Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010
ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΧΕΔΟΝ
Ο ΙΔΙΟΣ βυθός. Και πρέπει να είναι υποχρεωμένος να κοιτάζει. Η περιδίνησή του, μια αγκαλιά. Αχανής και βαθουλωμένος, με σκαμμένο κεφάλι, θα καθαρίζει. Και άλεκτος. Τα πράγματα έχουν χάσει τον λόγο τους, γιατί υπήρχε ένας λόγος πάντα και ο μόνος λόγος είναι κανένας.
Μετακινείται ολοένα προς το μηδέν, που είναι η αρχή των πραγμάτων. Μπορεί να πάει εκεί με το σώμα εκκωφαντικά, γιατί σαν μετάσταση θα γεννιέται και θα οπλίζει πάνω του ο άδικος χρόνος.
ΓΥΡΩ του, τρύπες. Κι όμως, στο τέλος υπάρχει ένα σημείο που ο χρόνος μετράει. Ενώνεται στην αρχή και ξαναβλέπει. Λέει, μη με κοιτάς, εγώ δεν είναι εγώ, δεν έμεινε τίποτε απ' αυτά που είχα, αυτά που είχα τελείωσαν τελείως. Για να ξαναρχίσει. Η ίδια, κατορθωμένη ανάκαμψη.
Οπως και να γυρίσει την κλεψύδρα, η ποσότητα της άμμου, ίδια. Οχι λιγότερη, όχι περισσότερη. Οχι άλλη ποιότητα, άλλος χρωματισμός, άλλη θερμοκρασία. Ιδια. Αμμος. Ανθρωπος. Αίμα.
ΑΚΟΥΣΕ πως οι άνθρωποι είναι σιωπή και γεννούν σιωπή, γιατί μόνο στο φως της σιωπής αναγνωρίζονται. Και έμαθε. Εψαξε τα πρόσωπά τους, να τους ξεφλουδίσει σαν γάζες και η σιωπή κυλούσε αλλαγμένη, δεν ήταν αυτό σιωπή, όχι, ήταν η πρόστυχη σάρκα της, ένα άδοξο μεγαλείο τού χτες, μια σιωπή βουητό, βόμβος, σήμα, παράσιτο. Συντελεσμένη. Πώς να αντέξεις μια σιωπή που καταντάει λόγος ασήμαντος;
ΠΕΡΑΣΕ ο καιρός. Και δεν φαινόταν. Αφουγκραζόταν μόνο, και έλεγε τα γεράματα του λόγου θα γίνουν σιωπή, όταν πεθάνει η λέξη. Η ανυπόφορη, αχάριστη, αναμασημένη, αμετάδοτη, ανήθικη, αναληθής λέξη. Να πεθάνει. Που δεν φτάνει να πει, γιατί δεν ουρλιάζει. Και διασχίζεται. Από τα μεγάλα ρεύματα των μικρών.
Ο ΙΔΙΟΣ, πάντα, βυθός. Η ίδια υποχρεωτική πτώση, κάθοδος, βουτιά. Τίποτε που να επιταχύνει τον χρόνο τους ή να τον αναστέλλει. Παρ' όλα αυτά, υπάρχει μια στενή χρυσαφί ένδειξη, μια σχεδόν άφωνη χαραμάδα που ανοίγει το διάφραγμά της στο φως. Σαν πυγολαμπίδα. Σαν πεταλούδα που ξεφεύγει.
Τη βλέπει μπροστά του, γίνεται το όργανο που ακολουθεί την αναπνοή του, τα φτερά που τον παίρνουν. Εισέρχεται αυτοτελής, έχοντας απολέσει όλες τις πορείες. Μένει στη χλωρίδα της. Μένει εαυτός.
ΘΑ ΚΑΤΣΕΙ να βλέπει, αγκαλιασμένος. Με το βαμμένο μάτι της λύπης, σαν άκρυπτο. Το χρώμα δεν καταργείται. Κάτω από την πούδρα των πραγμάτων επιτελούνται τα πράγματα. Η σιωπή τους είναι σταυρός.
ΚΑΠΟΤΕ φιλήθηκε. Αγγίχτηκε σε όλα τα ορατά μέρη. Τώρα το σώμα, σαν τελεία, θα γράψει την αόρατη πρόταση. Αυτή η αμφίπλευρη επιφάνεια, όπου εισέρχεται και εξέρχεται ουρανός, θα ορίσει με βάρος τη συνέχεια. Και με οίστρο θρασύ. Θα την ονομάσει, από τις σημειώσεις του εκλιπόντος χρόνου.
ΑΝ γυρίσεις ανάποδα το χαμένο, γίνεται κερδισμένο.
ΣΧΕΔΟΝ σάρκα. Σχεδόν σιωπή.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=229092
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου