Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι- δε μιλάνε. Μια τρύπια διπλωμένη σκηνή. Μέσα της φυλακισμένη ακόμα η άμμος και το ηλιοβασίλεμα. Πιο κει, κουβάδες με ξεραμένες μπογιές. Ένας χαρταετός. Καρναβαλίστικα. Εξόριστα βιβλία, παπούτσια στη σύνταξη, κάδρα, πλακάκια, ένα πλαστικό δέντρο, μια γαλανόλευκη. Κι άλλα κουτιά με λαμπάκια, γιρλάντες, στολίδια, μικρά χοντρά γυαλιστερά και κόκκινα. Είμαστε εδώ και περιμένουμε. Λείψανα χρωματιστά. Πλησιάζει ο καιρός το νιώθω. Το σπίτι έχει παγώσει. Ανάβει το καλοριφέρ, ουρλιάζουν οι σωλήνες. Άντε, πότε θα στολίσεις;
Από κάτω ακούγεται συνήθως μουσική, βήματα, χτυπάνε πού και πού το κουδούνι. Αυτή άλλοτε ανοίγει άλλοτε κρύβεται. Γελάει ή δε μιλάει καθόλου. Ακούγονται κι άλλες φωνές. Διαφημιστικά, έρανος, κάποιος θέλει να τη σώσει, άλλος να την κλέψει, ένας να την αγαπήσει. Ακούγεται κι ο αέρας. Κι η βροχή. Κι ο έρωτας. Κι ο βήχας. Μα πιο φλύαρη είναι η ησυχία. Άντε, πότε θα στολίσεις;
Δεν ανησυχώ. Απλώς ανυπομονώ. Έναν ολόκληρο χρόνο περιμένω. Τη σκάλα, το χέρι, την προσγείωση πάνω στο τραπέζι, το άνοιγμα του κουτιού, το γδύσιμο της εφημερίδας, το κρέμασμα στο κλαδί, το στριφογύρισμα, την πανοραμική θέα του σαλονιού. Είναι τα έπιπλα στη θέση τους, το χαλί, το σκυλί, η κουρτίνα, οι απέναντι; Άντε, πότε θα στολίσεις;
Σήμερα φωνάζει απ’ το πρωί. Βρίζει στον τοίχο, στο ταβάνι, στον καθρέφτη. Ξώφαλτσα σιχτίρια έρχονται και πάνω μας. Σιωπή. Ακούω τη σκάλα, παντόφλες να σέρνονται στο πάτωμα. Γέρασε η σκάλα. Γέρασαν και τα βήματα πάνω της. Είναι άτσαλη. Με σφίγγει. Πρόσεχε ηλίθια θα σπάσω, λέμε. Κατέβηκα. Γδύθηκα. Είδα. Την Υποκρισία ξαπλωμένη στον καναπέ. Τη Μιζέρια στην πολυθρόνα. Τη Γκρίνια στα ράφια. Την Ερημιά στα μάτια της. Θέλω να πάω πίσω. Δεν θέλω να γίνω αξεσουάρ της θλίψης.
Ήμουνα λέει μικρή χοντρή γυαλιστερή και κόκκινη. Ώσπου κύλησα. Κι έπεσα. Ένα στολίδι λιγότερο. Η τελευταία μου σκέψη πριν τα σκουπίδια ήταν μικρές τσαλακωμένες αγγελίες. Φέτος ζητείται στολίδι κασκαντέρ. Ζητείται δέντρο με ρίζες. Ζητείται δάσος. Όχι διακριτικό κι εχέμυθο. Να διαδηλώνει την ύπαρξή του. Μην το χάσεις ποτέ. Ουσία. Όχι αυτή δε ζητείται. Απαιτείται. Άμεσα.
Ήμουνα λέει μικρή χοντρή γυαλιστερή και κόκκινη. Ανά πάσα στιγμή, έτοιμη να σπάσω. Ζούσα στο πατάρι, μέσα σε χάρτινο κουτί, τυλιγμένη με παλιές εφημερίδες. Φέτος είχα γύρω μου μικρές τσαλακωμένες αγγελίες. Και συγκεκριμένα ένα παράλογο «ζητείται άντρας ή γυναίκα να βαφτίσει παιδάκι». Είχα πολύ χρόνο να το σκέφτομαι. Μου πήρε 2 μήνες να το διαβάσω, άλλους 3 να το συνειδητοποιήσω, 1,5 μήνα γελούσα, 2 μέρες έκλαιγα. Τον υπόλοιπο καιρό σκάρωνα τις δικές μου αγγελίες. Ζητείται. Θέα. Ζέστη. Δροσιά. Αλήθεια. Ελπίδα. Αισιοδοξία. Φως. Σύντροφος. Φίλος. Στέκι. Πόλη. Χώρα; Κάποιος να μοιραστούμε ένα κρασί, μια βόλτα, μια ταινία, ζητείται μια φωνή απ’ το τηλέφωνο, ένα σχέδιο κοινό, κάποιος να του πω το όνειρό μου, τα νεύρα μου, πώς πέρασα σήμερα, έφτιαξα ρεβίθια ζητούνται παραμύθια να τα συνοδεύσουν.
Ζητείται λόγος ύπαρξης. Συνέχειας.
Ζητούνται Χριστούγεννα. Ζητείται. Κάποιος να με πάρει απ’ το πατάρι.
Μάρα Τσικάρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου