Άνοιξε έπειτα ένας ορυκτός δρόμος που στέγασε. Αυτή την
παλιά φίρμα των ανθρώπων. Γυάλιζε σαν κοίτασμα αποκρουστικό και δυσοίωνο. Ό, τι
είχε απομείνει από τη ζωή ήταν λόγος: Βαρύς, πατημένος λόγος, αλλά σταμάτησε.
Τα ερείπια των σωμάτων ήταν στρωμένα στο έδαφος και ήταν χαλί ανυπόφορο που
πήγαινε προς μια υπερφωτισμένη έξοδο. Σαν κοιμητήριο απλώθηκε σκεπασμένο. Αλλά
είχε μόνο ουρανό λίγο, ένα κομμάτι μπλε, σαν χάντρα κομπολογιού. Ξαφνικά κόπηκε
και έπεσε κάτω με πάταγο.
Σχηματίστηκε τότε ένας σταυρός φωτεινός, που ήταν όνομα.
(απόσπασμα
από το βιβλίο μου ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΚΟΚΚΙΝΟ
που ετοιμάζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου