Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

ΛΑΣΠΗ


ΣΤΗΝ ΤΖΙΑ η Δευτέρα κουκουλωνόταν από την ερημιά του τοπίου. Του επέστρεφε θριαμβευτικά την απελπισία της. Έβγαλες το φόρεμά σου, άφησες κάτω το χαμομήλι, μάζεψες τα μαλλιά σου κορδέλες και μπήκες. Τα νερά ήταν παγωμένα και έγινες άγαλμα.
Δεν έμοιαζες πια καθόλου με σένα.

Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ σου επιπλέει τώρα στο στρώμα, σαν ένα είδος λάσπης, παράξενα ανθεκτικής στο χρόνο. Κάνει το κρεβάτι τεράστιο. Το ασπράδι της μοναξιάς φέγγει στο κέντρο του. Υπενθυμίζει το κενό. Το τίμιο ξύλο.
Κι όμως : Το πιο ενδιαφέρον απ’ τα αισθήματα είναι η αδιαφορία.

ΤΩΡΑ ΔΕΝ είμαι τίποτα άλλο παρά συλλαβές. Άχρηστες συλλαβές που δεν οδηγούν ποτέ σε λέξεις.
Δεν γράφω πια. Γράφομαι.

(απόσπασμα από το βιβλίο Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΚΟΜΜΑΤΙΑ, εκδ. Απόπειρα)

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

ΜΟΝΟΝ



ΤΟ νησί ήταν εξωραϊσμένο. Οι άνθρωποι περπατούσαν πάνω του ώς το τέλος του καλοκαιριού. Συνωστισμένοι, σχημάτιζαν μυτερές ουρές με τις πατούσες τους. Μία απ' αυτές ξεκινούσε σαν καραβάνι από την άκρη της νοτιότερης παραλίας και έμπαινε με τα γόνατα ώς το τελευταίο μπαρ.

Επαιζε κάτι που προσπαθούσε να γίνει μουσική. Ελειπαν όλα, αλλά κυρίως το φως. Είχαν μείνει μόνον οι αντανακλάσεις του για να κοροϊδεύουν τις κορδέλες του χρόνου.

ΔΙΕΣΧΙΣΑ αθόρυβα κάποια σώματα. Ηθελα να βρω αυτό που υπάρχει ανάμεσα. Ηταν έρωτας, αλλά χωρίς το θηλυκό να σκοτώνει μετά την ερωτική μάχη το ταίρι του. Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση είναι η πραγματικότητα. Την πολεμάς, ενώ γνωρίζεις καλά ότι δεν υπάρχει. Και αυτό το πληρώνεις. Ολα όσα έχουν ενδιαφέρον σήμερα, κοστίζουν. Τα αδιάφορα είναι δωρεάν. Ηλιος. Πληρώνω σπάνιο μπλε στις αποθήκες των ματιών για να προχωρήσω.

Ο δρόμος μακραίνει συνεχώς και οι σκιές των ανθρώπων τρέχουν ανάποδα. Ο,τι περνάει σαν εικόνα μπροστά απ' τα μάτια μου γίνεται καρτ ποστάλ. Στην πρώτη στροφή, ένα ξωκλήσι. Κάθε πόρτα είναι το φυσικό μέρος ενός γκρεμού. Ακόμα και όταν είναι κλειδωμένη, αν πεις το σύνθημα, πέρασες. Αποφασίζω να ακουμπήσω στην άκρη μιας αγωνίας. Κοιτάζω εκείνο που τόσα χρόνια κανείς δεν έχει βρει. Μια ιδιωτική δύση περιμένει το βλέμμα μου. Την παίρνω απ' το χέρι και σωπαίνει.

Εκείνο που ορίζει την ανηφόρα είναι το πόσο μεγάλη είναι η αναστροφή της πορείας της. Στο μεταξύ που τις ενώνει, συναντιούνται όλα όσα ελπίζουν οι άνθρωποι. Αυτά που στην πρώτη δυσκολία θα αρνηθούν.

ΒΛΕΠΩ τα κτήρια βαλμένα προσεκτικά, σαν πάνω σε ράφι. Εκτίουν την ποινή της σιωπής. Μέσα από την υπερβολικά φορτωμένη βιτρίνα, αναγνωρίζω καθαρά τα ραγίσματα. Μοιάζουν με μέικ απ στο κατεστραμμένο πρόσωπο μιας γηραιάς σταρ. Μόνον η σιωπή υπάρχει σ' αυτό το μέρος, το γεμάτο με ομιλίες και μουσικές. Αφωνη, υποτιμημένη, ανώριμη. Κατέχει εκείνα τα διαμερίσματα της ομορφιάς που ζηλεύω.

Ο κόσμος είναι κλεισμένος απ' έξω και προσπαθεί με βία να τα ανοίξει. Ανοίγω, έχω το μοναδικό κλειδί. Ενα κοριτσάκι, σαν τελευταία απογραφή του είδους, στέκεται κοντά στο παράθυρο. Φοράει άσπρη, φαρδιά παντελόνα κι ένα ριχτό, άσπρο πουκάμισο. Με ρωτάει συνέχεια για την ηλικία του θανάτου του. Τα μάτια του, μικρές, άσπρες πέτρες, από πίσω η θάλασσα. Με το παράξενο όνομα Σαντορίνη. Αν βουτήξουμε παρέα, μπορεί να τα καταφέρουμε.

ΚΑΠΟΙΟΣ, εδώ και χιλιάδες χρόνια, σφράγισε τη νύχτα σ' ένα μπουκάλι και την άφησε σε κάτι σκοτεινά σκαλιά να μυρίζει. Ο,τι απέμεινε απ' το θρύμμα της είναι στολισμένο και σαν αρωματική βεντάλια φυσά.

Οι λέξεις έχουν βραχεί. Τα χέρια μου προσπαθούν να γράψουν το αρχαίο γράμμα, η ιστορία δεν τους κάνει τη χάρη. Αύριο, το απόγευμα θα είναι ατελείωτο, όπως η ζωή. Αυτό μοιάζει με κατάρα. Οταν δεν τρέχει αίμα, απλώς το αναπολείς. Μόνον.

Και μετά, τελείωσε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=206015

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΑΤΙ ΝΑ ΥΠΟΛΕΙΠΕΤΑΙ



ΗΡΘΕ για να μιλήσει έναν ιδιωτικό λόγο που να ανήκει. Σαν από φωνές πουλιών και ήχους τού δάσους. Να ειπωθεί παρατεταμένος, με δύσμορφα σύμφωνα ουρλιαχτά. Και ως επιστέγασμα. Ηθελε να είναι ιδιοκτήτης των λέξεων, που με φιλευσπλαχνία να τις αφήσει να γράφονται από κάτω σαν μόνες τους. Και τις επιβλέπει. Και επιτρέπει ως δημιουργός τους να αρθούν υπεράνω του και να αναγγείλουν.

Μιλά τον προορισμένο από άλλους, τον καταδικασμένο και κοινόχρηστο λόγο. Της αδύναμης αναπνοής. Σημαδεμένος από τον ήλιο των λέξεων, θέλει με το έγκαυμά τους να προχωρήσει. Και να περάσει επάνω. Γιατί λόγος είναι όταν οι λέξεις σε σκάβουν και μπορείς να αλλάξεις την ανθρώπινη σημασία τους. Και όταν η σιωπή γράφει φως, όπως σε εκείνη την παλιά γυναίκα που μύριζε άλυτα ποιήματα και προσπάθησε όχι να ενώσει.

ΜΕ τον πόνο που πονούν οι λέξεις να τις χρίσει να λεηλατούν. Θέλει να τις απαλλάξει από το ατελέσφορό τους και ό,τι άλλο το όνομά τους προσδιορίζει ως μοίρα τετελεσμένη. Γι αυτό θα τις αφήσει να γράφονται οδηγημένες απ' τον εαυτό τους - όμως κατ' έντολή του.

Αυτές οι νέες λέξεις είναι το μέλλον που θα προηγηθεί του ανθρώπου. Αυτού του νέου ανθρώπου που έρχεται από το τέλος του ανθρώπου. Και θα είναι αποκλειστικές σαν δέρμα. Να εξαγγείλουν την έλευσή τους μαζί, με τον τρόπο που κάνουν οι κήρυκες.

ΟΙΚΕΙΩΘΗΚΕ το άρρητο γιατί ορκίστηκε σε άγνωστο χρέος και τον τραβά. Δεν έχω άλλο κόσμο, είπε. Και ήταν αμίλητος. Επειδή είχαν μιληθεί όλα μέσα του με μια ευκολία που περίσσευε. Και ήταν λυπημένος επειδή ήθελε να γράψει τον εαυτό του, αλλά όχι με τα γερασμένα μέσα των άλλων.

Σχεδόν σφαγμένος από αξιοπρέπεια. Να περιμένει τις λέξεις να τον φιλήσουν και ποτέ. Ποτέ άλλοτε τέτοια ζωή δεν είχε πάρει το μελανό χρώμα των λέξεων που σαν φακίδες είχαν στολίσει το πρόσωπό του. Και ήταν σημαίες ερημικές που βασίλευαν πια και έλεγαν τίποτε.

Τέτοια όχι ζωή ήθελε να αντικαταστήσει. Τέτοιες όχι λέξεις χωρίς αίμα να τελειώσουν να σημαίνουν αυτά που έχει να πει. Και είναι τίποτε γιατί μόνον από το τίποτε γίνεται να γεννηθεί το όλον.

ΑΝΟΙΞΕ το παράθυρο να φυσήξει τις νέες λέξεις να κρυώσουν και να κολλήσουν επάνω του. Καταιγισμένος. Επειδή εχθρός του ανθρώπου και του προορισμού του ανθρώπου είναι ο λόγος που δεν ανήκει. Από κάτω, σαν ξηλωμένα κουμπιά, οι παλιές, όχι ακόμη έλεγαν, όχι, και ήταν από το φως μαραμένες. Σαν καμένες φωτογραφίες αυτού που παρήλθε.

Με αυτές τις κρεμαστές λέξεις θα βάλει στον κόσμο μια αρχή. Να μπει από κάτω με όλο εκείνο το βάθος. Που βλέπει. Και να δει το κενό που άφησε το νόημα φεύγοντας. Σαν καθαρισμένο από τη χρήση.

Ασπαστο και ευοίωνο να κυλάει σε μια άγνωστη ευτυχία.

Με ό,τι υπολείπεται.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=203672

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

ΤΡΙΠΛΟ ΒΙΝΥΛΙΟ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΕΓΩ


Κωνσταντίνος Τζούμας

Πανωλεθρίαμβος

εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 621, ευρώ 23,21


Οι άνθρωποι έχουν αστέρια που δεν είναι τα ίδια. Για εκείνους που ταξιδεύουν, τα αστέρια είναι οδηγοί. Για άλλους δεν είναι παρά μικρά φώτα. Για άλλους, τους πιο σοφούς, είναι προβλήματα. Ομως, όλα αυτά τα αστέρια σωπαίνουν.

ΑΝΤΟΥΑΝ ΝΤΕ ΣΕΝΤ ΕΞΙΠΕΡΙ, Ο μικρός πρίγκιπας


Η ΤΕΧΝΗ, σαφώς προσδιορισμένη και προκαθορισμένη από τον χρόνο και τον χώρο της δράσης της, είναι αναγκασμένη να λειτουργεί πολυμορφικά και πολυεπίπεδα, ολοκληρώνοντας, σε κάθε περίπτωση, έναν βασικό κύκλο: αυτόν της ουσιαστικής χαρτογράφησης των συνθηκών της εποχής της. Αλλες φορές μπορεί και εξελίσσεται σε μαγεία, απογειώνοντας τα δημιουργικά της εργαλεία, άλλες σε δραστικό καταπραϋντικό που διευκολύνει τη διαδικασία της αναπνοής ή της κατάποσης, άλλες πάλι φορές συνιστά μοναδική αφορμή για ομορφιά ή ευκαιρία για δράση, κι άλλες επιβάλλει κυριαρχικά μια επείγουσα βουτιά στα βάθη του «εγώ», προχωρεί ανασηκώνοντας το κουρτινάκι για να αποκαλύψει και να εξομολογηθεί.

Σε αυτή την περίπτωση το καλλιτεχνικό «εγώ» είναι τέτοιου μάγματος, που διαθέτει την ικανότητα να ταυτιστεί με τη ζωή κάποιου άλλου, «υποχρεώνοντάς» τον να κάνει δικό του εκείνο που δεν είναι δικό του. Ο συγγραφέας ήταν, ανέκαθεν, ένας μαθητευόμενος μάγος. Εντεταλμένος να αλλάξει την αντικειμενική εικόνα ή, καλύτερα, να την απαλλάξει από την καθημερινότητα του φορτίου της. Ο φακός του είναι ρυθμισμένος να βλέπει άλλες διαστάσεις, αλλά και ικανός να αποτυπώσει με ωμό ρεαλισμό τη δική του πραγματικότητα. Που ακριβώς επειδή είναι διαφορετική, παραβατική, ιδιόρρυθμη ή ασυνήθιστη, μπορεί να αποτελέσει τον προθάλαμο για τη δημιουργία ενός αισθητικού ρεύματος, μιας κοινωνικής στάσης, μιας «ιδιωτικής» ματιάς, μιας πρωτοπορίας.

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας αποτελεί μόνος του μια κατηγορία. Το ότι αποφάσισε, τα δέκα τελευταία χρόνια, να συγκεντρώσει τα δομικά υλικά της ίδιας του της ζωής σε τρεις τόμους των πεντακοσίων σελίδων έκαστος, και να εκτεθεί δημοσίως, για ακόμη μια φορά, ως αληθινός ηθοποιός του εαυτού του, μπορεί να αποτελεί από συγγραφική ματαιοδοξία έως και αποσταγματική κατάθεση μιας υπερκόσμιας διαδρομής και φιλοσοφίας. Νομίζω ότι είναι και τα δύο, συν όλα τα ενδιάμεσα στάδια.

Εχει, πάντως, ενδιαφέρον, πέρα από το βασικό κίνητρο, να παρατηρήσουμε με προσοχή αυτή τη διαδρομή, ως καταληκτικό βήμα ενός ανθρώπου που σχεδίασε, σκηνοθέτησε, χορογράφησε, και εντέλει έπαιξε, με εντυπωσιακή λεπτότητα (και λευκότητα), την πορεία της καριέρας του, ταυτίζοντάς την απόλυτα και καθαρά με την πορεία της ζωής του. Είναι ειλικρινές αυτό. Αληθινό. Υπέροχο.

Εχω επισημάνει αρκετές φορές («Μια ασυγχώρητη και διαρκής πνευματική υγεία», Ελευθεροτυπία, 10/04/2009, «Τέσσερις διαφορετικές εκδοχές της ίδιας αθωότητας», Ελευθεροτυπία, 4/12/2009) ότι ο Κωνσταντίνος Τζούμας γράφει με το ένστικτο του επιζήσαντος από έναν πανωλεθρίαμβο. Τι σημαίνει αυτό: Οτι πλέον, ηλικιακά και δημιουργικά, έχει αποκτήσει το πλαίσιο εκείνο που του επιτρέπει να εκτιμήσει, στην καθολικότητα που του αναλογεί, μια απελπισμένη χορογραφία του Νουρέγιεφ, τον εκφραστικό πλούτο του προσώπου της Οντρι Χέμπορν, τον ευρηματικό ρεαλισμό ενός καρέ του Ντράγιερ, το δράμα πίσω απ' την κάτισχνη φιγούρα τής Λαμπέτη, τον βαρύτιμο ρυθμό των στίχων του Κωνσταντίνου Καβάφη, τον θρίαμβο της μουσικής φόρμας του ροκ εν ρολ, τη γεωμετρία ενός πίνακα του Καντίνσκι, το εύρος ενός υπερφίαλου ηλεκτρικού σόλο του Κιθ Ρίτσαρντς, την αποθέωση της θεατρικότητας στον λόγο του Σάμουελ Μπέκετ, τη ρέουσα μελαγχολία των στίχων του Λέοναρντ Κοέν, την καθηλωτική ομορφιά των δρόμων της Ρώμης, ως και το χαριτωμένο και αποκαλυπτικό σταύρωμα των ποδιών της απέναντι.

Εχει πια ζήσει τις νίκες και τις ήττες του, ως δραστικό κοκτέιλ για την καταπολέμηση της ανίας (και της άνοιας) και τις έχει μεταμορφώσει σε αμετανόητο στάτους ζωής. Εχει, δηλαδή, ζήσει τη ζωή και τον θάνατο των πραγμάτων, ως δύο αδιαχώριστα και παράλληλα σχήματα της ίδιας διαδρομής, που διαπλέκονται συνεχώς μ' έναν γοητευτικό και υποδόριο τρόπο. Οχι απλουστευτικά ως αρχή (αφετηρία) και τέλος (κατάληξη) μόνον. Αυτό του επιτρέπει να μετέχει γενναιόδωρα στην πράξη της απόλαυσης.

Είναι άλλο πράγμα, στηριζόμενος στο ταλέντο σου, να ζεις μόνο για να κερδίζεις, και άλλο πράγμα να ξέρεις ότι για κάθε τι που κερδίζεις, θα πρέπει να είσαι έτοιμος να πληρώσεις και τον αναλογούντα φόρο απώλειας. Το πρώτο ανήκει στη σφαίρα της άμετρης φιλοδοξίας, το δεύτερο είναι κατακτημένη σοφία.

Ερχεται κάποτε, για μερικούς προνομιούχους, ο χρόνος -«αυτή η ανθρώπινη επινόηση»- που μπορείς να θαυμάσεις την απίθανη συλλογή σπασμένων αντικειμένων που αποκόμισες στην πορεία σου. Εκεί που οι ανυποψίαστοι γυαλίζουν χρυσά μετάλλια, εσύ αρχειοθετείς ακυβέρνητες ήττες. Κοιτάς την αγάπη σε σμίκρυνση και χαμογελάς, γιατί ξέρεις ότι τον άνθρωπο τον γνωρίζεις μόνον όταν τον αγαπάς χωρίς μάτια. Και ονειρεύεσαι το υπέροχο τραγούδι, χωρίς να σχεδιάζεις τίποτε. Γιατί, επιτέλους, έχεις καταλάβει ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο πραγματικό απ' το τίποτε. Υπάρχει μια λέξη γι' αυτό: Πανωλεθρίαμβος.

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας γνώρισε τη δόξα της διάσημης επωνυμίας, όταν ακριβώς αυτή δεν τον αφορούσε. Θα πρέπει πλέον να πορευτεί μαζί της, όχι ως αρωγός του, αλλά ως βάρος. Γι' αυτό προτιμά το βάθος που κατέκτησε, περνώντας μέσα από τις καταστάσεις, να το θεωρεί βαθύτατα ρηχό, όπως λέει και το τραγούδι του Τζάρβις Κόκερ που αγαπά. Ετσι τοποθετεί τον εαυτό του, αυτομάτως, με τη μεριά των σωσμένων.

Αν η λογοτεχνία αφορά και λιγάκι, πέρα από τον φορμαλισμό της μορφής, τη ρήξη του ιδιώματος ή το εύρος του στοχασμού που παράγει, και την πλευρά εκείνη της γνωστοποίησης ύπαρξης μιας άλλης ομάδας ανθρώπων, που ζουν και δρουν παραπλεύρως του κοινά αποδεκτού σύμπαντος, τότε ο Τζούμας έχει πετύχει κέντρο. Η αύρα που αναδύει αυτή η πολύχρωμη παρέα που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο, σου προσφέρει το ντελίριο που χρειάζεται για να συνεχίσεις. Το πικάντικο έχει μια δική του δροσιά, η ηθική, μια διαφορετική έξαρση. Το κλείσιμο του ματιού στο τυχαίο θυμίζει μια παλιά γενναιοδωρία:

«Ανηφορίζω την έρημη πλατεία Δεξαμενής αργά, γιατί η άπνοια της καλοκαιρινής νύχτας σε συνδυασμό με την κραιπάλη που προηγήθηκε με σέρνουν σαν κουρασμένο στρατοκόπο στο κονάκι μου της Δεινοκράτους. Είναι στημένη έξω απ' την πόρτα της και φωσφορίζει η νεαρή αμαζόνα του δράματος, ριχνόμαστε στις μυρωδιές του λαιμού, του μάγουλου, των χειλιών και του στήθους, νιώθω το δεξί της πόδι να σηκώνεται και να αγκαλιάζει τη μέση μου σφιχτά. Εντυπωσιακό, αισθησιακό άνοιγμα, αλλά όχι, δεν θα μείνω. Είμαι λιώμα».

Μπορεί η υπερστολισμένη και ρυθμική πρόζα του να μην μπορεί να συναγωνιστεί αυτήν των πολλών αγαπημένων του συγγραφέων -άλλωστε ο ίδιος ποτέ δεν έχει εκδηλώσει τέτοια φιλοδοξία, αντιθέτως, θεωρεί τον εαυτό του αναγνώστη και όχι συγγραφέα- είναι όμως δηλωτική και εκδηλωτική, αποκαλυπτική και έντιμη. Σε βάζει να κοιτάξεις από την κλειδαρότρυπα αυτό που πραγματικά υπήρξε. Σε σένα και στους άλλους. Οταν προτιμάς να είσαι αναγνώστης, έχεις ελπίδες να γίνεις καλύτερος συγγραφέας. Ο Τζούμας έγινε. Χωρίς να το επιδιώκει. Το ζήτημα είναι αν τον αφορά καθόλου.

Ελπίζω μόνον, ο «Πανωλεθρίαμβος» να μην είναι το κλόουζιν τρακ αυτού του τριπλού βινυλίου που μας πέταξε στα μούτρα ξαφνικά. Και να μας τροφοδοτήσει ακόμη -κάτι σαν τελευταία υπόκλιση, συνηθισμένη γι' αυτόν- με κάποιο κολάσιμο επτάιντσο ή κανένα σπάνιο σαρανταπεντάρι. Ετσι, για να 'χουμε να ακούμε.

Αλλά, ας μην το κάνουμε θέμα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=203647

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

Η ΛΥΠΗ ΤΟΥ ΔΕΡΜΑΤΟΣ



Η ΛΥΠΗ του δέρματος. Δεν μπορεί άλλο να κοπεί. Έτσι ετελειώθη ο κόσμος. Τυλίχτηκε μέσα σε μαύρες σκόνες και εκατέβη. Λιγοστός απέμεινε αέρας στα χέρια μου και δεν ήξερα πώς να τον αναπνεύσω.

Έμειναν μόνο οι τάφοι.

(από το βιβλίο Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΚΟΜΜΑΤΙΑ, εκδ. Απόπειρα, 2010)

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ


ΤΑ ΣΙΡΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Έρχονται κάθε νύχτα
Στις υποδιαστολές των ονείρων μου
Βγάζουν από την πρίζα τους αγγέλους
Ξηλώνουν τα σιρίτια της άνοιξης
Σφυρίζουν κλεμμένα ποιήματα
Και φεύγουν
Μαζί με τις λιακάδες μου
Αφήνοντας τα σταχτοδοχεία γεμάτα
Και τις λαμαρίνες στο νεροχύτη
Άπλυτες

Καμιά φορά θα θυμώσω
Θα τραβήξω ένα ξέφτι να διαλυθούν
Να μείνουν όλοι έτσι όπως είναι
Ασώματα σώματα
Τσαλακωμένα

Δωρεάν δείγματα

Ενικού αριθμού




ΕΓΩ ΔΕΝ

Εγώ δεν
Έχω
Τίποτα το κοινό μαζί σας
Τα μάτια μου μοιράζουν το φεγγάρι
Σε συσσίτια απόρων τις Κυριακές
Προς Μοναστηράκι μεριά
Γυρίζω με απίθανη απείθεια
Από τσιγάρο σε τσιγάρο
Την υδρόγειο των ανέμων

Κάθε πρωί
Μπαίνει η Σέριφος
Απ’ το παράθυρο μέσα μου
Και με κόβει στα δυο
Χρεώνομαι τη σιωπή
Σταυροβελονιά πάνω μου

Ίσως μάλιστα

Να είμαι ο ιδρυτής της


(από το βιβλίο ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, εκδ. Μεταίχμιο, 2009)

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

ΠΟΙΟ ΑΥΡΙΟ;


ΟΤΑΝ η κοινωνία μοιάζει απωθητική ποιος φταίει; Σε ποιο βιβλίο συμβάντων και αναφορών βρίσκεται καταχωρισμένη η λέξη απελπισία; Ποιον ακριβώς κόσμο ετοιμάζουν για αύριο; Τι είδους ταινία είναι αυτή που παρακολουθούμε; Ποιος είπε στον μοντέρ να κόψει τα καλύτερα πλάνα; Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνουν όσα συμβαίνουν χωρίς υποψία ιδεολογίας; Εναντίον ποιου στρέφονται; Ο πολίτης μιας χώρας πότε είναι σε άμυνα; Πάντα; Ή θα πυροβολείται εν ψυχρώ ή θα βλέπει τον θάνατό του; Τι λένε για όλα αυτά τα άρθρα του Συντάγματος; Υπάρχει Σύνταγμα;

ΠΩΣ είναι δυνατόν να επιχειρούν δίπλα δίπλα ένας αντιεξουσιαστής, ένας χρυσαυγίτης, ένας σπάστης, ένας ερωτευμένος, ένας οικονομικός μετανάστης, ένας χούλιγκαν, ένας φιλόδοξος δικηγόρος και ένας αποτυχημένος υπάλληλος; Εναντίον ποιων επιχειρούν; Πώς συνεννοούνται όλοι αυτοί; Σε ποια μητρική γλώσσα; Μήπως είναι το ίδιο πρόσωπο; Γιατί όποιος θέλει, κλείνει όποια ώρα θέλει το κέντρο και κάνει πορεία; Δικό του κέντρο είναι; Μετά θέλουμε να δουλέψουν τα μαγαζιά; Πώς; Πουλώντας σπασμένα για ενθύμια; Κι αν είμαστε μόνο προϊόντα που πωλούν προϊόντα χωρίς προϊόν;

ΤΙ λένε οι διοικούντες γι' αυτά; Οι πολίτες; Ελπίζουν; Πού; Τι πέτυχαν τόσες πορείες; Κερδήθηκε κάτι ή χάθηκαν περισσότερα; Αν αλλάζαμε λιγάκι την πράξη; Αν αντί για διαίρεση κάναμε πολλαπλασιασμό; Γιατί τόσα χρόνια δεν έχει συλληφθεί κανείς; Θα μας πουν καμιά φορά κάτι που να μοιάζει αλήθεια; Τι πλάνο είναι αυτό στην τηλεόραση, με τους μαθητές να ρίχνουν τριαντάφυλλα πάνω στις ασπίδες των ΜΑΤ; Γιατί έγινε αυτός ο χοντρός κύριος υπουργός; Που είναι ο «άλλος»; Τι έγινε ο διαμεσολαβητής του; Αβατον;

