Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010
ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΕΘΑΝΕ
ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ του αυτοκινήτου αναβοσβήνει ένα πακέτο τσιγάρα. Είναι σαν να εισέρχονται όλα σε τούνελ, μόνο το πακέτο φωτίζεται. Περιοδικά. Η κίνησή του έχει δύο χρόνους. Ακολουθεί τον ρυθμό της μουσικής που ακούγεται. Οι νότες είναι οι μοναδικές ερωμένες που παραμένουν. Σαν παγκόσμιες γκέισες, άπιστες στο αναντικατάστατο της στιγμής. Μετά τον κόσμο, απώλεια φωτισμού. Φωτογραφίες του μαύρου. Προχωράς στο σκοτάδι, επιβεβαιώνοντας ότι βλέπεις. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος του τσιγάρου συνεχίζεται σε όλη τη διαδρομή. Το μονόπρακτο του πακέτου μοιάζει με αποχαιρετισμό.
ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ νικητές στις πόλεις. Μπαίνουμε. Πρώτο πληθυντικό, ενεστώς. Ο μυελός του χρόνου κάνει μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας, επιχειρεί να κρατηθεί από κάπου. Καθώς γλιστρά, γίνεται μνήμη. Λήθη, πριν, κάποτε. Τότε που.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ που είμαι είναι γεμάτος πατημασιές. Τα μάτια μου φυλλορροούν πουλιά. Σκαρφαλώνουν σε ένα κλειστό πλάνο που είναι δέντρο. Από κει με καλούν. Με καλούν τα μάτια μου. Το πρόσωπο. Ενα τζάμι, εξώπορτας. Πεταμένο. Από μέσα η ψυχή κωπηλατεί. Ο χρόνος αγνοείται.
ΚΑΤΩ απ' τη φούστα σου έρχεται αργοπορημένα η θάλασσα. Μια χούφτα άμμος κινείται στις παρυφές της. Μεσίστια, υποταγμένη. Θέλω να την αγγίξω. Να την ανοίξω στα δύο και να περάσω από μέσα της, όπως ο Μωυσής. Χορεύετε; Μόνον από πόνο, αλλά τώρα θα χορέψω από χαρά.
ΣΟΥ ΕΔΩΣΑ λίγη βροχή. Την άφησα στο κουτί, δεμένη με μπλε κορδέλες -πού βρήκα τη βροχή δεν θυμάμαι-, αλλά μαρμάρωσε μέσα σου, και προχωρήσαμε μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα. Με τις επιθυμίες μακροσκελείς, να περισσεύουν απ' τα σώματά μας σαν μουσικές εθισμένες.
ΘΑ ΣΠΡΩΞΩ τον χρόνο να πέσει, να πάψει να διαιωνίζει γεράματα και να γίνει ένα σπασμένο αβγό στα μαλλιά σου. Εκεί θα γεννηθεί ο άλλος Χριστός, αφροδίσιος, κίτρινος απ' τον ήλιο και σαν μελάτο φιλί. Ετοιμο να στάξει, θα ενωθεί.
ΜΟΝΑΔΙΚΟ φόρεμα η σάρκα. Να το σκίσεις. Την άλλη φορά να 'ρθεις με σκισμένο φόρεμα και τα μάτια γυρισμένα ανάποδα, σαν κόκκινες βελόνες σε πυρκαγιά. Και με ανοιγμένες τρύπες παντού να βάζεις το φως, εκεί όπου αλλάζουν οι ζωές, τρομακτικά περίπλοκες και καθηλωμένες.
ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ το πακέτο έχει μεγαλώσει. Τα τσιγάρα έφτασαν το μέγεθος του υαλοκαθαριστήρα και τον ξεπέρασαν. Το φεγγάρι έσκυψε τη μύτη του, όπως σκύβει ο εκσκαφέας στα ερείπια, και χάθηκε πίσω από τα κομμένα σύννεφα. Το τετράδιο καλλιγραφίας του ουρανού ήταν γεμάτο. Από σάπιο πορτοκαλί. Ο Θεός δεν θα είχε πού να γράψει.
ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ νόμισα ότι όλα τα κεραμίδια των σπιτιών χύθηκαν πάνω μου και με έθαψαν. Δεν ήμουν εγώ. Το κορμί σου δίπλα μου σαν να χόρευε.
Ηταν όπως το ήθελα: Σκισμένο, σε πυρκαγιά, με ανοιγμένες τρύπες παντού. Ετοιμο να στάξει.
ΠΑΜΕ να γεννηθούμε αλλού, σου είπα. Ο χρόνος αυτός έχει πεθάνει.
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=236945
Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010
ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣΜΟΥΣ; (ΑΝ-ΗΜΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ)
Τα ακριβά ναύλα του χρόνου. Διόδια, Ελευσίνα. Στοπ. Δυο φωνές. Πέτρινες.
Ο ΑΠΕΝΑΝΤΙ κόσμος, σκισμένος. Παραταγμένος, με τις ασπίδες του. Το τελευταίο κράνος. Η τελευταία φορά. Χειμών. Οχι βαρύς. Θανάσιμος. Περασμένος βραχιολάκι στον καρπό. Φοβάμαι. Φοβάσαι. Φοβάται. Αυτό που είναι ανάμεσα φωνάζει.
ΣΤΟΝ βούρκο των σεντονιών είναι κολλημένα τα σώματα. Βήτα, όπως βουλιάζω. Οπως βρασμός. Βλέμμα. Βάραθρο. Ριγούν ώς το τέλος. Αχρωματοψία. Κεριά. Λιώνουν. Κρατούμενοι. Δεν βλέπω. Σκεπάσματα. Κάτι ανοίγει. Ακούγεται. Ενα ρολόι μετράει ανάποδα το ξημέρωμα. Τικ τακ τικ τακ. Λήξε.
Είναι νύχτα. Με προβολείς. Νύχτα ποτέ. Θα μάθεις επιτέλους να παίζεις σωστά;
Ο ΥΠΝΟΣ σε παρένθεση. Βάλε εισαγωγικά. Λάθος κλίμακα. Ξαφνικά, έχασε τις αισθήσεις του. Και βγήκε. Ραγίσματα. Εξάρχεια φάτνη. Παναγία σε φλασάκι. Μαρία. Παρθένος;
Κάνω τον Χριστό. Το παιδί που γεννιέται. Δεν παρέμεινε. Επρεπε να γίνει τριάντα τριών χρόνων. Επρεπε, σε τρεις μήνες. Υποχρεωμένος να κουβαλάει εκείνο το ξύλο. Υποχρεωμένος να στολίζει την πλάτη του. Πώς παραδίδεται έτσι ο θάνατος, άσαρκος;
ΕΝΑ ΤΖΑΜΙ σπασμένο. Ενα νεκρό καζανάκι. Κρέμεται. Η νύχτα και το σκοινί. Τα κόκκαλα. Τρίζουν. Μουσική. Ενα κρεβάτι, ένα κλουβί. Βρόμικο. Ανοιξε την πόρτα. Θα πετάξουμε. Μάτια μου. Είπα μάτια μου. Και έφεξε σκοτάδι.
Εκείνος είπε: Είναι αλήθεια ότι συμβαίνουν αυτά.
Εκείνη είπε: Δεν έχω. Δεν είμαι. Δεν ζω.
Εκείνος είπε: Χέρια. Κοιτάσματα. Με σκάβουν. Είναι όλο σκουριά εδώ μέσα. Και βρέχει. Θέλω να πιω όλα τα γράμματα.
Εκείνη είπε: Τίποτε. Ποτέ. Οχι.
Εκείνος είπε: Τα φιλιά σου είναι δεμένα στο στόμα μου. Ακροβάτες. Θα τα φτύσω στη θάλασσα. Να γεράσουν.
Εκείνη είπε: Χωρίς. Δεν.
Εκείνος είπε: Κάθε άνθρωπος είναι ένας μικρός λαός που εκκρεμεί όνειρα.
Εκείνη είπε: Μηδέν. Ούτε. Ούτε.
Εκείνος είπε: Μυρίζει επιτάφιος. Είμαι σε άλλη γιορτή. Αβγά. Ντύσου. Τα Χριστούγεννα συγχωνεύονται. Κάποιος ένωσε τη γέννηση με τον θάνατο. Πάμε. Πίσω.
Εκείνη είπε: Τέλος. Πουθενά. Οχι.
Εκείνος είπε: Τα μαλλιά σου είναι στα μάτια μου. Κουρεμένες κουρτίνες. Δεν έχουν ξεριζωθεί ακόμη από το σπίτι. Αρμέγουν φως.
Εκείνη είπε: Εναντίον. Κατά. Στάχτες.
Εκείνος είπε: Σε ανέβηκα για να χορέψω. Ο αφαλός σου ήταν λακκούβα. Φέρετρο. Μέσα του κολυμπούσαν οι πεθαμένοι. Δες. Η γιορτή πέφτει σαν γύρη. Τριγύρω.
Εκείνη είπε: Θάνατος. Λερωμένη. Πόλεμος.
Εκείνος είπε: Εθαψα το τσεκούρι της λύπης στις σκάλες. Ο ήλιος στέγνωσε. Οι καπνοί του έχουν κολλήσει ακρίδες στο στόμα μου. Τώρα θα γεννηθώ. Τώρα.
Εκείνη είπε: Καμία. Δίχως. Ποτέ.
Εκείνος είπε: Είμαι ο χρόνος ανθίζω. Ο χρόνος ζωή. Τούτο εστί το αίμα μου.
ΣΤΟ ΚΕΙΚ κοιτάζω τη σοκολάτα. Να χύνεται. Αναποδογυρισμένα Χριστούγεννα. Τα αμύγδαλα έχουν καεί. Το σπίτι πέταξε τα σκουπίδια του και βγήκε.
ΟΠΟΥ και να γυρίσω τα μάτια μου, βλέπω τον τάφο σου.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=235536
Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010
ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ - ΠΛΗΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
Βαδίζω έξω από τα σύνορα / θέλοντας να συλληφθώ / και να ομολογήσω / ότι υπήρξα ένα τίποτα / ένας ιερός πόνος / στην ωμοπλάτη.
-ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ
Η ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΗ εδώ και δυο χρόνια επίθεση διαφόρων λυτών και δεμένων εναντίον του εντύπου Βιβλιοθήκη της Σαββατιάτικης Ελευθεροτυπίας με την οποία σε μόνιμη βάση συνεργάζομαι έχει δυο βασικές παραμέτρους:
Από την μια η γνωστή, σχεδόν καταστατική θεσιθηρία που επιβάλλει στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ να επιδεικνύουν διαρκώς ένα διπλό πρόσωπο, ακυρωμένοι πίσω από αρκετές χιλιάδες ευρώ, και από την άλλη η ενορχηστρωμένη αντίδραση μιας κάστας, μιας πρακτικής, μιας λογοτεχνικής σέχτας που θίγεται και θεωρεί ότι χάνει το προνομιακό της έδαφος.
Δεν αναφέρομαι, μόνον, στις πρόσφατες απολύσεις, γιατί, φυσικά, δεν μπορώ να επιχαίρω για την απόλυση οποιουδήποτε, αλλά στην όλη διαδικασία φθοράς που υφίσταται μια προσπάθεια. Η όποια.
Είμαι – δυστυχώς – σε θέση να γνωρίζω ότι από τον Μάρτιο του 2009, στο τετράγωνο του περί την Σόλωνος διαβόλου, άναψαν κυριολεκτικά τηλέφωνα, στόματα και μάτια ανθρώπων που πριν καν δουν καταδίκασαν το καινούργιο. Έγινα ο ίδιος έκπληκτος δέκτης πολλών χαρακτηρισμών προς το πρόσωπο αυτού που η ιδιοκτήτρια της εφημερίδας κυρία Μάνια Τεγοπούλου επέλεξε για να αναλάβει την ευθύνη του εντύπου.
Δυο χρόνια τώρα, λερώνουν τον ποιητή Χρονά, ακριβώς λόγω της διατήρησης της ποιητικής του ιδιότητας. Της ποιητικής του ζωής. Της ποιητικής του καρδιάς.
Γιατί δεν διαθέτει τους συγκεκριμένους δημοσιογραφικούς ελιγμούς που συνηθίζονται. Γιατί δεν ανέχεται να διαταράσσουν την αρμονία του ισορροπιστές. Γιατί εκεί που οι άλλοι οριοθετούν ένα χώρο, σχεδόν κατουρώντας τον, για να τον γνωρίζουν, αυτός τον ανοίγει για να μπει όποιος αποδεδειγμένα μπορεί.
Ας βγει κάποιος να πει ότι εγώ ή η κυρία Λαινά - για να αναφερθώ στις μόνιμες στήλες της εποχής Χρονά - που στηρίζουμε μαζί με τόσους άλλους, επώνυμους και ανώνυμους, αυτή την προσπάθεια, είμαστε διαπλεκόμενοι. Από την σκοτεινή κάμαρη του σπιτιού μας. Ή κολλητοί του διευθυντή της.
Ας βγεί κάποιος, επωνύμως (γιατί φτάνουν και υβριστικές επιστολές στα γραφεία της εφημερίδας, χωρίς καν το αυτονόητο - την διεύθυνση του αποστολέα τους), να καταγγείλει πως ότι κάνουμε το κάνουμε κατόπιν ανταλλαγής ή έναντι αδράς αμοιβής. Δεν θα βρεθεί. Κανείς. Γιατί ότι γίνεται γίνεται από αγάπη. Και για αγάπη. Με αμοιβή λίγα ευρώ. Και μια βαθιά υπόκλιση. Στο κοινό που διαβάζει.
Ποιο είναι το θέμα; Ένας ποιητής, ένας ποιητής του δρόμου, με καταξιωμένο στο πανελλήνιο έργο, βρέθηκε ξαφνικά στο μάτι του κυκλώνα.
Επειδή τόλμησε και άλλαξε την πρακτική των επαγγελματιών του χώρου. Επειδή πήρε ένα γερασμένο έντυπο και το αναζωογόνησε. Του έδωσε το φιλί της ζωής με έρωτα. Παραμέρισε για να περάσει η νέα φρουρά. Η βάρδια του αύριο. Και τελικά, εγκατέστησε με το ζόρι, ένα ζωντανό ποιητικό βήμα. Ένα ανοιχτό μικρόφωνο πολιτισμού στην καρδιά μιας μεγάλης εφημερίδας. Ηλεκτροδοτώντας το με το ρεύμα της ψυχής του.
Δεν έχει ανάγκη ο Χρονάς από την συνηγορία μου. Ασφαλώς. Είναι όμως γνωστό, ότι αντιδρώ ενστικτωδώς και με παρόρμηση. Στα φαινόμενα που με ερεθίζουν. Και απατούν. Γιατί δεν πάω για τίποτε. Για κανένα βραβείο. Και δεν ανήκω σε καμία επιτροπή.
Πριν λίγες ημέρες, η Εταιρεία Συγγραφέων, της οδού Κοδριγκτώνος, θεώρησε καθήκον της, με επιστολή που υπογράφει το Δ.Σ., να δείξει ακόμη μια φορά τον «ένοχο». Για να σταυρωθεί.
