Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ: ΟΤΑΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΖΕΥΓΑΡΩΝΟΥΝ ΜΕ ΤΙΣ ΣΙΩΠΕΣ





(η ομιλία του Τάκη Μενδράκου στην παρουσίαση του βιβλίου ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, στο βιβλιοπωλείο Βιβλιογητέματα, στο Μοσχάτο, στις 17 Δεκεμβρίου 2009)

Ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δώσατε να βρίσκομαι απόψε μαζί σας, συμμετέχοντας στην εκδήλωση την αφιερωμένη στον Σταύρο Σταυρόπουλο.
Θέλω να σας διαβεβαιώσω, πρώτα απ’ όλα, ότι δεν θα εξαντλήσω την υπομονή σας, αλλά και ότι δεν θα επιχειρήσω να σας γνωρίσω έναν δικό σας άνθρωπο, που γεννήθηκε σ’ αυτές εδώ τις γειτονιές, έγδαρε τα γόνατά του παίζοντας στις αλάνες του Μοσχάτου και μετά τις σπουδές του στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ξαναγύρισε και ζει κοντά σας.
Θα αναφέρω, εντελώς τυπικά, ότι τα τελευταία εννιά χρόνια, κυκλοφόρησαν οκτώ, αν δεν κάνω λάθος, βιβλία του με ποίηση, πεζογραφία και στοχαστικά κείμενα, ενώ παράλληλα, είναι έντονη η λογοτεχνική του παρουσία σε εφημερίδες και περιοδικά.

Πριν από μένα, μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες ποιήτριες, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, άφησε να διαφανεί ανάγλυφα η υφή στο έργο του Σταύρου Σταυρόπουλου, μας έφερε στο κλίμα όπου αναπνέει ο συγγραφέας και τόνισε το μέγεθος της προσφοράς του, ενώ η ζεστή φωνή της ηθοποιού Μαρίας Καστάνη, μας έδωσε και θα μας δώσει ακόμη, το άρωμα αυτής της ποίησης. Εγώ, μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να τα επαναλάβω.
Θα ήθελα μόνο, συμπληρωματικά, να αναζητήσω μαζί σας, τις ρίζες αυτού του έργου, γιατί, επιτρέψτε μου να πιστεύω, ότι κανένας δημιουργός και κανένα δημιούργημα δεν προέρχεται από παρθενογένεση. Αντίθετα, είναι καρπός της εποχής του και κρίκος, μικρός ή μεγάλος, στην αλυσίδα μιας παράδοσης, που ξεκινάει μαζί με την εμφάνιση του ανθρώπινου γένους.

Είτε το θέλουμε είτε όχι, πρέπει να παραδεχτούμε, ότι τα περισσότερα άλματα σε όλα τα είδη της τέχνης, συντελέστηκαν ύστερα από συγκλονιστικά, συχνά οδυνηρά, ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα. Αν η ύπαρξη υφίσταται και αισθάνεται την σφοδρότητά τους, ο καλλιτέχνης δημιουργός, ευαίσθητο μανόμετρο της εποχής του, είναι εκείνος που θα τα επισημάνει. Με την γραφή, με την μελωδία, με την εικόνα, θα αναδείξει την αντίδραση, την αναθεωρητική στάση, την ανατρεπτική διάθεση και την επιτακτική ανάγκη μιας αλλαγής.

Είναι όμως καιρός να επιστρέψουμε στον Σταύρο Σταυρόπουλο και να αναζητήσουμε τις ρίζες του, τις καταβολές του και το «κλίμα» της δικής του εποχής.
Έρχεται στον κόσμο το 1961. Φυσικά, στην παιδική του ηλικία, δεν μπορεί να ξέρει, ότι την ακριβώς προηγούμενη δεκαετία, μια ομάδα ποιητών και πεζογράφων, που έγιναν και έμειναν γνωστοί ως Beat Generation – κατά μια εκδοχή στα ελληνικά, «Χτυπημένη Γενιά» - έρχεται να ταράξει την ηρεμία του αστικού κόσμου, πρώτα στις ΗΠΑ και αμέσως μετά σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Δεν είμαι αρμόδιος, αλλά ούτε και ο χρόνος το επιτρέπει, να αναλύσω τα βασικά χαρακτηριστικά και τη σημασία της πρότασής τους. Αισθάνομαι, όμως, την υποχρέωση να υπενθυμίσω, πρώτα απ’ όλα, κάποια από τα ηχηρά ονόματα που την εκπροσώπησαν. Όπως των Τζακ Κέρουακ, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Ουίλιαμ Μπάρροουζ και Γκρέγκορι Κόρσο, αλλά κυρίως να τονίσω, ότι η πρότασή τους δεν περιοριζόταν μόνο σε ζητήματα έκφρασης και φόρμας. Πολύ περισσότερο ήταν υπόδειξη ενός ιδιόρρυθμου τρόπου ζωής, καθαρά αντισυμβατικού, που συχνά περνούσε στο χώρο της παραβατικότητας.

Στον απόηχο αυτής της φιλοσοφίας και αισθητικής, θα ζήσει την εφηβεία του ο Σταύρος Σταυρόπουλος και θα ενδώσει στη γοητεία τους, έτσι ώστε μαζί με την ροκ στιχουργική και την μελωδία των φράσεων, να αποτελέσουν γνώμονα στην μελλοντική συγγραφική του πορεία.
Σ’ αυτή του την παρόρμηση υπεισέρχεται ένας προσωπικός παράγοντας: Αυτός της ιδιαίτερης ανθρωποκεντρικής ευαισθησίας του, που επιβάλλει τους δικούς του κανόνες και, κατά κάποιο τρόπο, τον διχάζει. Από τη μια αρνείται να προχωρήσει στις ακραίες παραβατικότητες του ρεύματος κι από την άλλη δέχεται και εμπλουτίζει τον μύθο τους. Αφήνεται να διαποτιστεί από την αύρα του, παίρνει θέση στα χαρακώματα, ενώ παράλληλα πλάθει και σφυρηλατεί την εντελώς δική του πρόταση. Στο βάθος διαφαίνεται η υπαρξιακή του αγωνία.

Προσπαθώντας απεγνωσμένα να αντιμετωπίσει την οδυνηρή αίσθηση της απώλειας, της απουσίας, της διάψευσης, καταφεύγει συχνά σε ανοιχτούς ορίζοντες, ιδιαίτερα της θάλασσας και του νησιού – άλλωστε δεν υπήρξε ποτέ ποιητής του κλειστού χώρου – όπου και πάλι δεν δικαιώνονται πάντα οι προσδοκίες του.
Το μόνο ασφαλές καταφύγιο του είναι η μετατροπή της όποιας δυσμορφίας σε ονειρικό τοπίο, και κυρίως, ένας τρελός χορός, όπου οι λέξεις ζευγαρώνουν με τις σιωπές.
Παρ’ όλ’ αυτά, κάπου αχνοφαίνεται μια σπίθα ελπίδας, που, αν δεν κάνω λάθος, διακρίνεται και στον τίτλο των επιφυλλίδων του, στη στήλη του στην Ελευθεροτυπία, «Νύχτα είναι, θα περάσει», καθώς και στο ποίημά του «Αντιβιοτικό»:

Εγώ στο κελί μου
Την ώρα της εκτέλεσης
Ιδρύω φεγγίτες

Θα ήθελα να τελειώσω με μια προτροπή, καθώς στριφογυρίζει στο μυαλό μου ο στίχος του Μιχάλη Κατσαρού από το «Κατά Σαδδουκαίων»: Αντισταθείτε σε μένα ακόμα που σας ιστορώ…
Επειδή ο ποιητής δεν γράφει για τους κριτικούς και για τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας, αλλά γράφει για σας.
Χωρίς εσάς, τους αναγνώστες, δεν θα υπήρχαν ποιητές.

Τάκης Μενδράκος

2 σχόλια:

Καραβάκι είπε...

Μεστός ο λόγος του Τάκη Μενδράκου που σκιαγράφησε με τον καλύτερο τρόπο τον ποιητή,άνθρωπο,συγγραφέα Σταύρο Σταυρόπουλο.
Είμαστε τυχεροί που γράφεις και μας χαρίζεις τις λέξεις σου,που μας βοηθάς να ιδρύουμε τους δικούς μας φεγγίτες μέσα στα κλουβιά που ο καθένας σέρνει στη ζωή του.

Unknown είπε...

Σ' ευχαριστώ Καραβάκι. Είμαι κι εγώ τυχερός που σας έχω. Το είδος και η ποιότητα του αναγνώστη προσδιορίζει πάντα την ταυτότητα του συγγραφέα.

Τελευταία έκανα κάποιες αναρτήσεις στο μπλογκ με προγενέστερες ημερομηνίες που μπορεί να σε ενδιαφέρουν.
Έτσι: Θα βρείς στην ετικέτα ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ με ημερομηνία 16/1/09 ένα κείμενο της Τιτίκας Δημητρούλια, με ημερομηνία 17/1/08 και 6/2/2006 δυο κείμενα του Γιώργου Μπλάνα και στην ετικέτα ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΒΙΒΛΙΩΝ με ημερομηνία 8/12/07 δυο κείμενα του Γιάννη Ευσταθιάδη.
Είναι, νομίζω, πολύ ενδιαφέροντα.

Καλή συνέχεια καλοκαιριού