I.
Δε συμπαθούσες
ιδιαίτερα το πράσινο. Έτσι δεν ψώνιζα
απ' τους
αγρούς φορέματα. Δεν έβαφα τα μάτια μου
με χλωροφύλλη. Δυσκολευόμουν στη
φωτοσύνθεση κι είχα ναρκωμένη την
νεράιδα στο μπουκάλι. Κλεισμένη με
κόκκινο βουλοκέρι. Σε διψούσα, όπως
έλεγε ο ποιητής σε άλλο χρόνο. Κι έπαθα
άσθμα στην ελπίδα να γεράσω μαζί σου.
Για να δέομαι στο άγιο ανέφικτο, έχτισα
εικονοστάσι στη χάρη σου. Από Άνοιξη σε
κλείσιμο το χαζεύω. Φευγαλέα. Δίχως να
σταματώ πια, για να σ΄ ανάψω. Oύτως ή άλλως σ’
έχω δεμένο αμάραντο στο προσκεφάλι κι
ένα καντήλι να τρέμει μέρα νύχτα στ΄όνομά
σου. Να ξερες τι λένε για σένα οι
περαστικοί. Πως είσαι τάχα ζωντανός
νεκρός. Πως συμφωνήσαμε να σε σκοτώσω,
για να ζήσεις. Λόγια. Τις νύχτες κοιμάμαι
απαλλαγμένη από κάθε φθόγγο, μ'
ένα τρελόχαρτο σεντόνι.
Μια μέρα -θυμάμαι-
μ' έπιασε
η καλοκαιριά να σκαλίζω ένα ξέμπαρκο
σύννεφο και μου τσουρούφλισε τα χέρια.
Χωρίσαμε. Σκυθρώπιασα. Δεν είπαμε τίποτα
σχετικό από τότε. Μόνο σε όνειρο, πίνουμε
αψέντι κατάχαμα στο χνούδι, πλάι στον
πάπυρο που ο ήχος του μοιάζει βρόχινος.
Τρώμε ελιές και κοιταζόμαστε μ΄ένα
τρόπο που μόνο οι Ακακίες μπορούν να
περιγράψουν. Με θέα τα κυπαρίσσια. Με
το βούισμα των πεύκων που κόψαμε, για
να μη θυμίζει απόηχο αδιάβατων λεωφόρων.
Τόσο ψηλά. Τόσο θάνατος. Ύστερα ξυπνώ ή
ξανακοιμάμαι. Δε θυμάμαι. Μόνο όταν
γίνομαι φύση κι όταν αδειάζω ύλη με
κρατάει στη διαφορά κι αν. Όσο για το
σεντόνι, έλιωσε στη ρίζα των ευκάλυπτων.
Έγινε σώμα στο σώμα. Γι αυτό αν κάποιο
ξημέρωμα ακούσεις σούσουρο στα φύλλα,
θα ναι τα γράμματα που δε βολεύονται.
Υπάρχει μια μυστική έξοδος για όλα. Ένα
κοινό μυστικό. Λένε. Τα πάντα γύρω το
αποκαλύπτουν ακατάπαυστα. Αλλά πόσες
γλώσσες πέρα από την ανθρώπινη μάθαμε;
Δε συμπαθούσες
ιδιαίτερα το πράσινο. Κι είναι κρίμα,
αδιάφορο ή απλά έτσι έπρεπε. Να περνώ
μια περίοδο ναυτίας στις σκουληκότρυπες.
Και πότε-πότε να ψωνίζω απ΄τους αγρούς
φορέματα και ποτέ την Κυριακή. Τις
Κυριακές προσεύχομαι να σ'
έχει η αγάπη και στη
θάλασσα μέσα μου.
II.
Για μερικά τραύματα
δεν αρκεί μία και μόνο Γάζα. Πόλεμος,
προδοσία, υπεκφυγή, εγώ. Όλα τα αντίθετα,
εσύ. Λείπεις κάτω απ'
τα τραπέζια κι εύχομαι
τα καλύτερα στο άγνωστο. Ορκίζομαι στην
ιδανική σου αναγκαιότητα, στις
ναυπηγοεπισκευαστικές ζώνες και στον
ναό της Αρτέμιδος. Την ονόμασα αγάπη
και στην παρέδωσα άθικτη, χωρίς φόβο
και πάθος. Το τελευταίο, ψέμα στην
αλήθεια. Πόθος πες, σταθερά. Κι ύστερα
πάλι -και πάντα- αγάπη. Οι καθαρές συλλαβές
δεν αλλάζουν με την απουσία.
Εξακολουθώ να ριγώ έξω από τα τσιμέντα. Για δικούς μου λόγους. Θες γιατί λέγονται άθλοι, θες άθλιοι. Μη σκοτίζεσαι. Άφησέ το στους ώμους μου, που λάμπουν το βράδυ σε πείσμα, γιατί άργησαν οι φάροι κι οι πυγολαμπίδες. Καταφέρνω την μη σύνθλιψη. Ή τας ή επί ταν. Έπειτα νόστος, σιωπή και μολών λαβέ. Εξακολουθώ να περνώ κάτω από τη γέφυρα. Μερικές φορές συνεχίζω. Άλλες χαζεύω -τάχα αδιάφορα- τα παροπλισμένα ταξίδια μέσα από τ΄αγκάθια. Πεταμένα σκουπίδια, πλεούμενα, μοναχικές καρέκλες δίχως ψαράδες σε βιομηχανικές περιοχές υψηλής μόλυνσης. Εμένα ανάμεσα σε κλειδωνιές, φυλλώματα, κάστρα κι άστρα που κάνουν θόρυβο.
Φυσάει απέξω προς τα μέσα αναποτελεσματική Όστρια. Σαν να λέμε στερητικό σύνδρομο δίχως δέρμα. Κάποιες λέξεις καρπίζουν, άλλες σαπίζουν εξαιρετικά γρήγορα. Λίπασμα, προσάναμμα ή και τα δύο στο βωμό του πλανήτη κατακαλόκαιρο. Δάση και γράμματα καίγονται εξίσου κι εμείς, για να σπάσουμε το φράγμα του ήχου, κωφεύουμε εσωτερικά. Δεν με πειράζει που στοιχειώνεις, έχω πολύ χώρο για σένα. Χωράω άλλο ένα συκώτι, άλλη μία σπλήνα, μια δεύτερη καρδιά, στομάχι, το τρίτο σου μάτι και πάει λέγοντας. Μόνο που να, έκοψα το κρέας πριν καιρό κι ακόμα τρώγομαι…
Νικολέττα
Μαγεμέλι
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΗΣ ΣΤΟ FACEBOOK
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου