Πόσο φως μπορεί να έχουν τα σκοτάδια του; Πόση μέρα μπορεί να κρύβουν οι νύχτες του; Το καινούριο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου «Πιο νύχτα δεν γίνεται», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Οξύ», με κείμενα που έχουν δημοσιευτεί στη στήλη όπου αρθρογραφεί «Νύχτα είναι, θα περάσει», μπορεί να ψιθυρίζεται με τα φώτα σβηστά ή... χαμηλωμένα, αλλά διαβάζεται ακόμα και με το φως του ήλιου...
Κείμενα – αγωνία ψυχής. Ανάκατα και μπερδεμένα, αλλά όλα μαζεμένα εκεί. Στην... άναρχη τάξη της καρδιάς. Με την πάχνη της ποίησης. Την ομίχλη του αβέβαιου. Τα σοφά διλήμματα και τα αναπάντητα ερωτηματικά – κούκλες μπαμπούσκες, που η απάντηση του ενός γεννά αυτόματα το άλλο. Κομμάτια που τα έθρεψε και τα γέννησε ο χρόνος. Λέξεις που πιάνονται χέρι χέρι και κάνουν παρέα σαν τα σχολιαρόπαιδα που αλητεύουν στους δρόμους. Σκασιαρχείο. Η μέρα γιορτής. Η... νύχτα. Στο «σχολείο του δρόμου». Κείμενα – εικόνες μιας ζωής που παραπαίει στο τίποτα. Ή στις κόπιες του «κάτι» που όλοι προσπαθούν να γίνουν. Γράφει: «Στις θάλασσες του κόσμου. Οι άνθρωποι κολυμπούν ακίνητοι. Νομίζεις ότι είναι σκαλισμένοι στον βυθό. Κανείς τους δεν μιλάει. Έχουν γίνει βοτσαλάκια. Μαζεύω μερικούς και τους βάζω στο βάζο για να τους έχω. Ο ήλιος που καίει τους κάνει γυαλιστερούς. Ανυπόφορους».
Φράσεις και λόγια, λόγια και γράμματα που σου δίνουν την αίσθηση ότι δεν είναι απλά σκέψεις του ποιητή – συγγραφέα που τα γέννησε, αλλά φίλοι που «βαδίζουν» μαζί, κι ο ένας ξέρει τα κουσούρια και τα ψεγάδια του άλλου..
Λέξεις που «ερωτοτροπούν» –άλλοτε ήρεμα κι άλλοτε έντονα και προκλητικά– με το φως, αλλά και με το σκοτάδι, με το ένα να εμπεριέχει το άλλο και το δεύτερο να αποτελεί βασική προϋπόθεση για να έρθει το πρώτο। Με τη μνήμη και το χρόνο να κάνουν «παιχνίδι», αδιαφορώντας για τις συνέπειες μιας σχέσης που έχει πάντα πολύ πόνο. Από το ξεκίνημα. Και όχι μόνο στο τέλος. Με τα μάτια να έχουν πάντα κάτι από θάλασσα. Έτσι είναι το μάτι του ποιητή. Το βλέμμα του αλμυρό. Ακόμα κι όταν η γεύση έχει κάτι από σοκολάτα. Χαμόγελα, ηλιοβασιλέματα, φεγγάρια κι αστέρια, λέξεις, παύσεις και σιωπές, ερωτηματικά και τελείες, και παρενθέσεις, παγκάκια και δρόμοι και ουρανός, όνειρα και φιλιά, υποσχέσεις και διάψευση, χάδια και αμαρτία, πλοία και τρένα και σώματα γυμνά και ντυμένα, στόματα διψασμένα, παιδιά και μπαλόνια... όλα εδώ. Σε προλόγους και επιλόγους ζωής, που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει το νόημα του «κυρίως θέματος». Με τη γραφή να... κόβει. Και να δίνει ψυχή στα άψυχα, με την ίδια την ψυχή να λεηλατείται τόσο κάποιες φορές, που να δείχνει... άψυχη. Με την κόλαση να συνθλίβει τον παράδεισο. Και τον παράδεισο να ονειρεύεται κάτι... κολασμένο και μοναδικό. Με μια ομορφιά σε όλα, μυστήρια και ανεξήγητη.
«Η νύχτα που πέφτει ανυπεράσπιστη σπάει το νησί στα δυο. Η μισή πλευρά του κάστρου είναι φωτισμένη. Απ’ το λιμάνι νομίζεις πως κάποιο σημείο του έχει πάρει φωτιά. Αρνείται να εξαπλωθεί. Ο ουρανός λες και τρύπησε, χύνει σκοτάδι. Δοξάζει τη λύπη, αφήνοντας πνιχτούς αναστεναγμούς. Έχει μια επικίνδυνη ομορφιά, σαν εγκαταλειμμένη».
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος συνδυάζει πάντα στο γράψιμό του –πώς τα καταφέρνει αλήθεια;– μια παιδική αθωότητα με μια ενήλικη ωριμότητα. Και γράφει «μυώντας» μας, λες, σε μια άγνωστη γλώσσα, που ακόμα κι αυτοί που δεν μπορούν να την καταλάβουν κρατάνε το «χρώμα» της. Σελίδες γεμάτες «Σημειώσεις για το τέλος του ανθρώπινου μύθου», με στιγμιότυπα και στερεότυπα μιας καθημερινότητας που αναμετριέται με τους δαίμονες του καθενός. Χωριστά και μαζί. Στάχτες και γκρεμίσματα στο «βωμό» μιας αναγέννησης που, δεν μπορεί, έρχεται. Είναι στο δρόμο. Όχι για να μη διαψεύσει το όνειρο, αλλά γιατί δεν γίνεται αλλιώς.
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος για μια ακόμα φορά μάς μαθαίνει πως... «Το τέλος του έρωτα είναι ο έρωτας». Και ότι ο μόνος που μπορεί να περιγράψει τη ζωή δεν είναι παρά εκείνος που την υπονομεύει και την αφαιρεί. Ο θάνατος...
ΓΙΟΛΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΗΛΕΡΑΜΑ
Τεύχος 1820, 21 - 27/1/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου