Ο ΗΛΙΟΣ εκπυρσοκροτούσε πάνω στα πόδια της, τα διπλασίαζε, έκοβε τις γυαλιστερές τους επιφάνειες και τις έκανε να μοιάζουν με μοντέρνα κτιριακά συγκροτήματα. Αστραφτε σαν τζαμαρία που μόλις είχε πλυθεί απ' τη βροχή. Το σώμα της ήταν γεμάτο ανταύγειες. Σε ποιο πολυτελές κομμωτήριο το πήγαινε, ποιο ουράνιο τόξο χρησιμοποιούσε για σαμπουάν;
Η φυσική φωτόλυση ωχριούσε μπροστά στο φως που σιδέρωνε τις φωλιές του σώματός της: αψίδες φωτός πάνω στις τρικυμίες του κορμιού της - βδέλλες κολλημένες. Μαζεύονταν εκεί και απάγκιαζαν. Στα αυλάκια της. Συνεδρίαζαν για το μέλλον της ανθρωπότητας, το μέλλον του ανδρικού φύλου. Αυτό το σώμα είχε κάτι από μαυσωλείο: ήταν μεγαλοπρεπές, μοναδικό, ένα ταφικό μνημείο με ελληνικό περιστύλιο, που φιλοξενούσε παράπονα.
ΠΕΡΠΑΤΑΓΕ· κι όμως, οι σκιές της πετούσαν. Είχε μια ύλη από σκιές: Τα Σαββατοκύριακα ο ουρανός γέμιζε χαρταετούς. Ηταν εκεί. Κι εκεί. Κι εκεί. Ποιο απ' όλα αυτά τα ασπρόμαυρα θηλυκά πουλιά που την αναπαριστούσαν ήταν άραγε το πιστό της ανάγλυφο; Ποιο απ' αυτά τα σημαιάκια τού έρωτα τής ανήκε καθ' ολοκληρίαν;
ΤΗΝ ΕΙΔΑ και μετά· χωρίς σκιές. Επεφτε ακατάπαυστα σε μια άλλη ζωή. Επίγεια. Μια αντιλόπη εν στάσει. Ενας γκρεμισμένος έρωτας που εξαντλούσε σιγά σιγά τις δυνατότητές του, διακινδυνεύοντας τη ζωή. Δεν κάλπαζε. Τα αμεταχείριστα νιάτα του κορμιού της είχαν ντυθεί στις πέτρες. Κι εγώ χτυπούσα στα βράχια της. Ο δρόμος μας, ήταν επιστροφής. Ακολουθούσε τα ψίχουλα που είχαμε ρίξει, για να μη χανόμαστε. Τελείωσα με τη ζωή, είπε. Ολες τις απορίες μου τις έλυσαν τα φαντάσματα.
Και χάθηκε μέσα σε ένα αναποδογυρισμένο ανάκτορο.
ΠΙΟ ΜΕΤΑ, σ' αυτό το μασίφ όνειρο, που προσπαθούμε συνεχώς να νοηματοδοτήσουμε, αν και γνωρίζουμε καλά πως πρόκειται για απλό μονωτικό υλικό, τη συνάντησα ξανά. Ηταν ντυμένη στα λευκά, με ανθεκτικές διάρκειες τριγύρω. Χαμογελούσε με το αμήχανο χαμόγελο της πτώσης των πρωτοπλάστων. Ολα τα μήλα είχαν φαγωθεί. Ο Θεός είχε σταθεί άδικος, είχε τιμωρήσει το σεξ. Την κοίταξα, οι ρυτίδες μας ενώθηκαν. Μπήκε η μία μέσα στην άλλη, όπως κάνουν τα σώματα στον έρωτα.
«Και στα όνειρά μου ακόμα, μ' αρνήθηκες. Και μου 'στειλες μόνο τους υπηρέτες σου».
Το λέει ο Εζρα Πάουντ. Οχι εγώ.
Θέλησα να της το χαρίσω. Ως φυλαχτό. Για να εκδικηθούμε μαζί την πραγματικότητα.
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=123578
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου