Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος σε μια υπερβολική ένταση — σαν
να γεννούσε ανάποδα. Τα φρύδια σηκωμένα, ψηλές περισπωμένες γεμάτες τρόμο.
Διέκρινες τις συσπάσεις που έκαναν οι μύες αριστερά και δεξιά του φύλου της.
Κάποιος είπε ότι έπρεπε να παραμείνει το συναίσθημα, το άκουσα τρεις φορές να
κολυμπάει στο στήθος μου. Και ερχόταν ένας βρώμικος αντίλαλος ανακατεμένος με
νερά πλακούντα, ή ήταν χείμαρρος ζωής;
Θέλω να σε ανέβω, να σε ανέβω, έλεγε με λυσσασμένη αξιοπρέπεια.
Θέλω να σε ανέβω, να σε ανέβω, έλεγε με λυσσασμένη αξιοπρέπεια.
***
Θα ανέβω την απουσία σου.
***
Έκανε τόση παγωνιά εκεί και προσπαθούσα να ζεσταθώ από την
ενέργεια που έβγαζε η προσπάθεια, την πήρα στα χέρια μου και τη φύσαγα, φου,
φου, φυσούσα την προσπάθειά μου με ακαταπόνητο δέος, φφφφφου. Σαν παλάτι μεγάλο
ασύγκριτο έγινε με πολυελαίους. Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος είδε τον πολυέλεο
ανορθόγραφα, με άλφα γιώτα, και έγινε πάλι φως. Άναψε ανελέητο φως ανάμεσα στις
χαρακιές των χειλιών της.
Άναψε σαν αναπάντεχο πυροτέχνημα και το πρόλαβα.
***
Τύλιξα τα χέρια μου γύρω απ’ τα αναμμένα χείλη της να μη σβήσει.
Η μικρή βρεγμένη ανάσα της να μη σβήσει, σαν γη να μη σβήσει.
***
Μαζεύτηκαν έπειτα σαν φίδι γύρω απ’ τα χνώτα τους ενωμένοι,
και σιγά σιγά καταστάλαζε η μορφή τους από σταγόνες, γενναία. Την κάπνιζε ο
ήλιος σαν ολόκληρο δέρμα αλλόκοτο και το νερό παραμέρισε. Άνοιξε σαν γκρεμός
στα δύο. Ήταν ένα βουνό με υδάτινο τρίχωμα, κανείς δεν το είχε δει αυτό το
κομμένο από τότε που ο καιρός τελείωσε, κανείς ποτέ δεν είχε δει τέτοια στεγνή
ομορφιά ραντισμένη.
Είδα το βουνό σαν τεράστια αγκαλιά νερένια.
(απόσπασμα από το βιβλίο μου ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΚΟΚΚΙΝΟ, εκδ. Σμίλη,
Δεκέμβριος 2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου