Υπήρχε ένα
έξω που ήταν μέσα. Σαν να γεννιόταν εκ
νέου ο θάνατος από τα υλικά του. Σ’ αυτό το έξω που είναι μέσα, σ’ αυτή την
ανεμπόδιστη γέννηση του θανάτου που ξαναγίνεται ζωή, εκεί περνούσε εξημερωμένη
η θάλασσα, με μικρά υπάκουα βήματα. Σαν στρατός έμπαινε εορταστικός να
ελευθερώσει.
Μετακίνησα
κάποια κύματα και σε είδα.
Η γη ανακουφισμένη δεχόταν σαν χάδι την παρουσία σου. Μέσα στον κήπο η
φύση επέστρεφε συνεχώς αποδείξεις ζωής και τις πότιζε το νερό. Τις χάιδευε με
τις δαγκάνες του και τις φύτρωνε. Ξεκίνησε ο ανάποδος άνεμος. Ό, τι είχε συμβεί
οδηγήθηκε σε άλυτη λήθη και σηκώνονταν σαν ευχές από άλλο σχήμα οι άνθρωποι,
ένας ένας, με θριαμβευτικό κόπο και εξαφανίστηκε εκείνος ο κύκλος που έγραφε το
τέλος τους.
Τους κοίταζε η θάλασσα αποκαμωμένη που την θήλαζαν.
Πέρασαν οι δρόμοι με απορία. Πνιγμένοι και οι φυλές των ανθρώπων. Σαν
να άνοιξε ξαφνικά ένα χαντάκι ακίνδυνο στο σώμα της, γεμάτο θάλασσα ήταν και
μέσα του επέπλεαν οι άνθρωποι, μεταβολισμένοι. Στριμώχνονταν όλοι να χωρέσουν
εκεί και φούσκωνε η κοιλιά της σαν μπαλόνι ζωής.
Γεννιόνταν συνεχώς καινούργιοι σαν πίδακας, με ανέγγιχτη σάρκα.
Πήρα τη φωτιά σου στα χέρια μου και την άφησα να στεγνώνει στη
θάλασσα. Έγινε ζευγάρια γυμνά, ποτάμια ζευγάρια και σιτίζονταν με νερό
απαγορευμένο.
(απόσπασμα από
το βιβλίο μου ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΚΟΚΚΙΝΟ που
ετοιμάζεται)