Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

ΠΑΤΡΙΔΑ ΑΠΟ ΣΑΠΟΥΝΑΔΑ


Η ΝΥΧΤΑ ήταν γλυκιά. Λίγο πριν είχε ψιχαλίσει. Εξω απ' το βιβλιοπωλείο ο Τάκης φύλαγε σκοπιά με τον δικό του, περήφανο τρόπο. Μέσα στο ισχνό του κορμί χωρούσε το μισό Μοσχάτο. Το βλέμμα του έψαχνε τις σκιές - που έφυγαν πρώτες. Δίπλα του η Αγγελική -αδιάβροχη-, συναγωνιζόταν σε κομψότητα μια άλλη Αγγελική, της ζωής μου. Δεν θα ξαναρωτούσε τον μπαμπά. Ούτε εγώ.

Τους είδα από μακριά, σαν σε επανάληψη, ζήλεψα την αγάπη που περίσσευε. Ηθελα να τη μαζέψω, να τη βάλω στο βάζο. Ηταν περιορισμένης διανομής. Θα την κρατούσα ενθύμιο. Οπως το πρόγραμμα από μια θεατρική παράσταση τη δεκαετία του '70. Αγάπησαν και δεν βρήκαν τη σκόνη. Ομως, νίκησαν;

ΠΑΡΚΑΡΑ. Επαιζε ένα πιάνο. Ο αέρας μύριζε σαπουνάδα. Ηρθε ο Χάρης. Το Μοσχάτο με χριστουγεννιάτικες φορεσιές, έλαμπε μέσα στις καθημερινές του χειρονομίες: μια πατρίδα συλλεκτική. Εδώ μπορούσες να ονειρευτείς τη συνέχειά σου.

Ενα ταξί έφερε την Κατερίνα. Κατέβηκε όπως η Τζόπλιν στο φεστιβάλ του Μόντερεϊ. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα με τσιμπιδάκι. Περπάτησε στον χώρο. Υπάρχει κάτι να πιούμε; Η Μαρία, κουλουριασμένη σε μια καρέκλα. Αγκαλιά με τα ποιήματα. Την είδα απ' το τζάμι, είδα τα χείλη της που κινήθηκαν ρυθμικά. Διάβαζε: Εχω μέσα μου ένα παιδί / Και κάτι παλιοσίδερα νύχτες / Παρασημοφορημένες / Με ελάττωμα αγάπης.

ΜΠΗΚΑ. Εγώ, προτού γίνω εγώ. Με το μακό της Γ' Λυκείου και τα Hellas special. Ο κύριος Γιάννης κάθησε στην τρίτη σειρά: ένα βουνό τυλιγμένο σε καμπαρντίνα. Η ευγένειά του σε καθήλωνε.

Συγγραφέας είναι αυτός που γράφει ή αυτό που γράφει; Αναρωτήθηκα. Δεν θα το βρούμε ποτέ. Η αλήθεια είναι απόρρητη. Και η γραφή, πες κάτι για τη γραφή... Είναι η προσπάθεια να ακουμπήσουμε τον άνθρωπο που κάνει τον εαυτό μας στην ταινία του βιβλίου. Τον ηθοποιό που ανεβάζει το έργο. Είπα.

ΗΡΘΑΝ οι φίλοι. Ακουσα το κελάρυσμά τους, σαν χαλάζι από χαρμόσυνα γεγονότα. Οι παλιές γυναίκες. Με μπλουτζίν, με μίνι φούστες, με ταγιέρ, με κίτρινα άνορακ. Το μέλλον το μετάνιωσε, δεν χωρούσε. Δεν μπήκε. Ντράπηκε. Ακούμπησα το μικρόφωνο. Ενα κοριτσάκι πέρασε μπροστά απ' τα μάτια μου, μου είπε σε βρήκα. Το κοίταξα με αγάπη. Είναι πολύ βαρετό να είσαι μεγάλος σήμερα. Η μουσική έσβησε. Τα βλέμματα σώπασαν. Τα σώματα σταμάτησαν να αγγίζονται. Να ενώνονται στις ραφές. Η Μαρία χάιδεψε τις πρώτες λέξεις. Τις έκανε να ριγήσουν. Ερωτικά. Και ξεκινήσαμε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=121074

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Στάυρο[εάν μου επιτρέπεται ο ενικός]..Πάει καιρός από τότε που ήμουν σε μια έκθεση βιβλίου στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου,κοιτάζοντας για βιβλία,ώσπου το μάτι μου,έπεσε πάνω σε ένα συγκεκριμένο.
"Το ρόκ που παίζουν τα μάτια σου".
Το διάβασα.Ξάνα.Και ξανά.
Το λάτρεψα.Ο τρόπος γραφής,το ύφος,το συναίσθημα.Το γεγονός ότι μπερδευε δυο μεγάλες αγάπες: τη ροκ μουσική και τον έρωτα.
Από τότε πιστή αναγνώστρια στα όμορφα λόγια σου.
Το συγκεκριμένο βιβλίο,αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί πηγή έμπνευσης,για να γράφω και εγώ.Χαζομαρούλες μεν αλλά γράφω[προσπαθω τουλάχιστον].
Εύχομαι καλή συνέχεια,επιτυχία και πάντα συνοδός η μουσική.
Γεσθημανή

Unknown είπε...

Να είσαι καλά, Γεσθημανή - ωραίο όνομα, απ' το Jesus Crist.
Η μουσική είναι το μόνο που έχουμε, για να ξεγελάμε την πραγματικότητα.

Τα λέμε.