Η ΠΟΛΗ ξυπνάει νωρίς μέσα στο μοβ. Βιολετί ορίζοντας, στάση
για καφέ, προλαβαίνεις; Κάποια σύννεφα. Στα καλώδια της ΔΕΗ είναι σκαλωμένα
τρία πουλιά. Κάθονται. Αγία Τριάδα. Το ακροβατικό τους είναι σύντομο.
Χορογραφία της στιγμής. Μέχρι να προλάβουν τα μάτια να χωρέσουν την εικόνα,
έχουν πετάξει.
Στο δρόμο περιπολούν οι νεκροί∙ με βάρδιες.
Σε τούτο τον τόπο οι νεκροί είναι περισσότεροι απ’ τους
ζωντανούς. Αναβοσβήνουν, στολισμένοι με φωτάκια. Άνθρωποι – σημαδούρες. Αν
αφήσεις τον εαυτό σου να τους ακουμπήσει, κινδυνεύεις με βραχυκύκλωμα. Όπως
περνούν μέσα απ’ τα γυάλινα κτίρια της Αλεξάνδρας μοιάζουν με φωτογραφίες που
έχουν αναρτήσει οι απόγονοί τους για να τους θυμούνται: Πλαίσιο μαύρο, τζάμι
διπλό. Εις μνήμην.
Υπάρχουν απόγονοι; Ή είναι κι αυτοί νεκροί;
Σκονίζουν τη χώρα. Της μασάνε τον λαιμό. Τα μάτια. Σπάνε τα
κόκαλα της ζωής της. Μετά, δακρύζουν. Στην κηδεία της. Όταν πεθαίνει μια χώρα,
αυτοί που συνήθως την κλαίνε είναι αυτοί που την έχουν σκοτώσει.
Ένα κορίτσι διασχίζει τον δρόμο. Έχει κοντά, κόκκινα μαλλιά,
σκουλαρίκι στο δεξιό ρουθούνι. Το πρόσωπό του είναι παγωμένο. Χωρίς μέλλον.
Φοράει κόκκινο φούτερ, στο χρώμα του αίματος. Οι ελβιέλες του είναι σκισμένες.
Άσπρες.
Όπως βαδίζει, ο ουρανός πέφτει πάνω τους και σχηματίζει την
ελληνική σημαία. Δείχνει αυτό που πρόκειται να συμβεί μετά.
Επικεφαλίδες πραγμάτων. Προσώπων, ζωών. Το σινεμά είναι
αόρατο. Περνάς απ’ το ένα πλάνο στο άλλο, βιαστικά, χωρίς να προσέχεις. Σχεδόν
το καταπίνεις αμάσητο. Ο κύκλος της σκηνοθεσίας κλείνει διαρκώς. Πρέπει να
τελειώνουμε με αυτό. Να πάρουμε απόφαση ότι μόνο το ανύπαρκτο υπάρχει.
Ο μονόλογος ενός σκύλου στην Αραχόβης μπορεί να σε κάνει να
κλάψεις. Γαβ γαβ. Γαβ γαβ. Αν ήταν θεατρικό, θα γινόταν σε δυο πράξεις. Όπως η
αναπνοή: Εισπνοή – Εκπνοή. Το τελευταίο γαύγισμα είναι ο θάνατος. Από ασιτία.
Το βράδυ στο μπαρ είναι σκοτεινό. Τα γεγονότα συμβαίνουν
ανάποδα: Η μουσική ακούει τους ανθρώπους να μιλούν. Αναπνέουν, εγκαθιστώντας
τις μοναξιές τους. Γουλιά γουλιά. Θέλει να τους επιδιορθώσει σε λίγα λεπτά. Ο
χαμηλός φωτισμός παρασύρει τις λέξεις σε πτώχευση. Στη μπάρα έχει χυθεί λίγο
κρασί.
Μόνο η αθωότητα των στίχων εφημερεύει. Περιθάλπει την αγωνία
αυτής της μόνιμης απουσίας, τη στεγάζει σε τίτλους. Τα έκτακτα περιστατικά
απαιτούν περίσσευμα εαυτού. Έξω, ο θάνατος γιορτάζει ακόμη. Οι τελευταίες του
ενσαρκώσεις, χάνονται σα σκιές στα δρομάκια των Εξαρχείων. Δεν υπάρχουν αστέρια
να οδηγούν. Σε δυο ώρες ξημερώνει.
Αν θες να αλλάξεις τα πράγματα, δεν το συζητάς.
Απλώς, τα αλλάζεις.
ΔΕΙΤΕ ΚΙ ΕΔΩ
http://bibliotheque.gr/?p=32758
SO THIS IS CHRISTMAS
AND WHAT HAVE YOU DONE?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου