Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΤΟ ΜΟΣΧΑΤΟ


Η ΜΠΙΛΙ ΧΟΛΙΝΤΕΪ καθόταν στο σαλόνι μου. Τα χρόνια της φτώχειας είχαν περάσει. Φορούσε μια σκούρα περούκα που είχε στολίσει με άσπρα τριαντάφυλλα, οι φράντζες της έπεφταν έως τα μάτια. Για να κρύβουν τη λύπη. Τα πραγματικά της μαλλιά ήταν πολύ κοντά· έμοιαζε με κουρεμένο πρόβατο. Μαύρο. Μέσα τους φύτρωναν οι κήποι της Εδέμ.

Λίγο πριν αρχίσει να τραγουδάει το Autumn in New York έβγαλε τις ψεύτικες βλεφαρίδες της και τις κόλλησε στον καθρέφτη. Θα ήθελα να ήμασταν στη Νέα Υόρκη, ήμασταν όμως στο Μοσχάτο. Το αποδείκνυε η φιλοξενία μου, το αποδείκνυε το χρώμα των επίπλων - οι Νεοϋρκέζοι δεν συμπαθούν καθόλου το μαύρο. Από το μπαλκόνι μου δεν φαινόταν το Μανχάταν, αλλά η θάλασσα του Πειραιά, που άπλωνε τα τεράστια πόδια της και μας σκέπαζε. Σαν περικοκλάδα. Ο Σαρωνικός ήταν ο σκηνοθέτης της παιδικής μου ηλικίας. Και το Πασαλιμάνι, ο θρίαμβος της φαντασίας του.

ΜΟΥ ΛΕΕΙ ότι η μάνα της ήταν δεκατριών χρονώ όταν τη γέννησε, ο πατέρας της φορούσε ακόμη κοντά παντελονάκια. Είναι ντυμένη με μεταξωτή, μακριά τουαλέτα, το σκίσιμο ανεβαίνει ώς τους γοφούς, μαύρες λουστρινένιες γόβες, τακούνι στιλέτο. Το τραγούδι της με σκοτώνει. Κάθε νότα είναι κι ένας πυροβολισμός, τα δάκρυα κυλούν στο ουίσκι, το αραιώνουν, θέλω να το βάλω στα πόδια, νομίζω ότι αν ανοίξω την πόρτα θα αντικρίσω μπροστά μου το Χάρλεμ. Την ανοίγω και αντικρίζω εσένα.

ΤΟ ΜΙΣΟ πρόσωπό σου έχει λιώσει, το άλλο μισό φοράει τα καλά του. Εχεις πάρει μαζί σου το άλσος Παπάγου, ο διάδρομος έχει γίνει πευκόφυτος. Τα μάτια σου στάζουν ρετσίνι. Κολλάνε πάνω στα χέρια μου, στα ρούχα μου, στην τρύπα που αφήνει ο χώρος που λείπεις. Φοράω τα μάτια σου και περπατάω στο δωμάτιο. Εχω αγκαζέ την Μπίλι Χολιντέι. Θέλω να παίξω σαξόφωνο, να τη συνοδεύσω. Κάποιος είπε ότι ο άνθρωπος έχει στην καρδιά του μέρη που δεν υπάρχουν ακόμη· από κει εισέρχεται ο πόνος για να μπορέσουν να υπάρξουν. Αλλη τρύπα αυτή. Της καρδιάς.

ΤΟΠΟΘΕΤΩ προσεκτικά το στόμιο του πνευστού πάνω στα χείλη μου, σχεδόν το δαγκώνω. Φυσάω μια ψηλή νότα, το σώμα μου διπλώνεται. Την κρατάω όσο μπορώ, όσο αντέχει ο αιώνας μας. Η νότα παραπατάει, ο ρυθμός διαλύεται στο πάτωμα, πεθαίνει. Δίπλα μου η Μπίλι ξελαρυγγιάζεται άδικα. Δεν έμεινε μουσική. Δεν μυρίζει. Αθόρυβα, προσχώρησε και αυτή στα αποξηραμένα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=125690

ΕΔΩ ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΗΝ
http://www.youtube.com/watch?v=Xs9P-pfqF6Y&feature=related

1 σχόλιο:

Vlaxos (Σιάτρας Σπύρος) είπε...

Πολλή μαζεύονται τα αποξηραμένα φίλε μου.
Πολλά και σε πολλούς.
Με κανει να αναρωτιέμαι αν τελικά ισχύει νομοτελειακά εκείνο που έχεις πει, "το μονο που έμεινε σε μας είναι να αποστρέψουμε το βλέμμα".

Πραγματικά χαίρομαι που σε "βρίσκω".

Μάλλον δεν θα σου αρέσει, αλλα πραγματικά θα ήθελα να σου εκφράσω τον σεβασμό μου

Πήρα το θάρρος να σε βάλω στα links στο "κονάκι" που έχουμε με έναν καλό φίλο.

Την καλησπέρα μου