν λάθος συντελεσμένα. Ο ήλιος κίτρινος, πέφτει πάνω στον ουρανό και τον βάφει. Η ανάμειξη του μπλε με το κίτρινο λένε ότι δίνει το πράσινο, αλλά λένε ψέματα για να μη μας τρομάξουν. Η σωστή απάντηση είναι μαύρο και μας το κρύβουν.
Οταν φτάνω στον Γαλησσά, η μηχανή εξεγείρεται. Ο αέρας φυσάει εννιά Μποφόρ, θέλω να μπω στο δωμάτιο και να γλείψω το πάτωμα. Τα μισά απ' τα υγρά της πισίνας ανήκουν σε σένα. Το τραγούδι του Μάρκου με κοιτάζει από έναν τοίχο, παραπονιέται ανορθόγραφα. Να σε πάρω να γυρίσω Φοίνικα, Παρακοπή. Διορθώνω τον Φοίνικα με το στυλό, είναι γραμμένο με γιώτα. Καμία Συριανή, πάντως, δεν είναι γλυκιά.
Στο λιμάνι η συζήτηση για τον Χάιντεγκερ καταλήγει μοιραία στο Αουτσβιτς. Το βράδυ τα μπαρ παίζουν κάτι που θέλει να γίνει μουσική, οι γυναίκες είναι από καραβόπανο. Πίνω τη χειρότερη βότκα της ζωής μου. Για να καθήσω, πατάω δυο σκυλιά. Κανένα δεν διαμαρτύρεται. Οι άκρες των δακτύλων μου είναι παγωμένες. Ακουσα ότι στο Νεώριο επισκευάζουν και μεταχειρισμένες αγάπες.
Να πάμε.
Πολλά σκαλιά. Εξω απ' τη δημοτική βιβλιοθήκη της πλατείας, ο Ροΐδης ψιθυρίζει το «Out of time» των Rolling Stones. Με χαιρετάει βαριεστημένα μ' έναν ακκισμό, μου καταλογίζει ελλιπή ανάγνωση της «Πάππισας Ιωάννας». Ολα τα πράγματα είναι μονά. Αδιαπέραστα. Πάνω στη νεοκλασική πέτρα της Ερμούπολης η μοναξιά δείχνει σαν παλιός ενετικός θυρεός. Τα ίχνη της ακόμα διακρίνονται. Προσωρινά σε αντικαθιστούν εφτά μπίρες. Ο Σαράντης, η Βαρβάρα, δυο - τρεις φίλοι. Η κουβέντα μεγαλώνει, φτάνει ώς τα σκαλιά του δημαρχείου.
Το παλιό, ερειπωμένο αρχοντικό στην Ντελλαγκράτσια μάς περιμένει. Αυτοί που έζησαν εδώ πριν από μας, φρόντισαν να αφήσουν στην τραπεζαρία δυο ποτήρια για το καλοσώρισμα. Μεγάλο τμήμα της στέγης έχει καταρρεύσει. Μοιάζει με φτερό αεροπλάνου που έχει καρφωθεί στο σπίτι. Το πηγάδι έχει ακόμη νερό. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που έσβησε οριστικά το φως. Ανάβω τον αναπτήρα μου, όπως κάνουν στις συναυλίες. Δεν τραγουδάει όμως κανείς.
Πάνω στη μηχανή, στον δρόμο για το δωμάτιο των επιθυμιών, όλα δείχνουν λάθος συντελεσμένα. Ο ήλιος κίτρινος, πέφτει πάνω στον ουρανό και τον βάφει. Η ανάμειξη του μπλε με το κίτρινο λένε ότι δίνει το πράσινο, αλλά λένε ψέματα για να μη μας τρομάξουν. Η σωστή απάντηση είναι μαύρο και μας το κρύβουν.
Οταν φτάνω στον Γαλησσά, η μηχανή εξεγείρεται. Ο αέρας φυσάει εννιά Μποφόρ, θέλω να μπω στο δωμάτιο και να γλείψω το πάτωμα. Τα μισά απ' τα υγρά της πισίνας ανήκουν σε σένα. Το τραγούδι του Μάρκου με κοιτάζει από έναν τοίχο, παραπονιέται ανορθόγραφα. Να σε πάρω να γυρίσω Φοίνικα, Παρακοπή. Διορθώνω τον Φοίνικα με το στυλό, είναι γραμμένο με γιώτα. Καμία Συριανή, πάντως, δεν είναι γλυκιά.
Στο λιμάνι η συζήτηση για τον Χάιντεγκερ καταλήγει μοιραία στο Αουτσβιτς. Το βράδυ τα μπαρ παίζουν κάτι που θέλει να γίνει μουσική, οι γυναίκες είναι από καραβόπανο. Πίνω τη χειρότερη βότκα της ζωής μου. Για να καθήσω, πατάω δυο σκυλιά. Κανένα δεν διαμαρτύρεται. Οι άκρες των δακτύλων μου είναι παγωμένες. Ακουσα ότι στο Νεώριο επισκευάζουν και μεταχειρισμένες αγάπες.
Να πάμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου