Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

ΝΑ ΖΩ ΕΣΥ. ΕΓΩ ΝΑ ΖΕΙΣ




Τίποτε δεν γεμίζει τον άνθρωπο όσο ένας άνθρωπος. Κι όταν αυτός δίνει είναι θεός για εκείνον που παίρνει. Δεν υπάρχει θεός που να δίνει όπως ο άνθρωπος. Μόνον ο άνθρωπος δίνει. Όσα μπορεί να δώσει ένας άνθρωπος είναι όσα μπορεί να πάρει ένας άνθρωπος. Πολλά μπορεί να δώσει πολλά μπορεί να πάρει. Αυτά είναι το περισσότερο. Δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο. Το περισσότερο είναι όσα δίνει ο άνθρωπος σ’ έναν άνθρωπο κι αυτό το ξέρει όποιος παίρνει. Όταν παίρνει ξέρει πως περισσότερα δεν μπορεί. Θεός είναι αυτός που δίνει σ’ αυτόν που ζητάει. Άλλο υπέρτατο απ’ αυτό δεν υπάρχει.

[…]

Δεν ήταν μόνον τα χέρια σου. Ο, τι έβλεπα ό, τι άγγιζα όχι μόνο στην αρχή όχι μόνο την πρώτη ϕορά έως το τέλος με πονούσε. Ακόμη και τώρα. Ο, τι βλέπω ό, τι αγγίζω απ’ αυτόν με πονάει. Ο,ΤΙ ΒΛΕΠΩ Ο,ΤΙ ΑΓΓΙΖΩ ΑΠΟ ΣΕΝΑ ΜΕ ΠΟΝΑΕΙ. Δεν ήταν μόνο τα χέρια σου. Αν ήσουν μόνο χέρια πάλι θα σε λάτρευα. Δεν ήσουν μόνο χέρια. Ήσουν ολόκληρος. Ένα προς ένα όλα. Ένα προς ένα. Το κάθε ένα συναγωνιζόταν το κάθε άλλο. Σε εντέλεια. Κάθε ένα στο σώμα του συναγωνιζόταν τα άλλα σημεία χωρίς να τα μειώνει. Τα σημείωνε πιο ανάγλυϕα. Όλα ασυναγώνιστα. Ολόκληρος ο Φραντς μου μία απαράμιλλη χάρη. Δεν είναι όμως αυτό. Όχι δεν τελειώνει εκεί η απαράμιλλη εντέλεια. Αν τελείωνε εκεί θα ήταν λίγη. Ολόκληρος ο Φραντς δεν τελείωνε εκεί. Η τελειότητά σου ήταν τελειότητα επειδή οδηγούσε σε κάτι άλλο. Σαν να μην υπήρχε παρά μόνο για να οδηγήσει σε κάτι που γινόταν ο προορισμός της η απόδειξή της λες και μόνον η τελειότητα οδηγεί σ’ αυτό λες και χωρίς αυτό η τελειότητα είναι ατελής.

[…]

Γιατί να είναι αλύπητος ο έρωτας πώς κερδίζεται μια καρδιά γιατί δεν βοηθάει ο έρωτας γιατί ο έρωτας αϕού έρχεται δεν ϕέρνει κι εκείνο που τον έϕερε γιατί δεν μας λυπάται γιατί είναι τόσο μαυλιστικός παραπλανητικός γιατί ενώ είναι τόσο καλός από εκείνον που τον δίνει δεν είναι τόσο από εκείνον που του τον ζητούν γιατί να είναι ο έρωτας όσα δεν είναι ή μήπως είναι όσα δεν είναι τι είναι ο έρωτας τι είναι είναι όσα δεν είναι γιατί να μην είμαστε αλύπητοι με τον έρωτα αλύπητοι αλύπητοι όσο εκείνος πόσο θα ήθελα να έρθω στα χέρια με τον έρωτα να βάλω όλη την δύναμή μου και να τον νικήσω γιατί να μην μπορώ γιατί να μ’ έχει νικήσει αυτός γιατί να μην τον ρίξω κάτω εγώ όπως μ’ έχει ρίξει αυτός να μην τον αϕήσω να ξανασηκωθεί να τον αϕήσω εκεί πεσμένον να ϕύγω να μην τον ξαναβρώ μπροστά μου να ζήσω χωρίς έρωτα χωρίς την ανάγκη του χωρίς την έλλειψή του μια ζωή χωρίς έρωτα αυτό να είναι το καλό ας με λυπηθεί ας μ’ αϕήσει να τον νικήσω ας μ’ αϕήσει χωρίς έρωτα ας πάψει να είναι τόσο αλύπητος δεν θέλει είναι αλύπητος έτσι όπως είναι αλύπητος σαν έρωτας τίποτε πιο αλύπητο το ίδιο το αλύπητο είναι λιγότερο αλύπητο.

[…]

Εσύ κι εγώ. Όχι. Εσύ κι εσύ. Είχα περάσει ολόκληρη σ’ εσένα. Υπήρχα επειδή υπήρχες. Δεν είχα μόνο μάτια για σένα. Ο, τι είχα ήταν για σένα. Δεν ήμουν εγώ. Ήμουν μόνο για σένα. Με είχες πάρει ολόκληρη δεν ήθελα να με ξαναδώσεις πίσω. Αυτό ήταν η χαρά. Να είμαι εσύ. Εσύ εγώ. Εγώ χωρίς εγώ. Εγώ μόνον εσύ. Τόση χαρά να είμαι τα μάτια σου τα χείλη σου η ϕωνή σου η αναπνοή σου το βλέμμα σου η μυρωδιά σου τα χέρια σου τα νύχια σου να μην έχω εγώ λαιμό κοιλιά μηρούς μαλλιά δόντια γοϕούς να μην έχω ϕύλο να είμαι το ϕύλο σου να είμαι όλες οι πράξεις τού ϕύλου σου να είμαι το δέρμα του το στήθος του οι μασχάλες του οι θηλές σου οι γλουτοί σου τα υγρά σου. Εσύ χωρίς εγώ. Να είσαι εγώ. Και μόνον έτσι να είμαι πραγματικά απολαυστικά απέραντα. Μόνον έτσι να ζω. Όχι μαζί σου. Όχι μ’ εσένα. Να ζω εσύ. Εγώ να ζεις.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
 Insenso, εκδόσεις Σαιξπηρικόν  2013