Να περιμένουμε ανακοίνωση και από την Ακαδημία Αθηνών;
Ας αφήσουμε, επιτέλους, τις λέξεις μόνες τους, να διαγωνιστούν μεταξύ τους. Χωρίς μυστικά δείπνα και σπασμένα τηλέφωνα. Επιτέλους.
Σ.Σ.
Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010
ΟΣΟ Η ΖΩΗ
Που ντουμπλάριζε τη σταρ
Καθώς άνοιξαν οι πόρτες του ασανσέρ
Και γω έβγαινα
Ενώ εκείνη έμπαινε
Στις 4 π.μ.
Και είδα πως ήταν τελείως μαστουρωμένη
Τη ρώτησα με τι
Είπε 6 Βάλιουμ και άσπρο κρασί
Επειδή σήμερα ήταν η τελευταία μέρα που είχαμε γύρισμα
Και σκέφτηκε να το γιορτάσει
Να πηδηχτεί με κάποιον από το συνεργείο
Μιας και η ίδια σ’ αυτήν εδώ την πόλη ζούσε
Και θα ξέμενε εδώ πέρα
Ενώ εμείς θα φεύγαμε
Και το παράπονό της που πια δεν θα ήταν
Παρατημένη
Σε μια πόλη που φλεγόταν από επιθυμία να εγκαταλείψει
Την έλυωνε
Και μ’ έκανε ξαφνικά να ντραπώ για άλλη μια φορά
Και μόνο που είμαι ηθοποιός του σινεμά
Και συμβάλλω και γω σε κάτι τέτοιες βλακώδεις ψευδαισθήσεις
Την πήρα λοιπόν στο δωμάτιό μου
Χωρίς βλέψεις σε βάρος του κορμιού της
Ήταν απογοητευμένη σε απελπιστικό σημείο
Προσπάθησε να πηδήξει απ’ το παράθυρο
Σαμ Σέπαρντ, 1/11/81, Σηάτλ
(από το βιβλίο «Χρονικά των Μοτέλ», μεταφρ. Γιάννης Αβραμίδης, εκδ. Επιλογή)
ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΚΡΑΤΗΣΑ μια μικρή επιφύλαξη για τα ενδυματολογικά λάθη εκείνου του καλοκαιριού. Δεν μπορεί, φέρ’ ειπείν, η θάλασσα, να μετατοπίζει διαρκώς τον ουρανό προς όφελός της. Θέλω να πω, δεν είναι δυνατόν για να φαίνεται κάποιος γαλάζιος, να κλέβει συνέχεια.
Γιατί έχουμε δει και μαύρη τη θάλασσα.
(απόσπασμα από το βιβλίο μου Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΚΟΜΜΑΤΙΑ, εκδ।Απόπειρα, 2010)
Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010
ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ
Η ΠΟΛΗ ξυπνάει νωρίς μέσα στο μοβ. Βιολετί ορίζοντας, στάση για καφέ, προλαβαίνεις; Κάποια σύννεφα. Στα καλώδια της ΔΕΗ είναι σκαλωμένα τρία πουλιά. Κάθονται. Αγία Τριάδα. Το ακροβατικό τους είναι σύντομο. Χορογραφία της στιγμής. Μέχρι να προλάβουν τα μάτια να χωρέσουν την εικόνα, έχουν πετάξει.
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ περιπολούν οι νεκροί. Με βάρδιες. Σε τούτο τον τόπο οι νεκροί είναι περισσότεροι απ' τους ζωντανούς. Αναβοσβήνουν, στολισμένοι με φωτάκια. Ανθρωποι - σημαδούρες. Αν αφήσεις τον εαυτό σου να τους ακουμπήσει, κινδυνεύεις με βραχυκύκλωμα.
Οπως περνούν μέσα απ' τα γυάλινα κτήρια της Αλεξάνδρας μοιάζουν με φωτογραφίες που έχουν αναρτήσει οι απόγονοί τους για να τους θυμούνται: πλαίσιο μαύρο, τζάμι διπλό. Εις μνήμην. Υπάρχουν απόγονοι; Ή είναι κι αυτοί νεκροί;
ΣΚΟΝΙΖΟΥΝ τη χώρα. Της μασάνε τον λαιμό. Τα μάτια. Σπάνε τα κόκαλα της ζωής της. Μετά, δακρύζουν. Στην κηδεία της. Οταν πεθαίνει μια χώρα, αυτοί που συνήθως την κλαίνε είναι αυτοί που την έχουν σκοτώσει.
ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ διασχίζει τον δρόμο. Εχει κοντά, κόκκινα μαλλιά, σκουλαρίκι στο δεξιό ρουθούνι. Το πρόσωπό του είναι παγωμένο, χωρίς μέλλον. Φοράει κόκκινο φούτερ, στο χρώμα του αίματος. Οι ελβιέλες του είναι λιγάκι σκισμένες. Ασπρες. Οπως βαδίζει, ο ουρανός πέφτει πάνω τους και σχηματίζει την ελληνική σημαία. Δείχνει αυτό που πρόκειται να συμβεί. Μετά.
ΕΠΙΚΕΦΑΛΙΔΕΣ πραγμάτων. Προσώπων. Ζωών. Το σινεμά είναι αόρατο. Περνάς απ' το ένα πλάνο στο άλλο, βιαστικά, χωρίς να προσέχεις. Σχεδόν το καταπίνεις αμάσητο. Ο κύκλος της σκηνοθεσίας κλείνει διαρκώς. Πρέπει να τελειώνουμε με αυτό. Να αποφασίσουμε ότι μόνο το ανύπαρκτο υπάρχει.
Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ενός σκύλου στην Αραχώβης μπορεί να σε κάνει να κλάψεις. Γαβ γαβ. Γαβ γαβ. Αν ήταν θεατρικό, θα γινόταν σε δύο πράξεις. Οπως η αναπνοή: Εισπνοή - εκπνοή. Το τελευταίο γάβγισμα είναι ο θάνατος. Από ασιτία.
ΤΟ ΒΡΑΔΥ στο μπαρ είναι σκοτεινό. Τα γεγονότα συμβαίνουν ανάποδα: η μουσική ακούει τους ανθρώπους να μιλούν. Αναπνέουν, εγκαθιστώντας τις μοναξιές τους. Γουλιά γουλιά. Θέλει να τους επιδιορθώσει σε λίγα λεπτά. Ο χαμηλός φωτισμός παρασύρει τις λέξεις σε πτώχευση. Στην μπάρα έχει χυθεί λίγο κρασί.
ΜΟΝΟΝ η αθωότητα των στίχων εφημερεύει. Περιθάλπει την αγωνία αυτής της μόνιμης απουσίας, τη στεγάζει σε τίτλους. Τα έκτακτα περιστατικά απαιτούν περίσσευμα εαυτού.
ΕΞΩ, ο θάνατος γιορτάζει ακόμη. Οι τελευταίες του ενσαρκώσεις χάνονται σαν σκιές στα δρομάκια των Εξαρχείων. Δεν υπάρχουν αστέρια να οδηγούν. Σε δύο ώρες ξημερώνει.
ΑΝ ΘΕΣ να αλλάξεις τα πράγματα, δεν το συζητάς.
ΑΠΛΩΣ, τα αλλάζεις.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=233656
Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010
Η ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ PASSPORT
(ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ)
Αν θα έπρεπε να βάλω έναν τίτλο σ’ αυτή την βραδιά, θα έλεγα κάτι που θα ενθουσίαζε τον Κωνσταντίνο Τζούμα και θα απογοήτευε τον Γιώργο Χρονά. Τον Κωνσταντίνο γιατί του αρέσει πολύ το βιβλίο του Τόμας Πίνσον και τον Γιώργο γιατί δεν του αρέσουν οι αγγλικοί τίτλοι.
Ο τίτλος είναι: Against the day.
Πράγματι. Ενάντια στην σημερινή μέρα, μια μέρα πολύ δύσκολη για την πόλη, με την γενική απεργία, την παράλυση των μέσων και τα επεισόδια στο κέντρο, εμείς επιλέξαμε σήμερα να είμαστε εδώ. Σε αυτόν τον αρχαιοελληνικό χώρο που δημιούργησε η ιδιωτική πρωτοβουλία, δηλαδή το μεράκι της οικογένειας Χουρδάκη – ο Δημήτρης και τα δύο παιδιά του - ένα στολίδι πολιτισμού στο κέντρο του Πειραιά. Κι αυτό είναι μια πράξη αντίστασης σε όσα τον τελευταίο καιρό συμβαίνουν. Μια αντίσταση πολιτισμού, με όλα τα ρίσκα που αυτό περιέχει.
Ούτε οι τεχνικοί ήχου του PASSPORT δεν κατάφεραν σήμερα να φτάσουν, αποκλεισμένοι στο κέντρο.
Είναι αρκετά πράγματα που με απασχολούν κάθε φορά, και ο μέσος όρος αυτών αποτελεί περίπου το υλικό για το κάθε βιβλίο μου. Υλικό υπάρχει παντού, όμως το ασφαλέστερο και ουσιωδέστερο - και γι αυτό επικινδυνότερο - είναι αυτό που κατοικεί ή συμβαίνει μέσα μας.
Άλλωστε, τα βιβλία μιλούν πάντα για ένα πράγμα: για τον εαυτό τους.
Ακούω πολλούς, τον τελευταίο καιρό, να αναφέρονται με υποτιμητικό τρόπο σε συγγραφείς που αυτοβιογραφούνται.
Λένε: Εξομολογητική λογοτεχνία, βιωματική ποίηση, προσωπική κατάθεση, κλπ. Μιλούν όπως μιλάμε για τα ψάρια: Βραστό, τηγανητό, ψητό.
Όταν γράφουν αλλάζουν τις λέξεις με τα ονόματα και τον τίτλο. Τα άλλα όλα, ίδια.
Αυτό είναι η αποτίμηση, το αρχείο μιας χώρας νεκρής που υποκρίνεται την ζωντανή, επικαλούμενη γεγονότα 2500 ετών, από το οποίο θα κληθούν αύριο οι ιστορικοί να καταγράψουν ρεύματα και συνιστώσες.
Αν υπάρχει αύριο.
Μετά, μοιράζουν βραβεία, θέσεις σε επιτροπές, θεσπίζουν τον πολιτισμό ανταλλάσσοντας μόνο τις φωνές τους. Ο ένας μιλάει με τη φωνή του άλλου. Και είναι όλοι εξωφρενικά ίδιοι.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η οικονομική, θεσμική, κοινωνική κρίση είναι πρωτίστως και ίσως αποκλειστικώς κρίση πολιτισμού. Και η κρίση πολιτισμού είναι κρίση προσώπων. Και η κρίση προσώπων είναι κρίση ταυτότητας. Που σημαίνει ένα πράγμα: Συντήρηση. Σε όλα τα επίπεδα.
Μερικές φορές η ανάμνηση ενός γεγονότος είναι δυνατότερη από το ίδιο το γεγονός. Τα βιβλία, ως προσωπικά αλλά και συλλογικά δράματα μνήμης, απλώνουν αυτή την αλαζονική μνήμη στον χρόνο.
Από αυτό το βιβλίο λείπουν γράμματα. Δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς. Λείπουν και απ’ τη ζωή μας. Όσο η λογοτεχνία αντιγράφει τη ζωή, τα πράγματα θα εξακολουθούν να συμβαίνουν.
Ο συγγραφέας σίγουρα κρίνεται από τον τρόπο που τα γράφει. Κρίνεται όμως και από τον τρόπο που τα ζει. Θυμάμαι κάτι που είχε πει ο Σαγκάλ:
Όλοι ξέρουμε ότι ο καλός άνθρωπος δεν είναι απαραίτητα και καλός καλλιτέχνης. Κανείς όμως δεν μπορεί να γίνει μεγάλος καλλιτέχνης, αν δεν είναι πρώτα μεγάλος άνθρωπος.
Νομίζω πως είναι αυτονόητο και επιβεβλημένο να θαυμάζει κανείς σήμερα έργα-τοπία συγκλονιστικών ανθρώπινων χαρακτήρων, όπως το «Έγκλημα και Τιμωρία», μακροσκελή έπη όπως το «Πόλεμος και Ειρήνη», ηχηρά ντοκουμέντα όπως το «Αποχαιρετισμός στα όπλα», τα κλασικά έργα του Ουγκώ, του Ντίκενς, του Φλομπέρ, αλλά και πολλών μεγάλων Ελλήνων ομότεχνων.
Είναι όμως ασυγχώρητο σήμερα να γράφει κανείς έτσι, με τον τρόπο των μεγάλων του παρελθόντος. Αυτό που αποκαλούμε πλοκή έχει γεράσει πρώτα στην συνείδηση του αναγνώστη, που αναζητά το δικαίωμα και κυρίως τον περιβάλλοντα χώρο για να ονειρευτεί τον δικό του κόσμο. Όχι αυτόν που του επιβάλλει ο συγγραφέας.
Η επιδίωξή μου στο Ο έρωτας θα μας κάνει κομμάτια ήταν να διαφαίνεται μια εικόνα μυθιστορήματος, ενώ το ίδιο το μυθιστόρημα ως κορμός θα απουσιάζει. Να υπάρχουν σκόρπια φύλλα, που όμως να οδηγούν με σιγουριά στο δέντρο. Ποιο δέντρο; Αυτό της αφήγησης, ως πραγματικό και συγχρόνως μη πραγματικό γεγονός.
Υπάρχει μια ιστορία. Που μένει πιστή σε αυτό που σέβεται περισσότερο ως αξία, δηλαδή την φόρμα της μορφής. Και ανοίγει παράθυρο στο μέλλον.
Άλλωστε, με αυτόν τον τρόπο γράφτηκε.
Οι φράσεις που αντιστοιχίζονται σε κεφάλαια έρχονται περισσότερο ως ψηφίδες για να αθετήσουν τις έως τώρα ειδολογικές προκαταλήψεις και να ενθέσουν τις ίδιες αφυδατωμένες λέξεις ως εικαστικό, πια, σώμα πάνω στο χαρτί και λιγότερο για να εξυπηρετήσουν το, ούτως ή άλλως, καταδικασμένο από την χρήση νόημα.
Ο έρωτας, είναι εδώ το τέλος. Και το τέλος του έρωτα είναι ο ίδιος ο έρωτας.
Ευχαριστώ, τον Δημήτρη Χουρδάκη και το Passport για την πρόσκληση, τον Γιώργο Κακουλίδη, την Μαρία Χρονιάρη και την Εύα Ψυλλάκη που ήταν μαζί μου, και όλους εσάς που καταφέρατε να φτάσετε σήμερα μέχρι εδώ. Φυσικά, ευχαριστώ τον Γ.Χρονά. Ο Χρονάς είναι πολύ γνωστός για τα τοπία των λέξεών του, δεν είναι όμως και τόσο γνωστός για τα τοπία της ψυχής του.
Αν πάρω μόνο την δραστηριότητα του των δυο τελευταίων ετών, έχω την εξής εικόνα:
Είναι σαν να μπει κάποιος, με αόρατο τρόπο, στην Ακαδημία Αθηνών, αυτό το μαυσωλείο του πνεύματος που παράγει άνοια και πλήξη, και να βάλει στη διαπασών μια μουσική για νέους. Ας πούμε το rock’n’roll suicide.
Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που γνωρίζω που μπορεί σε ένα λεπτό να μεταμορφώσει αυτήν την γερασμένη Ακαδημία σε εκκολαπτήριο νέων ιδεών και υψηλού πνεύματος.
Η σημερινή βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας είναι η απόδειξη.
(στον Γιώργο Χρονά)
Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
Ο χώρος πολιτισμού του Passport (Καραίσκου 119, Πλατεία Κοραή).
Ο έρωτας. Οι λέξεις. Η μουσική. Το κόκκινο.
Μιλούν:
Γιώργος Χρονάς
Γιώργος Κακουλίδης
Μαρία Χρονιάρη
Διαβάζει:
Εύα Ψυλλάκη
Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010
ΟΥΤΕ ΚΙ ΕΓΩ
ΗΡΘΕ ξανά, για να τελειώσει τα πράγματα. Στη σκηνή. Φαρδύ, ριχτό παντελόνι, πουκάμισο λευκό. Σιδερωμένο. Φρύδια λειψά. Τα σκαμμένα από τον χρόνο μέρη του προσώπου θυμίζουν πολύ Μπέκετ.
Είναι και το βλέμμα. Βυθός. Εκείνης της κερδισμένης σημασίας. Χαραγμένο, σαν υδατογράφημα. Κοιτάζει ευρυγώνια. Αντικαθιστά το μπάσο, το σαξόφωνο, το βιολί, το φλάουτο, τα ντραμς. Σαν να λέει, τα είδα όλα, τα βαρέθηκα, φέρτε μου τώρα έναν δρόμο. Ανοιχτό. Να γυαλίζει μακριά ο ορίζοντας. Να 'χω μια διαδρομή. Να πηγαίνω.
ΜΟΝΟΣ. Ο ίδιος του ο εαυτός δεν τον αφήνει παρά να είναι ο εαυτός του. Απόλυτα άσπρος. Μια κιθάρα. Ενα πιάνο. Σκηνικό φωτοστέφανο. Τα τραπέζια κοντά. Κι αυτή η φωνή. Μπροστά. Αρρωστη. Ουρλιαχτό, ψίθυρος. Ερωτικό συλλάβισμα. Προσευχή. Μαθήματα πόνου.
Ο θάνατος μέσα της γεννάει ζωή. Νότες. Και μετά, ξανά. Θάνατος. Και ξανά. Νότες.
ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΟΥ. Σσσς. Περιμένω στην πόρτα και αναρωτιέμαι πότε θα 'ρθεις να με ζεστάνεις. Ποτέ. Κομμάτια μήλου, κρασί. Μια γραμμή ζωής. Το σαξόφωνο εννοείται. Να προσέχεις, το σκοτάδι είναι της ψυχής.
Η ΜΑΡΙΑ έχει αλλάξει ζωές. Η άλλη, απλώς δεν είχε. Πώς μπόρεσες να τ' αφήσεις να συμβεί; Μπόρεσε. Είμαι τόσο κοντά στο φως. Και με τυλίγει. Η μουσική περιγράφει τον εαυτό μου. Τον αγκαλιάζει. Απαγγέλλει αργά τη λύπη.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ, φτύνοντας τους στίχους. Εναν έναν. Τους καθαρίζει στο λαρύγγι του και πετάει τις συλλαβές. Σαν γρέζια. Ασυνείδητη ζωή. Λαχανιασμένη. Οι λέξεις δεν μιλούν. Εχουν μόνο ευγένεια. Ετσι θριαμβεύουν.
ΠΕΡΑΣΑΝ τόσα χρόνια. Στην έκσταση μιας αναμονής. Χαράματα χρόνια. Ούτε κάθεται ούτε φεύγει. Μια θεϊκή σιωπή. Θεός είναι η σιωπή του Σύμπαντος και άνθρωπος η κραυγή που δίνει νόημα σ' αυτή τη σιωπή. Λέξεις του Σαραμάγκου.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ μεγαλώνει. Διαμαρτύρεται, βγαίνει έξω. Απλώνεται στην Ηπείρου. Βραχνιασμένη. Ανάγλυφο χιόνι. Γίνεται σεντόνι πάνω στην κρούστα του δρόμου. Οι τοίχοι γεμίζουν νοήματα. Τους ξύνει για να τους ντύσει αλλιώς. Αλλο χρώμα, άλλο υλικό.
ΕΙΜΑΙ άνθρωπος. Δολοφόνος, άγγελος, δικτάτορας, σωτήρας, πρόσφυγας. Ολα μαζί.
Μιλάει πεισματικά. Τα παλιά λόγια. Δύση είναι ο Μάικ και η Σούζι. Η Αλις έχει φύγει. Εμεινε αυτή η δύναμη. Να ιστορεί, τραυλίζοντας. Την αδυναμία διάρκειας. Αφοσιωμένη φιλία.
Εχω την εντύπωση ότι γράφω τα τραγούδια του, χωρίς να το ξέρει. Κι εκείνος, τα βιβλία μου. Χωρίς να το ξέρω.
ΜΕΤΑ μίλησε: Φόρεσα τις διαθέσεις μου, σαν τόσο διαφορετικά κουστούμια, μα η σωστή δεν υπήρχε. Δεν βρέθηκε ποτέ τριγύρω. Δεν ξέρω πια προς τα πού να τραγουδήσω.
ΟΥΤΕ κι εγώ, είπα.
ΑΛΗΘΕΙΑ. Ούτε κι εγώ.
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=231785
Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010
ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΧΕΔΟΝ
Ο ΙΔΙΟΣ βυθός. Και πρέπει να είναι υποχρεωμένος να κοιτάζει. Η περιδίνησή του, μια αγκαλιά. Αχανής και βαθουλωμένος, με σκαμμένο κεφάλι, θα καθαρίζει. Και άλεκτος. Τα πράγματα έχουν χάσει τον λόγο τους, γιατί υπήρχε ένας λόγος πάντα και ο μόνος λόγος είναι κανένας.
Μετακινείται ολοένα προς το μηδέν, που είναι η αρχή των πραγμάτων. Μπορεί να πάει εκεί με το σώμα εκκωφαντικά, γιατί σαν μετάσταση θα γεννιέται και θα οπλίζει πάνω του ο άδικος χρόνος.
ΓΥΡΩ του, τρύπες. Κι όμως, στο τέλος υπάρχει ένα σημείο που ο χρόνος μετράει. Ενώνεται στην αρχή και ξαναβλέπει. Λέει, μη με κοιτάς, εγώ δεν είναι εγώ, δεν έμεινε τίποτε απ' αυτά που είχα, αυτά που είχα τελείωσαν τελείως. Για να ξαναρχίσει. Η ίδια, κατορθωμένη ανάκαμψη.
Οπως και να γυρίσει την κλεψύδρα, η ποσότητα της άμμου, ίδια. Οχι λιγότερη, όχι περισσότερη. Οχι άλλη ποιότητα, άλλος χρωματισμός, άλλη θερμοκρασία. Ιδια. Αμμος. Ανθρωπος. Αίμα.
ΑΚΟΥΣΕ πως οι άνθρωποι είναι σιωπή και γεννούν σιωπή, γιατί μόνο στο φως της σιωπής αναγνωρίζονται. Και έμαθε. Εψαξε τα πρόσωπά τους, να τους ξεφλουδίσει σαν γάζες και η σιωπή κυλούσε αλλαγμένη, δεν ήταν αυτό σιωπή, όχι, ήταν η πρόστυχη σάρκα της, ένα άδοξο μεγαλείο τού χτες, μια σιωπή βουητό, βόμβος, σήμα, παράσιτο. Συντελεσμένη. Πώς να αντέξεις μια σιωπή που καταντάει λόγος ασήμαντος;
ΠΕΡΑΣΕ ο καιρός. Και δεν φαινόταν. Αφουγκραζόταν μόνο, και έλεγε τα γεράματα του λόγου θα γίνουν σιωπή, όταν πεθάνει η λέξη. Η ανυπόφορη, αχάριστη, αναμασημένη, αμετάδοτη, ανήθικη, αναληθής λέξη. Να πεθάνει. Που δεν φτάνει να πει, γιατί δεν ουρλιάζει. Και διασχίζεται. Από τα μεγάλα ρεύματα των μικρών.
Ο ΙΔΙΟΣ, πάντα, βυθός. Η ίδια υποχρεωτική πτώση, κάθοδος, βουτιά. Τίποτε που να επιταχύνει τον χρόνο τους ή να τον αναστέλλει. Παρ' όλα αυτά, υπάρχει μια στενή χρυσαφί ένδειξη, μια σχεδόν άφωνη χαραμάδα που ανοίγει το διάφραγμά της στο φως. Σαν πυγολαμπίδα. Σαν πεταλούδα που ξεφεύγει.
Τη βλέπει μπροστά του, γίνεται το όργανο που ακολουθεί την αναπνοή του, τα φτερά που τον παίρνουν. Εισέρχεται αυτοτελής, έχοντας απολέσει όλες τις πορείες. Μένει στη χλωρίδα της. Μένει εαυτός.
ΘΑ ΚΑΤΣΕΙ να βλέπει, αγκαλιασμένος. Με το βαμμένο μάτι της λύπης, σαν άκρυπτο. Το χρώμα δεν καταργείται. Κάτω από την πούδρα των πραγμάτων επιτελούνται τα πράγματα. Η σιωπή τους είναι σταυρός.
ΚΑΠΟΤΕ φιλήθηκε. Αγγίχτηκε σε όλα τα ορατά μέρη. Τώρα το σώμα, σαν τελεία, θα γράψει την αόρατη πρόταση. Αυτή η αμφίπλευρη επιφάνεια, όπου εισέρχεται και εξέρχεται ουρανός, θα ορίσει με βάρος τη συνέχεια. Και με οίστρο θρασύ. Θα την ονομάσει, από τις σημειώσεις του εκλιπόντος χρόνου.
ΑΝ γυρίσεις ανάποδα το χαμένο, γίνεται κερδισμένο.
ΣΧΕΔΟΝ σάρκα. Σχεδόν σιωπή.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=229092