Απλωνε στις εταζέρες, στο σερβάν, στις εσοχές των τοίχων και πάνω σε κρεβάτια, που δεν χρησιμοποιούσε, τα μικροαντικείμενα. Κούκλες, κύκνους, γυάλινες σφαίρες, μια κουκουβάγια, δώρο της θεάς Αθηνάς· έναν Αδωνι, δώρο της θεάς Αφροδίτης· ένα ζαρκάδι, δώρο της θεάς Αρτέμιδος· έναν άγιο Σεβαστιανό, δώρο του νεκρού Τόνι...
Τ' αγόρια την αγαπούσαν· τα κορίτσια τη ζήλευαν. Πάντα τα κορίτσια ζηλεύουν. Ομως αυτή περπατούσε στον δρόμο και άνοιγαν οι πόρτες, το πλήθος έκανε τόπο να περάσει. Οι νέοι τη θεωρούσαν μεγάλη, και οι γριές, νέα. Αυτή είχε βρει έναν τρόπο να διαφεύγει. Επρεπε να διαφεύγει. Πάντα, για να μένει μόνη. Αυτή και ο θάνατος. Τον κοιτούσε στα μάτια. Προσπαθούσε να τον ξεγελάσει. Να τον κάνει να ξεχάσει τον ρόλο του. Πολλές φορές το πέτυχε. Για μέρες δεν πεθαίνει κανείς στην πόλη! Ολοι οι άρρωστοι έγιναν καλά! Περπατούσαν. Ετρωγαν. Ομως αυτός όταν συνερχόταν και φορούσε το σακάκι του και κατέβαινε τα σκαλιά να φύγει, όλα γύριζαν όπως πριν.
Απελπιζόταν. Καθόταν στην καρέκλα και άρχιζε να γράφει. Ατελείωτα χαρτιά. Ατελείωτες πένες. Μελάνια από όστρακα. Μελάνια από σουπιές. Μελάνια από μαύρα φίδια. Μελάνια από κοράκια. Εδενε τα χειρόγραφα. Αλλαζε τίτλο. Υπότιτλο. Και παρέδιδε το νέο γραφτό της.
(Γιώργος Χρονάς)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΡΟΝΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=23/10/2010&id=215840
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου