ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ κάνει ζέστη, είναι πια καλοκαίρι. Ενας ένας αποβιβάζονται προσεκτικά οι νεκροί. Κρατούν τσάντες και έχουν τα μάτια κλειστά. Το μπαλκόνι είναι γεμάτο ηλικίες. Πολύχρωμα φουστάνια σαλεύουν τριγύρω. Κοντά. Ο παλιός νόμος με τους τριάντα πόντους ισχύει, αλλά ανάποδα. Πλέον φυλακίζεται αυτή που δεν τους ξεπερνάει. Επικοινωνούμε με τα χέρια, μόνο ψηλαφώντας. Το φως των κεριών αρκεί. Σιγουρεύει το βλέμμα. Ηδονίζει το κρασί.
Γιορτάζουμε ο ένας τον άλλον, σε πανηγυρικούς τόνους. Αν κατεβαίναμε στις εκλογές, θα βγάζαμε σίγουρα έδρα. Ακολασίας. Τώρα, ακούμε το σκοτάδι. Ολοι μαζί, σαν άλλοτε. Σαν πάντα, που τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό της νύχτας και την απειλεί. Σαν χθες που διασώθηκε στις τελευταίες ανασκαφές. Από μια λάθος τσαπιά.
Είμαστε φίλοι από τότε που ο Ιλισός γραφόταν με δύο σίγμα. Φίλοι όπως το λέει ο Νικολαΐδης. Οπως το εννοούν οι Rolling Stones στο «Wild Horses». Οπως το θυμάται ο Γιάννης, σ' ένα γράμμα απ' τις Ινδίες. Ιδανικοί για να κατασκευάζουμε πυραμίδες από τραπουλόχαρτα. Και μετά να φυσάμε.
Ο ευτυχισμένος καρδινάλιος μπήκε τελευταίος στο πάρτι, εκμαιεύοντας τον σεβασμό των παρευρισκομένων. Λες και σηκώθηκε ο Λένιν απ' το μαυσωλείο του. Οι φιγούρες ανέπνεαν μέσα από πανί. Ο Σπαθάρης είχε πεθάνει. Κάποιος παρέδιδε μαθήματα γεωγραφίας, εκμεταλλευόμενος τη θέα. Από 'δώ η Καστέλα, από 'κεί ο Υμηττός. Από 'δώ το αύριο. Δεν μας το έδειξε κανείς. Δεν φαινόταν. Το σύμπαν ήταν σκοτεινό, αλλά μας ανήκε.
Για ακόμη μια φορά ήθελα να ακούσω το «Summertime». Περπάτησα κουρασμένα και πλησίασα το ψυγείο. Πήρα μια μπίρα. Το σκαμπό που κάθησα έσπασε. Δεν άντεξε το βάρος των περασμένων ζωών. Η Σύλβια Πλαθ έπεσε με δύναμη πάνω μου. Με φίλησε. Το φουστάνι της σηκώθηκε. Το κοινό χειροκρότησε την προσπάθεια.
Στο τέλος, ένας από μας πυροβόλησε. Στο γυαλισμένο παρκέ, ανάμεσα στα αποτυπώματα που είχε αφήσει ο ιδρώτας των σωμάτων, έπεσε μια χρωματιστή βροχή. Εικόνες από το παιδικό καρναβάλι έσκισαν τη νύχτα στα δυο. Διάλεξα το πιο κόκκινο κομμάτι της και το έβαλα βιαστικά στην τσέπη μου. Οπως φυλάει κανείς τον κάλυκα της σφαίρας που τον τραυμάτισε. Αποφοιτήσαμε όλοι μετά. Μαζί.
Η φωτογραφία μας θα ήταν αύριο πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες.
Γιορτάζουμε ο ένας τον άλλον, σε πανηγυρικούς τόνους. Αν κατεβαίναμε στις εκλογές, θα βγάζαμε σίγουρα έδρα. Ακολασίας. Τώρα, ακούμε το σκοτάδι. Ολοι μαζί, σαν άλλοτε. Σαν πάντα, που τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό της νύχτας και την απειλεί. Σαν χθες που διασώθηκε στις τελευταίες ανασκαφές. Από μια λάθος τσαπιά.
Είμαστε φίλοι από τότε που ο Ιλισός γραφόταν με δύο σίγμα. Φίλοι όπως το λέει ο Νικολαΐδης. Οπως το εννοούν οι Rolling Stones στο «Wild Horses». Οπως το θυμάται ο Γιάννης, σ' ένα γράμμα απ' τις Ινδίες. Ιδανικοί για να κατασκευάζουμε πυραμίδες από τραπουλόχαρτα. Και μετά να φυσάμε.
Ο ευτυχισμένος καρδινάλιος μπήκε τελευταίος στο πάρτι, εκμαιεύοντας τον σεβασμό των παρευρισκομένων. Λες και σηκώθηκε ο Λένιν απ' το μαυσωλείο του. Οι φιγούρες ανέπνεαν μέσα από πανί. Ο Σπαθάρης είχε πεθάνει. Κάποιος παρέδιδε μαθήματα γεωγραφίας, εκμεταλλευόμενος τη θέα. Από 'δώ η Καστέλα, από 'κεί ο Υμηττός. Από 'δώ το αύριο. Δεν μας το έδειξε κανείς. Δεν φαινόταν. Το σύμπαν ήταν σκοτεινό, αλλά μας ανήκε.
Για ακόμη μια φορά ήθελα να ακούσω το «Summertime». Περπάτησα κουρασμένα και πλησίασα το ψυγείο. Πήρα μια μπίρα. Το σκαμπό που κάθησα έσπασε. Δεν άντεξε το βάρος των περασμένων ζωών. Η Σύλβια Πλαθ έπεσε με δύναμη πάνω μου. Με φίλησε. Το φουστάνι της σηκώθηκε. Το κοινό χειροκρότησε την προσπάθεια.
Στο τέλος, ένας από μας πυροβόλησε. Στο γυαλισμένο παρκέ, ανάμεσα στα αποτυπώματα που είχε αφήσει ο ιδρώτας των σωμάτων, έπεσε μια χρωματιστή βροχή. Εικόνες από το παιδικό καρναβάλι έσκισαν τη νύχτα στα δυο. Διάλεξα το πιο κόκκινο κομμάτι της και το έβαλα βιαστικά στην τσέπη μου. Οπως φυλάει κανείς τον κάλυκα της σφαίρας που τον τραυμάτισε. Αποφοιτήσαμε όλοι μετά. Μαζί.
Η φωτογραφία μας θα ήταν αύριο πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου