Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΚΩΣΤΗ




Θυμάμαι τον Κωστή

Ανεπίδεκτη ορθολογισμού, η αγάπη στήνει το δικό της σκηνικό

Κ. Π., Ζώντες και Τεθνεώτες



Με τη σάρκα, δηλαδή με την ορατή ψυχή

Κ. Π., Περί μέθης


Τον γνώρισα στην Καλλιδρομίου, το 1980. Είχε τότε κατσαρό βαθυκάστανο μαλλί και πλούσιο μουστάκι. Βλέμμα σαν βραχνό blues, αγέρωχα ηττημένο, αλλά ηττημένο όχι σε μάχη ή σε πόλεμο, ηττημένο από θέση, από τοποθέτηση ύστερα από σοφή απόφαση, ηττημένο μπροστά στον πελώριο πλούτο και το συντριπτικό χάος του παρελθόντος της ανθρωπότητας. Αυτό το παρελθόν της ανθρωπότητας μοχθούσε αγρίως ο Κωστής να το γνωρίσει και να το κατανοήσει. Ένα τέτοιο εγχείρημα είναι απ’ την αρχή καταδικασμένο. Και καταδικαστικό. Σε τσακίζει. Αξίζει όμως να το τολμήσεις.

Ήταν ο πιο τρυφερός ανάμεσά μας. Καμωνόταν τον κυνικό, αλλά ήταν καρδούλα. Δεν μπλέχτηκε σε καμία από τις πάμπολλες ίντριγκες της Σόλωνος. Τρικλοποδιές δεν έβαλε, ποτέ και σε κανέναν. Υπήρξε, τουναντίον, γενναιόδωρος χωρίς να το κάνει θέμα. Κάμποσοι συγγραφείς οφείλουν στον Κωστή το ότι εκδοθήκανε, και μάλιστα με επιτυχία. Και όπως έχω πει, ξανά και ξανά, οφείλουμε στον Κωστή το ότι ανανεώθηκε το ενδιαφέρον για το δοκίμιο, το δύσκολο είδος που διακόνησε δυνατά. Το τι χρωστάμε στα βιβλία που μετέφρασε είναι ανυπολόγιστο (πρόχειρα θυμίζω: Μισέλ Φουκώ, Εμμανουέλ Λεβινάς, Φρανσουά Σατλέ, Ρενέ Ζιράρ, Εμίλ Σιοράν). Το τι χρωστάμε στα όσα έγραψε για τη Μέθη, τους Ξυλοδαρμούς, την Αποτυχία, τον Εαυτό, το Βάδισμα, αλλά και για τον Όμηρο, τον Heidegger, τον Παπαδιαμάντη, τον Hegel, τον Βακαλόπουλο, είναι τόσο πολύτιμο που δεν μπορώ να το πω εδώ με λέξεις. Ας επαναλάβω μονάχα τα λόγια του Λάγιου, στη Νέα Εστία, δέκα χρόνια πριν: «Ο Παπαγιώργης είναι μακράν ο καλύτερος πεζογράφος τα τελευταία τριάντα σαράντα χρόνια».

Ρίχναμε γέλια ομηρικά. Είχαμε κατεβάσει την ιδέα να ετοιμάσουμε μια Ανθολογία Κακής Ποιήσεως. Κρίμα που δεν τελεσφόρησε το σχέδιο. Μια φορά, στο Παρασκήνιο, μου είπε ψευτομελαγχολικά, «Ου ρε γαμώτο, την έχω πατήσει από κούνια. Είμαι πολύ κοντός για λογοτέχνης και πολύ ψηλός για φιλόσοφος».

Στην Καλλιδρομίου βρισκόμασταν τακτικά στη δεκαετία του Ογδόντα. Κυρίως στο Άμα Λάχει και στο Παρασκήνιο. Αρκετές φορές και στο Τρίτο Μάτι. Ανάμεσα στα 1992 και 1994, συναντιόμασταν κάθε βράδυ στον Ένοικο του Βαγγέλη Ζαφειρόπουλου. Καθένας για τους λόγους του, χτυπούσαμε κάρτα από τις 8 και βαράγαμε οχταωρίες σ’ εκείνο εκεί το θάλπος. Στο τραπέζι μας ήμασταν έξι: Βακαλόπουλος, Λάγιος, Παπαγιώργης, Αρανίτσης, Σταθόπουλος, Μπαμπασάκης. Μείναμε δύο εδώ και ο Εξόριστος της Κέρκυρας.

Είχα πάει ένα μεσημέρι να τον δω και να τα πούμε. Στην Μπουμπουλίνας, όπου έμενε με τη Ράνια και τον γιο τους. Είχα πάρει ομπρέλα μαζί, μια ιρλανδέζικη ξύλινη, έριχνε καρεκλοπόδαρα όταν ξεκίνησα από το Παγκράτι όπου έμενα τότε. (Είχαμε αμφότεροι τη συνήθεια να διανύουμε μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια). Τα είπαμε. Όταν έφυγα, είχε ήλιο λαμπρό, κλασική Αθήνα. Κάμποσες εβδομάδες μετά, με ειδοποίησαν από τον εκδοτικό οίκο με τον οποίο συνεργαζόμουν ότι έχω ξεχάσει την ομπρέλα μου στον Παπαγιώργη. Ο αθεόφοβος το είχε γράψει στο Αθηνόραμα, σαν υστερόγραφο σε μια κριτική του παρουσίαση: «Ίκαρε, πέρνα από το σπίτι, έχεις ξεχάσει την ομπρέλα σου».

Όταν πέθανε ο Χρήστος, κάναμε ένα μνημόσυνο στους Κονιτοπουλαίους. Μ’ έβαλαν να καθίσω δίπλα στον Κωστή και να τον προσέχω να μην πίνει. Ο Λάγιος είπε, «Βάλαν τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα». Όπως καθόμουν δίπλα στον Κωστή, έκαψα κατά λάθος το παλτό του με το τσιγάρο μου. Μετά, μεθύσαμε όλοι και το ξεχάσαμε. Τα ξημερώματα με βρήκαν με τον Λάγιο, στο Κουκάκι.

Τα τελευταία χρόνια, συναντιόμασταν και τα λέγαμε όρθιοι, βαδίζοντας. Δύο φορές ήμασταν καθιστοί: μία στον Καπετάν Μιχάλη, στη Φειδίου, και μία στην ταβέρνα του Οικονόμου, στα Πετράλωνα.

Έχω την πεποίθηση ότι η γλώσσα που έφτιαξε ο Κωστής είναι συγκλονιστικό αποτέλεσμα στοχασμού, διαβάσματος, διαίσθησης, ταλέντου. Κράμα κραμάτων, πλέγμα πλεγμάτων, αλιεία στα πελάγη του παρελθόντος και ατάκες από το νυν. Όλα ταιριασμένα σε ένα, όπως το είχαν κατορθώσει ο Δάντης και ο Σελίν, ο Σαίξπηρ και ο Καρούζος.

Ο Παπαγιώργης είναι από τους Παλαιούς Πολύτιμους αυτού εδώ του πάθους που λέγεται Ελλάδα. Είναι στην Παρέα του Πικιώνη και του Προβελέγγιου, του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου, του Τσιτσάνη και του Σαββόπουλου, του Αρανίτση και του Ράμφου, του Πεντζίκη και του Σπηλιώπουλου, του Παπατάκη και του Σταθόπουλου, του Ρέτσου και του Κουν, του Βογιατζή και του Βακαλόπουλου.


Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Μαρούσι, 25/03/2014

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ BLOG





Δεν υπάρχουν σχόλια: