Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣΜΟΥΣ; (ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ)


ΣΤΟΝ κόσμο η νύχτα ήταν αποκλειστική. Η μηχανή πάρκαρε μόνη της κάτω από το παλιό σπίτι. Ο αναβάτης της ήταν αόρατος. Μπορούσες να τον διακρίνεις μόνο μέσα απ' τη σκιά της ιστορίας, που χαλασμένη σκορπιζόταν τριγύρω. Οι ώρες είχαν γεμίσει αγάλματα.
Η ίδια κόκκινη λίμνη φωτός. Η ίδια απέναντι θάλασσα. Ενα μεγάλο όμικρον - από το ρήμα ουρλιάζω. Κανένα λούτρινο αρκουδάκι. Κανένας χειμών, βαρύς. Ο καιρός τελείωνε.
Από πουθενά δεν μύριζε κέικ σοκολάτα με καβουρντισμένα αμύγδαλα.

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ κανείς να μιλήσει για τρέλα - αλλά δεν ήταν. Μόνο ψεύτικα πόδια, ασπρόμαυρα σχέδια, πεθαμένα πλήκτρα. Πάνω στις κολόνες του λαιμού είχαν δημιουργηθεί αετώματα. Σαν τελευταίες εγκοπές από έναν άγνωστο γλύπτη· για να χωρούν την αρρώστια. Οπως ήταν μαζεμένο το ύφασμα της σάρκας, ξεχώριζες καθαρά από κάτω τον τρόμο. Τα γουρλωμένα μάτια έδειχναν μελλοθάνατο.

ΜΕΤΑ σκεπάστηκαν όλα από μια απορία. Τα προηγούμενα γράμματα μουρμούριζαν τέλος. Η στίξη είχε χαθεί. Τίποτε δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει με την περούκα του ηθοποιού. Η ερμηνεία, όσο καλή και να είναι, κάποτε τελειώνει.

Εκείνος είπε: Δεν είναι αλήθεια ότι συμβαίνουν αυτά.

Εκείνη είπε: Σημασία έχει να υποκρίνεσαι.

Εκείνος είπε: Τι κάνεις όταν σβήνεις; Πώς παραμένεις ορατή;

Εκείνη είπε: Είμαι μόνο ένα μάτι. Δεν βλέπει. Δεν βλέπομαι.

Εκείνος είπε: Εγώ σε είδα. Βρήκα ένα ανοιχτό σώμα. Ενα μεθυσμένο μυαλό.

Εκείνη είπε: Τίποτε από μένα δεν φαίνεται.

Εκείνος είπε: Κάθε άνθρωπος είναι ένας μικρός λαός που μυρίζει λάθος σάρκα από λάθος αγγίγματα.

Εκείνη είπε: Αν δεν παίξω, θα τρελαθώ. Εχω γεμίσει φονιάδες. Και κατευθύνονται προς το μέρος σου.

Εκείνος είπε: Ασ' τους. Κατευθύνονται χωρίς λύπη.

Εκείνη είπε: Οταν γεννήθηκα, πέθανα. Εμεινε αυτό το λιγνό σώμα. Που λιγοστεύει.

Εκείνος είπε: Ανέβηκα τις κερκίδες για να χορέψω, αλλά ήταν σπασμένες οι μασχάλες σου.

Εκείνη είπε: Ο ουρανός είναι εναντίον μου. Ολα τα φιλιά είναι σκεπασμένα με στάχτη.

Εκείνος είπε: Η αγκαλιά σου είναι ένα μαραμένο απόγευμα. Ενα κρεμασμένο κοστούμι στο δωμάτιο. Μια αλλαξιά δεμένα χέρια.

Εκείνη είπε: Κοίτα. Κάθομαι στα βράχια. Θα μου κάνεις κακό;

Εκείνος είπε: Είσαι φωτογραφία. Οταν γίνεις ζωή, θα σου φυσήξω μουσική. Να την αντέξεις.

Εκείνη είπε: Πες μου, πιστεύεις στους χωρισμούς;

Εκείνος είπε: Πιστεύω στο φως. Και στην αποδεκατισμένη σιωπή.

ΑΡΧΙΣΑΝ τότε όλα να επιστρέφουν στο μέρος όπου γεννήθηκαν. Ο κόσμος ήταν στην αρχή ακατοίκητος, μετά καινούριος. Εγκαταστάθηκε σε μια μοναξιά και από εκεί ξεκινούσε.
Σαν σημαδούρα επέπλεε το παλιό για να δείχνει το νέο που έρχεται.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=217909

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Η ΠΡΟΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΕΦΙΚΤΟΥ

http://anisixos.blogspot.com/2010/11/blog-post.html