Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ: ΟΧΙ ΜΕΤΑ, ΤΩΡΑ



  Να διακρίνεται καθαρά ο λεκές της ζωής. Αυτή η φράση από το προηγούμενο βιβλίο του Σταυρόπουλου, προοικονομεί και την εναργέστερη έκφραση του ποιητικού του διαβήματος στο παρόν βιβλίο: την ολοκληρωτική στροφή στο σύμπαν και στις απαρχές του ρομαντικού κινήματος. Ενός κινήματος διακριμένου ως εξεγερσιακού, όπως το όρισε το κορυφαίο δοκίμιο του Στέφανου Ροζάνη, «Η ρομαντική εξέγερση». Αυτό κατά τη γνώμη μου σημαίνει το «μετά», αυτή η τόσο βαριά, και στις μέρες μας φθαρμένη λέξη, αυτό το μόλις δισύλλαβο επίρρημα, το οποίο ήρθε να επωμισθεί τη φθορά τόσων αιώνων διαφωτισμού.

Ήδη από την πρώτη σελίδα του βιβλίου του Σταυρόπουλου, έχουμε μπει στο ρομαντικό άλγος:

Αυτό που λεγόταν τοπίο έχει χαθεί. Το πρώην τοπίο έσβησε. Τη θέση του έχει πάρει μια φωτογραφία. Ξαφνικά, όπως ανάβουν οι φωτογραφίες, το νερό αρχίζει και χαϊδεύει τα χαρακτηριστικά μου. Αναδύεται σιγά σιγά το περίγραμμα. Φωτίζεται. Μετά, το κυρίως θέμα. Η ουσία. Η αύρα.

Αλλά αυτή η επιστροφή στις πηγές και τις αφετηρίες δεν γίνεται με τρόπο αναχωρητικό ή νοσταλγικό. Γίνεται μέσα από το παρόν. Μέσα από τις «φωτογραφίες», δηλαδή τις αφηγήσεις, που πήραν τη θέση της πραγματικότητας, αλλά τώρα ζωντανεύουν, αποκτούν σάρκα και οστά, αναχωνεύονται μέσα στην πραγματικότητα, την αναζωογονούν, αλλά πάντως δεν την «αναπαρθενεύουν», όπως θα στόχευε ίσως μια δογματική ρομαντική αναβίωση.

Πόσο πολύ μακριά βρισκόμαστε από την ακμή του μοντερνισμού, όταν ο Τάκης Σινόπουλος θρηνούσε για την έκπτωση και την αλλοίωση της στοιχειακής υπόστασης της καταγωγικής μήτρας, με το στίχο: και ο τόπος τοπίο.

Αντίθετα, ο Σταυρόπουλος έχει αποδεχθεί τα συντελεσμένα, θεωρεί τετελεσμένη την απώλεια της «βαρβαρικής» αθωότητας, κατανοεί το μάταιο της αναζήτησης μιας αδιαμεσολάβητης αυθεντικότητας, που κάποτε, έστω η φαντασίωσή της, γονιμοποιούσε τις μορφές της μοντερνιστικής τέχνης. Επίσης, δεν διαχειρίζεται τη μετάβαση και την επιβίωση στο αλλοτριωμένο παρόν, με προθέσεις βελτίωσης και αναμόρφωσης. Με ζέση και άγριες διαθέσεις απέναντι στη γύρωθεν πραγματικότητα, επιμένει να αναζητά και να προτάσσει το ουτοπικό αίτημα του ανθρώπου, νοουμένου ως πρόσωπο, αλλά το αναζητά μέσα στο παρόν:

Θα γεννηθώ ξανά με άφτιαχτο πρόσωπο. Στο προαύλιο αυτής της αιώνιας φωτογραφίας... Εκεί είναι το μέλλον που θα αλλάξει τη γη. Στο αναμμένο αυτό τοπίο θα κατοικήσει ξανά το σμήνος των ανθρώπων.

Έτσι λοιπόν ορίζεται το «μετά», στο βιβλίο τού Σταυρόπουλου, με απόλυτη σαφήνεια:

μετά τίποτα/ τίποτα/ όχι μετά/ τώρα

Είναι ακριβώς ο τρόπος που πιάνει πάλι το νήμα από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ορίζοντας το παρόν ως σημείο επανεκκίνησης, αντιδρώντας σε όσα ανέφερα στην αρχή, δηλαδή στην κατάτμηση του λόγου, την ασυνέχεια του ειρμού, την απουσία έρματος, επιλέγοντας πλέον όχι τη φόρμα των ποιητικών στιγμιοτύπων ή σπαραγμάτων αλλά αυτή της ευρύτερης ποιητικής σύνθεσης. Επιλέγοντας καινούριους προγόνους-συνομιλητές, όπως π.χ. ο Βύρωνας Λεοντάρης, με τον χαρακτηριστικό στίχο «ορθοστασία της λύπης», ή με τον πολύσημο «ανεπάγγελτο άγγελο», που μέσα στα συμφραζόμενα του Σταυρόπουλου ανακαλεί ταυτοχρόνως ένα διακειμενικό φάσμα, από Βέντερς μέχρι Εμπειρίκο, ενώ δεν λείπει -πώς θα μπορούσε άλλωστε;- και ο Νίκος Καρούζος της Νεολιθικής νυχτωδίας στην Κροστάνδη. 

Υπάρχουν περιοχές της ποίησης, στάσεις απέναντι στη ζωή και τα πράγματα, διαθέσεις και επιλογές, που συνεχώς επανέρχονται, διεκδικώντας μια νέα ζωή. Άλλοτε θεματοποιούνται, άλλοτε δίνουν το έναυσμα για καινούριες αποκρυσταλλώσεις, άλλοτε για την ίδια την άρνησή τους, δηλαδή για γόνιμες αναστοχαστικές διαδικασίες. Η δουλειά του ποιητή είναι αφενός να διακρίνει όσα είναι συμβατά με τα αιτούμενα του δικού του προτάγματος, και αφετέρου να καταφέρει να τα διαχειριστεί χωρίς να τον ρουφήξουν στη δίνη τους.

Ο Σταυρόπουλος έχω τη γνώμη πως τα καταφέρνει και τα δύο. Ως αποτέλεσμα, έχουμε ένα ποιητικό διάβημα που διαχειρίζεται με πάθος και συνέπεια μία από τις διαρκέστερες μορφοποιήσεις στην ιστορία της τέχνης και των ιδεών, δηλαδή αυτή της ρομαντικής βίωσης του κόσμου, με τη στάση βέβαια της ρομαντικής εξέγερσης. Εφαρμόζοντας, με τα μέσα της ποίησης, τη διατύπωση, που αποτελεί και μια θέση-ορόσημο, του Φρέντρικ Τζέιμσον: «Η επιθυμία που λέγεται ουτοπία».
Αν όμως συνεχίζαμε τη σκέψη του Τζέιμσον, θα έπρεπε να αναφερθούμε στο ζήτημα της μορφής, μέσα από την οποία, και μέσα στην οποία, λαμβάνει χώρα η διεργασία επικαιροποίησης και επαναδιατύπωσης του ρομαντικού προτάγματος. Προχωρώντας ακόμα πιο πέρα, θα υιοθετούσα ασμένως την άποψη του Τζέιμσον, ότι όπως η λογοτεχνική αξία της μορφής υπόκειται σε συνεχείς αμφισβητήσεις, έτσι και η πολιτική της θέση είναι δομικά αμφιλεγόμενη. Μάλιστα, οι διακυμάνσεις των ιστορικών συμφραζομένων δεν καταφέρνουν να διαλύσουν αυτή τη μεταβλητότητα, η οποία οπωσδήποτε δεν είναι ζήτημα γούστου ή ατομικής κρίσης.

Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.

Κώστας Βούλγαρης
Αυγή της Κυριακής, Αναγνώσεις, 6.10.2013


ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ

 http://www.avgi.gr/article/1085189/oxi-meta-tora

http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2013/10/blog-post_3868.html

http://taskart.blogspot.gr/2013/10/blog-post_14.html

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ





Ένα σχετικά πρόσφατο κείμενο, από το βιβλίο μου Πιο νύχτα δεν γίνεται, εκδ. Οξύ, 2011. Πράγματι: Πουθενά δεν είμαι. Γιατί πουθενά δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από κανείς. Πουθενά. 

Τώρα μόνο θα κοιτάζω. Και άμαχος.


 (το μεγαλύτερο αμάρτημα των ανθρώπων είναι ότι απλώς είναι άνθρωποι)

ΣΣ


ΔΕΡΜΑ


ΑΡΧΙΣΕ πάλι να σηκώνει σκοτάδι. Ο ουρανός είναι λερωμένος ακτές. Όλες οι όχθες πνίγονται στα χέρια μου. Πουθενά δεν είμαι.
Ο άνθρωπος αφήνει ένα σκληρό τσόφλι να εξηγεί. Αφήνει πίσω του μια αιτία και περιφέρεται. Στην πλάτη του απλώνουν αργά οι εικόνες. Σαν άδικα πνεύματα. Παλιά κεριά. Θα γινόμουν άγγελος, αν ήταν να μην ακούω. Να μην βουίζω ζωή. Περιέχω το ίδιο δέος που περιέχει η θάλασσα.

Όταν φανούν οι καθρέφτες, το πλήθος θα εναντιωθεί στο φως. Να είμαι εκεί. Θα γεμίσει η πόλη καταργημένα είδωλα. Και άμαχος. Αλλά με γυαλισμένες χάντρες, κοιτάζω.
Ένας καταρράχτης τα πρόσωπα. Νεκρές μηχανές. Λείπει η λύπη. Αναγνωρίζω το ακατάπαυστο που δεν θέλουν να δουν. Ο θάνατός τους είναι καρπός. Χάνεται μέσα στο κόκαλο του πορτρέτου και προς τα κει. Έρχεται να γελάσει συνέπειες. Ο θάνατός τους είναι θαμπός. Ασχημάτιστος. Σαν κορίτσι στην εφηβεία.

Παρ’ όλα αυτά, μόνο δείχνουν. Με μια αηδία. Ξεκόλλησε η ψυχή μου να βλέπει. Όλο αύριο είναι. Όλο δεν επιτρέπεται να μιλήσω. Μιλούν. Ημερομηνίες. Η απογραφή των πραγμάτων είναι αποθήκη θανάτου.
Υπάρχει ένα παλιό παιχνίδι σαν αστείο, που ο ένας χώνει το χέρι του στα μάτια του άλλου και του βγάζει τις λέξεις. Μέχρι το τέλος. Του ξεριζώνει τις ίνες των φράσεων απ’ τα μάτια. Οι ρόγες στα δάχτυλα μαυρίζουν, και όμως αίμα. Τρέχει. Ολόκληρο το χέρι είναι ένα άγνωστο αίμα. Το χέρι του σώπασε λέξεις.
Έβγαλαν τις λέξεις από τα μάτια μου και τις έκαναν δέρμα.

Πες χάθηκα. Πες το. Της αφήνει το χέρι. Θέλω να χαθώ απ’ το τέλος των πραγμάτων.
Όμως ένοιωσα αυτό που αρμόζει. Και σέρνεται σαν νέος λοιμός. Αναβλύζει από τα σώματα, τα μέρη, τα άδεια βαγόνια που είναι ζωές. Των ανθρώπων. Όχι τώρα, μετά.
Ξεδιπλώνω κάτι που λέγεται θάλασσα. Σαν λιπόθυμο ζώο. Και με συγκίνηση την άπλωσα στο χαλί μου να ετοιμάζεται. Λέει τα κύματα ένα ένα.
Έγινε μια τρομαχτική αλλαγή εδώ. Δεν θέλω να δω. Αν γυρίσω να δω, θα στεγνώσουν όλα.

Μαζεύονται έπειτα οι πράξεις στο εργοστάσιο που σβήνουν τα χρώματα και τις στοιβάζουν. Με καταπληκτική μανία τις φέρνουν οι εργάτριες με γυάλινα χέρια. Τις κουβαλούν ως το τέλος. Φτιάχνουν μικρά βουνά για να πράξουν οι πράξεις και να γίνουν ξεθυμασμένα κρασιά στον ήλιο. Και να στεγνώσουν.
Δεν θα γυρίσω να δω. Αν γυρίσω, στέγνωσαν όλα.

Να θυμάσαι να γίνεσαι. Όταν σου πω. Καιρό τώρα γράφω τον πόλεμο με φωτιά και χρέος προετοιμασμένο. Κάτασπρος, σαν φόβος μωρού πριν τη γέννηση. Οι κολώνες του λαιμού μου έχουν φουσκώσει. Θα τις ρίξω στη θάλασσα με βαρίδια και χωρίς άλλο λαιμό. Χωρίς να πω γράμματα. Θα πάρω το αρχαίο τσεκούρι μου.

Και από την επιφάνεια της γης θα ανέβει ένα φως σαν πυρετός.


Σταύρος Σταυρόπουλος


(Το μάθημα της ανατομίας)


Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ (ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ)




Το κείμενο αυτό γράφτηκε για την εφημερίδα metro στις 27/12/2007. Πριν, περίπου, έξι χρόνια. Συμπεριελήφθη το 2008 στο βιβλίο μου «Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν» που εξέδωσαν τα Ελληνικά Γράμματα και σαν να προϊδέαζε αυτό που θα έρθει. Έκτοτε, και παρότι οι λέξεις μεγάλωσαν αρκετά, το περιβάλλον και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του κειμένου δεν διαφοροποιήθηκαν αισθητά. Το αντίθετο, θα έλεγα. Η εκκρεμότητα του φωτός – που είναι η εκκρεμότητα των ανθρώπων που δεν το τολμούν – παραμένει, σε απελπιστικό βαθμό, ίδια. Τα ίχνη από τις κουτσουλιές πολλαπλασιάστηκαν. Ήρθαν κι άλλοι. Είδα σε διαφορετικά πρόσωπα, διαφορετικές μάσκες, με διαφορετικούς τρόπους, για διαφορετικούς λόγους. Εντούτοις, παρέμεινα διαφορετικός. Μετά το μετά των ανθρώπων. Με ίχνη και με αποτυπώματα.
 
Κάνει πολύ κρύο πια. Αλλά έχω αποφασίσει το φως. 
Μόνον.
 
 
ΣΣ
 
 
Η ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
 
 
                                                                                Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω
                                                                                                     ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ
 
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΙΑ ΠΑΡΑ ΚΛΕΙΣΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ, κλειστά παράθυρα, κλειστά παράθυρα. Ο κόσμος που πέρασε άφησε τα σημάδια του ανορθόγραφα στο περβάζι. Κουτσουλιές, σαν των πουλιών. Ξέρεις τι θα μου λείψει περισσότερο από σένα; Οι κατολισθήσεις μας. Το φως που έμπαινε ανάμεσα στα κορμιά μας καθώς γκρεμιζόμαστε - μια μυστική δύναμη. Ήταν ένα φως με ίχνη, με αποτυπώματα. Τα φέρω ακόμα. Κοσμήματα από φως. Καμιά φορά, όταν ξυπνάω το πρωί, το ξεχνάω. Νομίζω ότι έχω γεμίσει διαφανείς κρυστάλλους. Μετά θυμάμαι. Κοιτάζω το σώμα μου και η οξύτητά του με τρομάζει. Αν σε ξύσω άραγε από πάνω μου θα χαθείς; Θα χαθούν όλα όσα κατόρθωσαν να είναι; Και το φως; Πώς να το πάρεις απόφαση το φως;
Έχω περισσότερα ερωτήματα από καταφάσεις. Δεν μπορούν εύκολα  να σταθούν σ’ ένα κείμενο. Μήπως αν αναρωτιέσαι συνέχεια απαντάς σε όλα; Είδες, πάλι ρωτάω.
Τέλος πάντων, αυτό το χειμώνα έμαθα να κλίνω τα ανώμαλα ρήματα. Ξέρω απ’ έξω όλες τις πτώσεις, κάποια μέρα θα σου μιλήσω γι αυτές. Έγινα γενναιόδωρος με όσα χάνω· φαίνεται, δεν τα είχα ποτέ. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η απώλεια είναι τόσο αναίμακτη. Ούτε ότι συνηθίζει κανείς με τον καιρό τις συντέλειες του κόσμου.
 
Τελικά στα φεγγάρια με τους Ινδιάνους συμφωνούμε· έχουμε από 13. Συνεχίζουμε να ανάβουμε τα τσιγάρα μας απ’ αυτά – ως γνήσιοι αναγνώστες του Γκόρπα. Εκεί που τα χαλάμε λίγο είναι στην μέτρηση του χρόνου. Εμείς έχουμε μέρες, μήνες, χρόνια κι εκείνοι αιωνιότητα. Ποιος μετράει πιο σωστά, δεν ξέρω. Μπορεί κανένας.
Μου αρέσουν ακόμα οι Ινδιάνες, αλλά δεν έχω το κουράγιο να ζωγραφίζω άλλο το πρόσωπό μου. Αρκετές ζωγραφιές έχει πάνω του. Τις μισές μου τις έχεις κάνει εσύ. Άλλωστε, δεν υπάρχουν πια αληθινές Ινδιάνες. Περισσότερο φαντάζεσαι ότι υπάρχουν. Είναι τόσο μακρινή η εποχή τους, που μπερδεύεται με τα παραμύθια. Απ’ όσες έχουν ξεμείνει στις πόλεις καμία δεν λέγεται Σύννεφο με παντελόνια. Καμία δεν κρεμάει στα κοτσιδάκια της σούρουπα από τις παραλίες των νησιών. Έχουν φθαρμένα όνειρα, πλαστικά λόγια, αδύναμα σύμβολα. Έπειτα, είναι και οι δεσμοί αίματος που τις ενώνουν. Δεν τους πιστεύω. Δεσμά αίματος θα ήταν η ακριβέστερη έκφραση.
 
Το στερεοφωνικό συνεχίζει να απεργεί από μήνες. Συνεχίζω να χάνω. Είναι η τρίτη σερί εντός έδρας ήττα μου τον τελευταίο καιρό. Μου έκλεψαν πάλι λίγα από τα έμψυχα και τα άψυχα που μου έχουν απομείνει. Οι λαγοί τελειώνουν. Και τα καπέλα. Έχω κουραστεί με τα θαύματα που έχω επωμιστεί μέσα στο γήπεδο. Παίζω με κατεβασμένες κάλτσες. Βαρύ τερέν, όλο βρέχει. Ο κόσμος θα έπρεπε να αναβληθεί λόγω ακαταλληλότητας του αγωνιστικού χώρου.
 
Δεν φτάνει να ονειρεύεσαι. Ζωή είναι ό, τι γνωρίζουμε και αυτό που γνωρίζω δεν μου αρέσει. Ή δεν μου αρκεί. Είμαι διαυγής. Σχεδόν τρύπιος. Το κομμάτι που λείπει και επιτρέπει να δεις καθαρά μέσα μου, μου αφαιρέθηκε κάποτε, με κάποιο τρόπο. Απ’ το κενό αυτό εισβάλλουν οι άλλοι. Αν το βρω θα το χαρίσω σε μένα. Να κλείσει αυτή η εκκρεμότητα του φωτός. Αυτός ο φαύλος κύκλος της καθαρότητας. Ο Ρενέ Σαρ γράφει σε ένα στίχο του ότι «η διαύγεια είναι η πληγή η πιο κοντινή στον ήλιο».
Γράφω πληγές, ανάσες που δεν φτάνουν. Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω; Πρόσφατη έκθεση της WWF αποκαλύπτει ότι μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, το 60% των δασών του Αμαζονίου, ενός από τους βασικότερους σταθεροποιητικούς πνεύμονες του παγκόσμιου κλιματικού συστήματος, θα έχει εκλείψει. Στην οδό Πλάτωνος έχω εγκαταστήσει τον δικό μου Αμαζόνιο· είναι μια μπλε πολυθρόνα. Με μια απλή κίνηση των ματιών μου αλλάζω τα δέντρα, όποτε δεν με ικανοποιεί η καρποφορία τους.
 
Έχω όλων των ειδών τα παραδείσια πουλιά. Εκτός από ένα.

 
Σταύρος Σταυρόπουλος 


Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

MY BIRD OF PARADISE






1. Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ηλικία που υπάρχει είναι η παιδική. Όλες οι άλλες είναι τα αόρατα παραρτήματά της.

2. ΓΙΑΤΙ δε μ’ αφήνεις να παίξω;

3. ΤΗ ΒΛΕΠΩ. Είναι μερικών ωρών. She’s like a rainbow. Μου σφίγγει το δάχτυλο, γαντζώνεται πάνω του σαν μαϊμουδάκι. Το έχει περάσει για κλαδί. Θα μου δώσετε πίσω το χέρι μου δεσποινίς ;

Βγήκα απ’ το νοσοκομείο με τη μυρουδιά της κολλημένη στα ρούχα μου. Φρέσκο ζυμωμένο ψωμί με μέλι. Δεν είχα μυρίσει ποτέ μου κάτι καλύτερο. Μου έλειπε ένα δάχτυλο. Έβγαλα απ’ την τσέπη μου τη φυσαρμόνικα, τη στήριξα στα τέσσερα δάχτυλα που μου είχαν απομείνει και άρχισα να παίζω το «Like a Rolling Stone».

Κάπου στη Νέα Υόρκη ο Bob Dylan θα χαμογελούσε.

4. ΜΕ πυροβόλησε με ένα νεροπίστολο.

5. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ του μωρού ήταν σαν πίνακας του Μοντιλιάνι. Ένα απείθαρχο τρεχαλητό γύρω απ’ το νόημα του θεού. Οι θεατές από κάτω ζητωκραύγαζαν. Επευφημούσαν. Τα λιοντάρια είχαν μπει στην αρένα. Ο λαιμός μακρύς, ανυπότακτος · σαν αφρικάνικο κόσμημα.

Εσύ καθόσουν στην κερκίδα των επισήμων. Μ’ ένα άδι­κο φωτοστέφανο να σαπίζει στα μαλλιά σου. Μιλούσες με την Αχμάτοβα.

6. Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ είναι όπως το παιδί, λέει ο Βανεγκέμ. Από τη στιγμή που γεννιέται, τα πάντα τίθενται σε λειτουργία για να εμποδίσουν την απογείωσή της. Φοβάμαι ότι δε θα προλάβει να σηκώσει φτερά. Δε θα μπορέσει να μπει στο διάδρομο. Θα λείπουν τα σημαιάκια. Θα φυσάει. Θα έχει απαγορευτικό.

Απεργία στους ουρανούς του κόσμου.

7. ΚΑΘΩΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ το κεφάλι της στο μήλο και δαγκώνει με δύναμη απ’ τη δική της πλευρά, το κομμάτι που βρίσκεται στο στόμα μου αντιστέκεται. Δε θα την αφήσω να μου το πάρει. Δε θέλω να μάθει από τόσο νωρίς ότι η νίκη είναι η μοναδική διέξοδος.

8. ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΗΣ : Ένα κολάζ από ήλιους. Από παράνομες πραγματικότητες, σημαδεμένες λέξεις, στριμωγμένους αποχαιρετισμούς. Η μπασκέτα αντέχει. Θα μάθει να είναι εύστοχη. Σιγά σιγά. 

Θα της το μάθω εγώ, που αστοχώ.

9. ΔΡΟΜΟΙ, πεζούλι, αριθμός τίποτε. Εξωτερικά ιατρεία. Αναισθησιολόγοι, επιμελητές, χειρούργοι. Όλοι τους ανειδίκευτοι. Κόβω φυλλαράκια για να της τα δώσω. Ένα μικρό λεμόνι για να μάθει τα σχήματα. Για να μπορεί να κλοτσάει τη ζωή να περνάει.
Μακάρι να μπορούσα να κόψω και χρόνο. 

Να τον βάλω στα χεράκια της και να φύγουμε.

10. ΟΤΑΝ ΙΔΡΩΝΕΙ βγάζει κάτι μικρές σταγονίτσες νερού που επιπλέουν στο δέρμα της σαν βροχή. Θέλει να πει ζεσταίνομαι, αλλά λέει να κρυφτούμε στη θάλασσα. Να μη μας βρίσκει κανείς.

Ξέρεις να κρατάς την αναπνοή σου, τη ρωτάω. Μα, είμαι γοργόνα, μου απαντά. Σου αρέσει η ουρά μου ;

11. ΠΕΡΠΑΤΑΜΕ στην Ιπποκράτους, ανάμεσα στα βλέμματα των ανθρώπων. Ένα παπάκι αγκαλιάζει το πόδι μου, ως εκεί φτάνει. Να μαζέψουμε χαμομήλι, είναι άνοιξη.

Θα το ξεράνουμε στις κουπαστές του δρόμου.

12. ΧΑΜΟΓΕΛΑΕΙ. Το ίδιο πάντα χαμόγελο με το λακκάκι που έχω κι εγώ. Εκεί μέσα μαζεύονται τα μυστικά μας. Για να τα θυμόμαστε τους δίνουμε ονόματα ζώων. 

Η γάτα είναι νυστάζω, αλλά μην το πεις.

13. ΚΥΝΗΓΗΣΕ ΜΕ. Είμαι ένα μικρό σκυλάκι που κουνάει την ουρά του. Θέλω να τρέξω. Να παίξουμε.

Γαβ γαβ.



( από το βιβλίο μου Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΚΟΜΜΑΤΙΑ, δεύτερη έκδοση, Απόπειρα, 2012)