Μαζεύτηκαν μετά σαν φίδι γύρω απ’ τα χνώτα τους κουλουριασμένοι,
και σιγά σιγά καταστάλαζε η μορφή τους από σταγόνες, γενναία. Την κάπνιζε ο
ήλιος σαν δέρμα αλλόκοτο και το νερό παραμέρισε. Άνοιξε σαν γκρεμός στα δυο.
Ήταν ένα βουνό με υδάτινο τρίχωμα, κανένας δεν το είχε δει αυτό το κομμένο από
τότε που ο καιρός τελείωσε, κανένας ποτέ δεν είχε δει τέτοια σιωπηλή ομορφιά
ραντισμένη.
Είδα το βουνό, σαν τεράστια αγκαλιά νερένια.
(απόσπασμα από το βιβλίο μου ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΚΟΚΚΙΝΟ που ετοιμάζεται)