Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

ΟΔΟΣ ΑΙΓΑΙΟΥ, ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΗΔΕΝ



ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ ( 1927 – 2014)


Τάκη, του έλεγα προχτές, στον πρώτο όροφο του καρδιολογικού του Ερυθρού Σταυρού, όπου νοσηλευόταν, προσπαθώντας να ελαφρύνω λίγο το βαρύ σύννεφο που ετοιμαζόταν να εκραγεί και να αρχίσει να βρέχει, μέσα στο στεναχωρημένο δωμάτιο, να βρέχει μια αποκλειστική βροχή για μας, το αδιάβροχό μου ήταν κάτω, στο βαλιτσάκι της μηχανής, τα αδιάβροχα μάτια του Τάκη, γαλάζια κάποτε, τα είχε ξεβάψει η βροχή, τους είχε προσθέσει τόσες λευκές πινελιές, τόσα θολά ανοίγματα, και τα χρόνια που πέρασαν τα είχαν βαρύνει, είχαν βαρύνει από όσα αδιανόητα είχαν δει, από όσα κουρασμένα ταξίδια είχαν διαγράψει, με κοίταζαν, τα μάτια του Τάκη ατάκτως εριμμένα, λες και το κάθε ένα ήταν σε διαφορετικό έργο, λες και το καθένα απ’ τα δυο τους έγραφε διαφορετικό ποίημα, τα μάτια του με κοίταζαν, κι εγώ κοίταζα τα μάτια του, αλλά κανείς μας δεν έβλεπε με τόσο σκοτάδι, με τόση βροχή στο δωμάτιο πώς να δεις; όλα εκεί ήταν μαύρα και το μαύρο είχε ένα απαλό βελούδο από μετάξι, που όμως έκοβε, έκοβε πολύ, και τα μάτια του Τάκη αραίωναν μέσα στα δικά μου, σαν μια τρελή ανέμη, «σ’ αυτό το δάσος των νεκρών», όταν θα βγεις, κοιτούσα τη λευκή γενειάδα του που έκανε τα κόκκινα πόδια του ακόμα πιο κόκκινα, έριχνε πάνω τους όλο το φως της αναχώρησης, Τάκη, όταν θα βγεις, τη γενειάδα, όσο μεγαλώνεις γίνεσαι ίδιος ο Λειβαδίτης, μόνο που εκείνος, του έκλεισα συνθηματικά το μάτι, ήταν λίγο καλύτερος ποιητής από σένα, θέλω να αφήσεις τα γένια σου μακριά, να μην τα ξανακόψεις, μέχρι να γίνουν κρόσσια, μαντήλια, σκοινιά, να κρέμονται απ’ το σώμα σου, να περισσεύουν, όπως περισσεύει ο θάνατος απ’ τη ζωή, μόνο οι ποιητές το γνωρίζουν αυτό καλά, στα όνειρα των ποιητών ο θάνατος κερνάει φευγιά καθησυχάζοντας τη ζωή που δεν έζησαν, οι ποιητές ζουν μόνο τον θάνατο, ατέλειωτο, η ζωή περισσεύει, όχι ζωή για τους ποιητές, ο Τάκης με άκουγε, πάντα με άκουγε, πάντα υπέμενε την λογοδιάρροιά μου, την ακατάσχετη φιλολογία της φλυαρίας μου, με στωικότητα, με πατρικό κύρος, ευγενής πρίγκιπας, ακριβός φίλος, στοργικός άνθρωπος, μεγάλος νεκρός, εγώ Σταύρο θα καπνίζω και κατά την εξόδια ακολουθία μου, γελούσαμε, Τάκη, μου ζήτησαν να γράψω τώρα ένα σημείωμα και δεν ξέρω τίποτα, δεν θέλω τίποτα, δεν μπορώ τίποτα, άκου, πες στον Pound να το τελειώσει, να το προσθέσει στην «Κατάη» του, στον Faulkner, να το συμπληρώσει, να το βάλει επίμετρο στο «Η βουή και η αντάρα», επιμύθιο, επιστήλιο, επιτύμβιο, στον Norman Mailer, στον Joseph Conrad, στον Σταύρο Πετσόπουλο, στις εκδόσεις Πάπυρος, στην Εταιρεία Συγγραφέων, στην υπέροχη εγγονή σου, στην πικρή βροχή, που πέφτει εδώ, μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο, χωρίς τετράστιχα, αλλά σε πλάκες, σε χοντρό μάρμαρο, με μυστική καταγωγή, με αρχαίο, αιώνιο, τετελεσμένο μένος, Τάκη μου σταματώ εδώ, σου θυμίζω τα δικά σου λόγια, Γιατί με ανάγκασες να είμαι παρών / την ώρα που έφευγες; / Γιατί με αποχαιρέτησες / σα να’ ταν να με ξαναδείς την επομένη; πες στους άλλους, με συγχωρείς, είναι λίγο βαρύ να γράφω τέσσερις μόλις ώρες μετά και τα μάτια σου να μην βλέπουν.


Σταύρος Σταυρόπουλος

2 σχόλια:

ΜΑΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑΡΗ είπε...

Τα λόγια φτωχά Σταύρο. Να γαληνέψει και να ηρεμήσει η ψυχή του εκεί που πάει στο στερνό του ταξίδι.

Αγαπημένος άνθρωπος, τυχερός που πρόλαβες και τον είδες πριν φύγει. Κι όπως κι ο Βαρβέρης έλεγε: "Να επισκέπτεστε τους ποιητές όσο είναι ζωντανοί."

Καλή του Στρατιά και Καλό Παράδεισο να έχει.

Unknown είπε...

Δεν ξέρω αν είμαι τυχερός Μαρία - μάλλον δεν είμαι - όμως ξέρω ότι ο Τάκης ήταν ένας αληθινός άνθρωπος. Και έζησε πραγματικά. Στο καλό και στο κακό. Και αυτό είναι που μετράει τελικά. Στο ταξίδι...