Ήμουν πάντα του δικού μου προσώπου. Το τρίτο πρόσωπο
όρθωνε πάντοτε ανάμεσα σε μένα και τις λέξεις έναν απροσπέλαστο τοίχο ∙ κανείς
δεν μπορούσε να φτάσει επιτυχώς στον προορισμό του: Ούτε εγώ στις λέξεις, ούτε
οι λέξεις σε μένα.
Ήμουν πάντα του δικού μου προσώπου. Το φορούσα
εγωιστικά, με φανατισμό, όπως φορούν οι άλλοι τις περικεφαλαίες τους. Σε όλες τις
εκστρατείες που κυριαρχεί η βαρβαρότητα. Όταν σκοτώνεις όμως, πρέπει ο άλλος να
μπορεί να βλέπει τα μάτια σου.
Μαζεύτηκαν μετά σαν φίδι γύρω απ’ τα χνώτα τους κουλουριασμένοι,
και σιγά σιγά καταστάλαζε η μορφή τους από σταγόνες, γενναία. Την κάπνιζε ο
ήλιος σαν δέρμα αλλόκοτο και το νερό παραμέρισε. Άνοιξε σαν γκρεμός στα δυο.
Ήταν ένα βουνό με υδάτινο τρίχωμα, κανένας δεν το είχε δει αυτό το κομμένο από
τότε που ο καιρός τελείωσε, κανένας ποτέ δεν είχε δει τέτοια σιωπηλή ομορφιά
ραντισμένη.
Είδα το βουνό, σαν τεράστια αγκαλιά νερένια.
(απόσπασμα από το βιβλίο μου ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΚΟΚΚΙΝΟ που ετοιμάζεται)