Βαδίζω έξω από τα σύνορα / θέλοντας να συλληφθώ / και να ομολογήσω / ότι υπήρξα ένα τίποτα / ένας ιερός πόνος / στην ωμοπλάτη.
-ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ
Η ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΗ εδώ και δυο χρόνια επίθεση διαφόρων λυτών και δεμένων εναντίον του εντύπου Βιβλιοθήκη της Σαββατιάτικης Ελευθεροτυπίας με την οποία σε μόνιμη βάση συνεργάζομαι έχει δυο βασικές παραμέτρους:
Από την μια η γνωστή, σχεδόν καταστατική θεσιθηρία που επιβάλλει στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ να επιδεικνύουν διαρκώς ένα διπλό πρόσωπο, ακυρωμένοι πίσω από αρκετές χιλιάδες ευρώ, και από την άλλη η ενορχηστρωμένη αντίδραση μιας κάστας, μιας πρακτικής, μιας λογοτεχνικής σέχτας που θίγεται και θεωρεί ότι χάνει το προνομιακό της έδαφος.
Δεν αναφέρομαι, μόνον, στις πρόσφατες απολύσεις, γιατί, φυσικά, δεν μπορώ να επιχαίρω για την απόλυση οποιουδήποτε, αλλά στην όλη διαδικασία φθοράς που υφίσταται μια προσπάθεια. Η όποια.
Είμαι – δυστυχώς – σε θέση να γνωρίζω ότι από τον Μάρτιο του 2009, στο τετράγωνο του περί την Σόλωνος διαβόλου, άναψαν κυριολεκτικά τηλέφωνα, στόματα και μάτια ανθρώπων που πριν καν δουν καταδίκασαν το καινούργιο. Έγινα ο ίδιος έκπληκτος δέκτης πολλών χαρακτηρισμών προς το πρόσωπο αυτού που η ιδιοκτήτρια της εφημερίδας κυρία Μάνια Τεγοπούλου επέλεξε για να αναλάβει την ευθύνη του εντύπου.
Δυο χρόνια τώρα, λερώνουν τον ποιητή Χρονά, ακριβώς λόγω της διατήρησης της ποιητικής του ιδιότητας. Της ποιητικής του ζωής. Της ποιητικής του καρδιάς.
Γιατί δεν διαθέτει τους συγκεκριμένους δημοσιογραφικούς ελιγμούς που συνηθίζονται. Γιατί δεν ανέχεται να διαταράσσουν την αρμονία του ισορροπιστές. Γιατί εκεί που οι άλλοι οριοθετούν ένα χώρο, σχεδόν κατουρώντας τον, για να τον γνωρίζουν, αυτός τον ανοίγει για να μπει όποιος αποδεδειγμένα μπορεί.
Ας βγει κάποιος να πει ότι εγώ ή η κυρία Λαινά - για να αναφερθώ στις μόνιμες στήλες της εποχής Χρονά - που στηρίζουμε μαζί με τόσους άλλους, επώνυμους και ανώνυμους, αυτή την προσπάθεια, είμαστε διαπλεκόμενοι. Από την σκοτεινή κάμαρη του σπιτιού μας. Ή κολλητοί του διευθυντή της.
Ας βγεί κάποιος, επωνύμως (γιατί φτάνουν και υβριστικές επιστολές στα γραφεία της εφημερίδας, χωρίς καν το αυτονόητο - την διεύθυνση του αποστολέα τους), να καταγγείλει πως ότι κάνουμε το κάνουμε κατόπιν ανταλλαγής ή έναντι αδράς αμοιβής. Δεν θα βρεθεί. Κανείς. Γιατί ότι γίνεται γίνεται από αγάπη. Και για αγάπη. Με αμοιβή λίγα ευρώ. Και μια βαθιά υπόκλιση. Στο κοινό που διαβάζει.
Ποιο είναι το θέμα; Ένας ποιητής, ένας ποιητής του δρόμου, με καταξιωμένο στο πανελλήνιο έργο, βρέθηκε ξαφνικά στο μάτι του κυκλώνα.
Επειδή τόλμησε και άλλαξε την πρακτική των επαγγελματιών του χώρου. Επειδή πήρε ένα γερασμένο έντυπο και το αναζωογόνησε. Του έδωσε το φιλί της ζωής με έρωτα. Παραμέρισε για να περάσει η νέα φρουρά. Η βάρδια του αύριο. Και τελικά, εγκατέστησε με το ζόρι, ένα ζωντανό ποιητικό βήμα. Ένα ανοιχτό μικρόφωνο πολιτισμού στην καρδιά μιας μεγάλης εφημερίδας. Ηλεκτροδοτώντας το με το ρεύμα της ψυχής του.
Δεν έχει ανάγκη ο Χρονάς από την συνηγορία μου. Ασφαλώς. Είναι όμως γνωστό, ότι αντιδρώ ενστικτωδώς και με παρόρμηση. Στα φαινόμενα που με ερεθίζουν. Και απατούν. Γιατί δεν πάω για τίποτε. Για κανένα βραβείο. Και δεν ανήκω σε καμία επιτροπή.
Πριν λίγες ημέρες, η Εταιρεία Συγγραφέων, της οδού Κοδριγκτώνος, θεώρησε καθήκον της, με επιστολή που υπογράφει το Δ.Σ., να δείξει ακόμη μια φορά τον «ένοχο». Για να σταυρωθεί.
Να περιμένουμε ανακοίνωση και από την Ακαδημία Αθηνών;
Ας αφήσουμε, επιτέλους, τις λέξεις μόνες τους, να διαγωνιστούν μεταξύ τους. Χωρίς μυστικά δείπνα και σπασμένα τηλέφωνα. Επιτέλους.
Σ.Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου