Σε σένα που όλο βρέχεις
Και στον Leonard Cohen –
Για το αδιάβροχο
ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ
Το σώμα σου
Ήταν σπαρμένο αχινούς
Ανάμεσα σε φύκια και μυρωδιές
Από πεταμένα κοχύλια
Έπρεπε να προσέχω πού πατάω
Το μουνί σου
Ένα αναποδογυρισμένο δωμάτιο με
Ανοιγμένες κουρτίνες
Ξέρναγε τις ειδήσεις στο πρόσωπό μου
Με γέμιζε λάθος χρυσόψαρα
Ο καθένας
Έχει τη δική του θάλασσα
Είπες
Έλειπαν τα έγχορδα
Σ’ αυτή τη συμφωνία
Ίσως γι αυτό ο έρωτας
Κατέληξε τελικά
-Όντας εθνικόφρων –
Με πνιγμένα παπούτσια
Μια ξεχασμένη συνήθεια
Ανακύκλωσης
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΣΠΕΡΜΑΤΟΣ
Εκείνο το βράδυ
Μετέφερα με επιμέλεια τους νεκρούς
Στο διπλανό δωμάτιο
Τίναξα προσεκτικά τα σεντόνια
Για να βρω το ανταλλακτικό σου
Και αφού έκλεισα καλά
Όλες τις τρύπες που έπρεπε
Με τον Ντε Σαντ υπό μάλης
Παραδόθηκα στην αυπνία της κάβλας σου
Τη στιγμή ακριβώς
Που ένα παράνομο δάκρυ
Εκεί στα απόνερα
Έπαιζε πιάνο στο δέρμα σου
Για όλη την επόμενη δεκαετία
ΑΓΑΠΗ
Να πυροβολώ μέσα σου
Αυτό είναι αγάπη
Και τα Σαββατοκύριακα
Να κυνηγάμε ελάφια
Ξυπόλητοι
Στο βομβαρδισμένο δωμάτιο
ΔΑΚΤΥΛΙΚΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ
Κατέβαινε το βλέμμα σαν φερμουάρ
Εκεί χαμηλά
Στα κόκκινα
Που δίνουν μάχη για να σωθούν
Οι περισσότερες λύσεις
Με πήρες στο στόμα σου
Πεθαίνοντας από δίψα
Όλο το βράδυ καιγόμουν
Σε εργοστάσια με διαλυμένα παιχνίδια
Άφηνα τις ζωές μου
Να γλιστράνε πάνω στη γλώσσα σου
Λεκέδες
Προσπαθώντας μάταια
Με τη μέθοδο των τυφλών
Να σε κάνω βιβλίο
ΑΣΤΡΟΣ
Σε ένιωσα ξαφνικά στο χέρι μου
Να χύνεις πελάγη
Αποκλεισμένο Ειρηνικό
Κομμάτια καμμένου καουτσούκ
Ραγδαία
Καυτή θάλασσα
ΚΥΡΙΑΚΗ
14-9-2008
Σε καπνίζω αργά
Η άκρη της γλώσσας μου
Παρακολουθεί τον ήλιο να δύει λαθραία
Στις αξύριστες χλαίνες σου
Βυζαίνει όλα τα χι και τα λάμδα
Που περιμένουν κάτω απ’ τον αφαλό σου
Το σώμα σου γκρεμίζεται
Το ξεκουμπώνω
Ξηλώνω τα κουμπιά του
Σιγά σιγά
Από τα νύχια των ποδιών έως τους λοβούς των αυτιών
Μια ανεξήγητη θάλασσα
Σε πίνω
Καταπίνοντας
Κύματα
Κραδασμούς
Κρίματα
Δίπλα μας
Ο ήλιος ξελιγώνεται άδικα
Μη χάνεσαι ρε γαμώτο
Μη
ΕΠΙ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ
Σκληρό που είναι το κρεβάτι
Σαν χειμωνιάτικη εκδρομή στους Δελφούς
Με σημασία Καστοριάδη
Η γυαλάδα της πίσω πλευράς με εξοντώνει
Φοβάμαι πως θα χάσω τα μάτια μου
Και θα τρέξουν μπογιές στο πάτωμα
Κάνει ωραίο καιρό στο σώμα σου
Έχω καρφώσει τη θάλασσα στο μουνί σου
Για να τη βλέπω
Εδώ χρειάζεται ένα θαύμα
Να βαδίσω επί των υδάτων
Να επιστρέψω τα κλοπιμαία της Ερέτριας
Και να υπογράψω
Αυτό το ποίημα
Σε λίγα συλλεκτικά αντίτυπα
Με ψευδώνυμο
ΥΠΟΣΤΕΓΟ
Κι όπως έβρεχε ασταμάτητα
Όλη νύχτα ίδιος σκοπός
Άνοιξα το σώμα σου
Για να ζεσταθώ
Μπήκα
Όμως εκεί
Έβρεχε περισσότερο
ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΩΝ ΜΗΡΩΝ ΣΟΥ
Νυχτώνει
Όπως μπορεί
Στις γειτονιές των μηρών σου
Που χορταριάζουν
Κάθε που λείπω
Κάθε που ενηλικιώνεται
Η απουσία μου μέσα τους
Εκεί
Που πάντα βρισκόταν
Τιμωρία η θάλασσα
Νυχτώνει
Αφού δεν μπορεί
Καμιά μέρα
Να αντέξει
Τα τόσα αήττητα
Πυροτεχνήματά σου
ΤΙΚ ΤΑΚ ΤΙΚ ΤΑΚ
Καθώς υποχωρούσε το δέρμα σου
Οι παλάμες μου
Ξάπλωναν ανάσκελα
Κάθε ίντσα
Έσκιζαν
Τα λιπόθυμα κράσπεδα των χειλιών
Παραβιάζοντας κόγχες και μυστικά
Λιγόστευε το μάτι
Καθώς άγγιζε το ανείδωτο
Έβαζε πλάτη το ζώο
Η σάρκα έλιωνε
Σα γινωμένο φρούτο
Και η βροχή
Τικ τακ τικ τακ
Έπεφτε μέσα σου ξεχασμένη
Μ’ ένα παιδικό γέλιο
Και σε γέμιζε πλήκτρα
Ολόκληρη Νάξος
Ξέβαψε πάνω στο δέρμα σου
Κι ούτε ένα άχ
ΝΟΣΤΟΣ
Από το σ’ αγαπώ
Λείπουν πολύ
Η περισπωμένη
Κι εσύ
( κάποια ξεχασμένα ποιήματα από τις παλιές μέρες: ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, εκδ.Μεταίχμιο, 2οο9)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου