ΤΟ ΣΠΙΤΙ ήταν έκπληκτο, η ψυχή του είχε μεγαλώσει. Απ’ τα αγκαλιασμένα σώματα έπεφταν συνεχώς διαλυμένα μηνύματα. Ένα ψαλίδι έκοβε τις λέξεις στη μέση και τις μοίραζε στο πάτωμα. Πολλά βιβλία σκορπισμένα στα ράφια. Πεθαμένη τέχνη παντού. Το βολικό άλλοθι του θανάτου.
Ένα πόστερ του Βαν Γκονγκ στο κεφάλι μου. Το φως,
καθηλωμένο. Μια αγκαλιά. Σαν εκκλησία, σπάνιας ομορφιάς. Πάνω στο καθιστικό, ένα
κόκκινο ριχτάρι. Κρατούσε σημειώσεις για τα κορμιά που έτρεμαν. Το ένα από την
ανάγκη του άλλου. Η ακραία ηδονή είναι ακραία οδύνη.
Στους τοίχους σημάδια από σοκολάτα. Από Μπαχ. Από Γκαίτε.
Βέρθερος. Ο καταστροφικός του έρωτας για τη Λόττε, διακόσια τριάντα έξι χρόνια
πριν. Θα μου φέρεις νερό; Μάλιστα.
Υπήρχε ζωή και παλιότερα. Τουλάχιστον, έτσι λεν οι ενδείξεις.
Έτσι παραδέχονται οι ωτακουστές. Είχαν χαθεί κάποια βήματα, αλλά δεν ήταν
σημαντικό. Ο χορός θα μπορούσε να διαρκέσει.
Μια νύχτα κλείδωσες όλες τις νύχτες μέσα στη καμπαρτίνα των
ματιών σου και προχώρησες. Απέναντι η μέρα πολεμούσε. Με τα μικρά της χεράκια.
Με τις ζωγραφιστές λίμνες της. Στο λόφο του Φιλοπάππου, στους πρόποδες της
Πνύκας, εκεί που κατά την αρχαιότητα κήρυτταν σπουδαίοι ρήτορες, όπως ο
Δημοσθένης. Κήρυττες. Έβγαζες πάλι λόγο.
Χωρίς λόγο. Θα μου κάνεις κακό;
Ο έρωτας θα μας κάνει κομμάτια. Μου είναι αδύνατο να δω αυτό
το θεμελιώδες ξεπέρασμα. Ο Παρθενώνας, κομμάτια. Ο Λουμπαρδιάρης, κομμάτια.
Θέλω να παντρευτώ εδώ. Για μια μέρα. Η πεμπτουσία του εφικτού είναι το
ανέφικτο. Οι άνθρωποι ζουν γι αυτό. Για να μην αντέχουν να φτάσουν αυτό που φοβούνται
να φτάσουν. Θυσιάζουν τους άλλους για να μην θυσιάσουν τον εαυτό τους. Λένε: Αγάπη
μου.
Για νύχτες σε μύριζα. Τελείωσε η οσμή μου πάνω σου. Τα μάτια
μου. Σαν σκουριασμένα. Έφτασαν, για την ισόβια ζωή. Έλεγα: Να μου μιλάς στα
ρώσικα. Καταλαβαίνω καλύτερα τη γλώσσα του Πούσκιν από τη γλώσσα του έρωτα.Σήκωσέ το, χτυπάει. Χτυπάει. Μιλάει στις γωνίες. Αυτό στα
αρχαία ελληνικά λέγεται δειλιάζω. Λέγεται κρύβομαι γιατί δεν αντέχω.
Από τη γλώσσα των σωμάτων περάσαμε στη γλώσσα των ψυχών.
Πόλεμος. Σε φοβάμαι. Το κρεβάτι είναι ανάποδα. Κράτα με. Ποιος είναι αυτός στη
πόρτα;
Ολομόναχοι μαζί. Σ’ ένα σιδερένιο σταυρό. Καρφωμένοι. Μαζί; Γράφε,
γράφε. Τα χεράκια σου ένας αναρριχώμενος ύμνος στα κάγκελα. Θα μου κάνεις κακό;
Μόνοι μαζί. Έξω η πόλη, οι δρόμοι, οι γειτονιές. Σαν πρώτη
φορά. Ταβέρνες σαν πολιτιστικά μνημεία. Ο ναός της Αφαίας, στην Αίγινα. Μια
φωτογραφία που δεν γίνεται. Να φτάσουμε στο 2046.
Από τη Γέννηση στη Σταύρωση, από τα Χριστούγεννα στο Πάσχα.
Ανάμεσα τους, ένα απροστάτευτο φως. Διανύθηκαν τριάντα τρία χρόνια σε τρεις
μήνες.
Φαντάσου. Ανέπνεες απ’ το στόμα μου. Χτες. Ήταν αλήθεια; Αληθινό
είναι μόνο ότι ονειρευόμαστε. Έπειτα φύσηξες. Το φως τρεμόπαιξε. Έσβησε.
Κάποιος έκλεισε τη φωνή.
( από το βιβλίο μου ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ, εκδ. Οξύ, 2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου