Ένας
νέος ποιητής μ’ επεσκέφθηκε. Ήταν πολύ πτωχός, εζούσε από την φιλολογική του
εργασία, και με φαίνονταν σαν κάπως να λυπούνταν βλέποντας το καλό σπίτι που
κατοικούσα, τον δούλο μου που τον έφερε ένα καλό σερβιτό τσάι, τα ρούχα μου τα
καμωμένα σε καλό ράπτη. Είπε: «Τι φρικτό πράγμα να έχη κανείς να παλεύη να
βγάζη τα προς το ζην, να κυνηγάς συνδρομητάς για το περιοδικό σου, αγοραστάς
για βιβλίο σου».
Δεν θέλησα να τον αφήσω στην πλάνη του και
τον είπα μερικά λόγια, περίπου σαν τα εξής. Δυσάρεστη και βαρυά η θέσις του –
αλλά τι ακριβά που με κόστιζαν εμένα η μικρές μου πολυτέλειες. Για να ταις
αποκτήσω βγήκα απ’ την φυσική μου γραμμή κ’ έγινα ένας κυβερνητικός υπάλληλος
(τι γελοίο), και ξοδιάζω και χάνω τόσες πολύτιμες ώρες την ημέρα (στες οποίες
πρέπει να προστεθούν και η ώρες καμάτου
και χαυνώσεως που τες διαδέχονται). Τι ζημιά, τι ζημιά, τι προδοσία. Ενώ
εκείνος ο πτωχός δεν χάνει καμμιά ώρα· είναι πάντα εκεί, πιστό και του
καθήκοντος παιδί της Τέχνης.
Πόσες φορές μες στην δουλειά μου μ’ έρχεται
μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι, και
αναγκάζομαι να τα παραμελώ, διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω
σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ’ ανακαλέσω αλλά πάνε πια. Και
δικαίως. Μοιάζει σαν η Τέχνη να με λέγη
«Δεν είμαι δούλα εγώ· για να με διώχνης σαν έρχομαι, και νάρχομαι σαν
θες. Είμαι η μεγαλήτερη Κερά του κόσμου. Και αν με αρνήθηκες – προδότη και
ταπεινέ – για το ελεεινά σου καλό σπίτι, για τα ελεεινά σου καλά ρούχα, για την
ελεεινή καλή σου κοινωνική θέσι, αρκέσου μ’ αυτά λοιπόν (αλλά πού μπορείς ν’
αρκεσθής), και με τες λίγες στιγμές που όταν έρχομαι συμπίπτει να ήσαι έτοιμος
να με δεχθής, βγαλμένος στην πόρτα να με περιμένης, όπως έπρεπε να ήσαι κάθε
μέρα».
Ιούνιος
1905
Mέσα
σ' ένα κιβώτιο ή μέσα σ' ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω
τα ενδύματα της ζωής μου.
Tα ρούχα τα κυανά. Kαι έπειτα τα κόκκινα,
τα πιο ωραία αυτά από όλα. Kαι κατόπιν τα κίτρινα. Kαι τελευταία πάλι τα κυανά,
αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα από τα πρώτα.
Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή
λύπη.
Όταν θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ
μέσα σ' ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το
έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία.
Θα βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την
μεγάλη εορτή - που θα είναι τότε όλως διόλου τελειωμένη.
Όλως διόλου τελειωμένη. Tα έπιπλα
σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα κατά γης. Όλα
τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί πιωμένο. Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι.
Mερικοί κουρασμένοι θα κάθονται ολομόναχοι, σαν κ' εμένα, μέσα σε σπίτια
σκοτεινά - άλλοι πιο κουρασμένοι θα πήγαν να κοιμηθούν.
(από
τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877 - 1923, Ίκαρος 1993)
|
Κ.Π.Καβάφης |