ΠΟΙΟΣ θα μας σώσει απ' τον εαυτό μας τώρα; Μήπως τα ρήματα είναι λιγάκι ανάποδα; Οταν λέμε αναπτύσσομαι γιατί εννοούμε καταρρέω; Ολοι λένε σ' αγαπώ; Πριν χρεοκοπήσουν οι ιδέες μήπως είχαν χρεοκοπήσει τα συναισθήματα; Μήπως εργαστήκαμε όλοι μας γι' αυτό; Υπάρχουν κουκουλοφόροι του έρωτα; Ποια αγάπη; Θα τους ξεσκεπάσει κανείς; Πού πήγαν τα βλέμματα; Οι περιοχές της ψυχής; Θα μας πουν; Το θέμα είναι να γλιτώσουμε από αυτό που θα διακοπεί προσωρινά ή χρειαζόμαστε κάτι πιο μόνιμο που να διαρκεί πάντα; Πού είναι η οικογένεια; Υπάρχει κάτι που να διαρκεί; Είναι απελπισμένος αυτός ο κόσμος επειδή φταίει το σύστημα;

ΠΟΙΟΙ είναι όλοι αυτοί οι επαγγελματίες αναλυτές στην τηλεόραση που μιλούν για σύνταξη; Αυτοί οι επαγγελματίες άνθρωποι; Ποιο Ασφαλιστικό; Θα ζει κανείς τότε; Γιατί κάποιοι νομίζουν πως είναι ο Γκάντι; Ποιοι έχουν κλείσει την Πατησίων; Θα μπουν στο Πολυτεχνείο; Γιατί δεν τους πάει φαΐ ο κόσμος; Μπορεί να κάνουν και ραδιοφωνικό σταθμό; Εχουν αιτήματα; Μήπως έχουμε παρεξηγήσει κάτι εμείς οι ένοχοι σε αυτούς τους αθώους; Εμείς οι μεγάλοι συμβιβασμένοι σ' αυτά τα μικρά παιδιά; Σε ποια δεκαετία ζούμε; Αν σε λίγο δεν έχουμε ούτε να φάμε; Θα μας δώσει το ΔΝΤ; Ο ακριβός έρωτας; Το όλον τού τίποτα; Τι πάει να πει δεν μπορούμε; Ετσι γίνεσαι Λαμπέτη; Γιατί κάθε μέρα αντί για ήλιο ανατέλλουν τέρατα; Τι είναι αυτά που βλέπω στον ουρανό;

ΤΙ σημαίνει δημοκρατία; Τι είναι όλα αυτά τα σενάρια σταθεροποίησης; Ποιου πολιτεύματος; Σταθεροποιείται το τίποτε; Πού πήγε το κράτος; Το φως; Τι μπορεί να πιστεύει κάποιος που λέει μαζί, αλλά εννοεί χώρια; Ποια Μαρία; Γιατί δεν μπορώ να αναπνεύσω; Γιατί ζαλίζομαι; Σε ποια πόλη ζω; Ποιος φταίει; Πώς θα πάω αύριο στο πολιτιστικό κέντρο του δήμου; Ποιους θα δω αύριο; Θα ξημερώσει αύριο; Μπορεί να υπάρξει αύριο γι' αυτήν την πόλη; Υπάρχει ελπίδα αύριο; Θα υπάρχει αύριο αυτή η πόλη; Τι θα συμβεί αύριο; Εμείς, θα υπάρχουμε αύριο;


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

ΛΙΓΗ ΑΜΜΟΣ ΑΚΟΜΗ



Ο,ΤΙ φαντάστηκα πως υπήρχε, ακούστηκε ξανά μέσα μου σαν μαγεμένος δεσμός.
Ακουσα το τρίξιμο που έκανε καθώς σκαρφάλωνε. Η αρχαία πόρτα του λιμανιού απλώς επιβεβαίωνε την αμετακίνητη σχέση. Ερωτεύεσαι πάντα μια βιβλιοδετημένη ανάμνηση. Που διαρκεί. Οπως κρατάς την αναπνοή σου σ' εκείνο το παιδικό παιχνίδι αντοχής κάτω απ' το νερό. Η παραλία, μια εκκλησία, ένα στενό. Σκηνές θαυμάτων που προηγήθηκαν.

ΛΕΞΕΙΣ βοτσαλάκια. Τις λένε ηλιοβασίλεμα. Οταν πέφτει το φως πάνω τους τις κάνει να μοιάζουν με επεξεργασμένα κοσμήματα. Βουλιάζεις στην αθανασία της άμμου για να συναντήσεις το παλιό σου αποτύπωμα. Κέδροι στο μπλε. Θέλω να ξεγελάσω τον ουρανό. Να κλέψω όλα του τα ματάκια και να τα ρίξω στην τσέπη μου.

Αέρας, σαν θυμωμένος θεός. Φυσάει χρυσάφι. Οι άγγελοι που έχουν σειρά να εκπέσουν, περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους στα σύννεφα. Σώμα, σαν ανοιχτό πουκάμισο. Αλεξίπτωτα χρόνια. Μύλοι. Εδώ καταργούνται τα χρώματα. Ενώνονται σε μικρά ονόματα με γεύση αλμύρας. Ενα μισοτελειωμένο ποίημα πάνω στον χάρτη είναι ο οδηγός «για ό,τι δεν φανερώθηκε ακόμη».

ΑΥΤΟ το νησί λες και χορταίνει από το αίμα του. Από το άσπρο που βελάζει στα ορεινά και φτιάχνει ανορθόγραφες επιγραφές με ασβέστη στον ορίζοντα. Σκαλάκια με άρωμα νυχτολούλουδο. Τα ανεβαίνω ώς το μηδέν. Επαθλο, η άυπνη βοκαμβίλια. Μέχρι να έρθουν να με πάρουν τα καράβια, θα καθήσω σταυροπόδι κάτω απ' τη βρύση που στάζει κρυφά. Τα όνειρα δεν έχουν αποστολή. Είναι μια αμετανόητη εκδρομή βλεμμάτων χωρίς παραλήπτη. Μια μουσική που όλο επισκευάζεται.

Κάτω απ' τις καλαμένιες ομπρέλες, ο ήλιος λειαίνει ενθύμια. Η άμμος γέννησε βραχιολάκια. Προστατευόμενη παραλία, μη. Μην πατάς. Θα σπάσουν. Τα αβγά τού χθες μεγαλώνουν το αύριο. Αν δεν υπήρχαν, όλες μας οι γραμμές θα είχαν αποτύχει. Αυτοί οι μικροί αιχμάλωτοι γίγαντες μπορούν να μας σώσουν.

Η νύχτα που πέφτει ανυπεράσπιστη σπάει το νησί στα δύο. Η μισή πλευρά του κάστρου είναι φωτισμένη. Απ' το λιμάνι νομίζεις ότι κάποιο σημείο του έχει πάρει φωτιά που αρνείται να εξαπλωθεί. Ο ουρανός λες και τρύπησε και χύνει σκοτάδι. Δοξάζει τη λύπη, αφήνοντας πνιχτούς αναστεναγμούς. Εχει μια επικίνδυνη ομορφιά, σαν εγκαταλειμμένη. Οι λέξεις φτάνουν στα αυτιά μου μπερδεμένες. Ο αέρας που φυσά κάνει τις γλώσσες να λυγίζουν. Δημιουργεί ένα καινούριο προφορικό σύμπαν από άγνωστα σύνορα. Προσπαθώ να θυμηθώ ένα σώμα ντυμένο χωρίς βραδινή πανοπλία.

ΕΜΑΘΑ ν' αγαπώ εδώ. Στους μεγάλους αμμόλοφους της σιωπής. Στις φωλιές μνήμης της νότιας πλευράς που κανείς ποτέ δεν τόλμησε να πειράξει. Παρέμεινε άνεργη και παραμελημένη για να μας τιμήσει. Ανάμεσα στις καλαμιές και στους αθάνατους, εκεί που χορεύει η ζωή. Αμείλικτα δεμένη. Αν με δεχτούν οι θάλασσες στο κοπάδι τους, θα μείνω. Λάφυρο του βυθού, σκεπασμένος. Ο,τι γεννήθηκε σ' αυτή τη μεριά του Αιγαίου, γεννήθηκε για να το αναγγείλω εγώ.

Να συστηθούμε ξανά: Είμαι νησί. Ανεμος, δυσεύρετος έρωτας, ακόμη όνειρο, ευλογημένο άσπρο, αμετακίνητος σκοπός, εκθαμβωτική σεμνότης, πρωτότοκος λόγος, αμίλητος, καθηλωμένος, δεμένος στο κύμα με ακριβά κοχύλια.

Με λένε Νάξο. Νάξο παντού. Πάλι.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