ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ τίποτε δεν μπορούσε να περιορίσει αυτή τη χυδαία πληγή που ανέβαιναν τα μυρμήγκια και μαζεύονταν. Άφηναν τα χειμωνιάτικα στολίδια τους που σαν αρρώστια όλο μεγάλωνε. Και απ’ το στόμα της. Ερείπια έσταζαν σαν ποτάμια. Όσοι είχαν την ευθύνη του παρελθόντος της είχαν κρυφτεί.
Ξεπούλαγε αυτή η γριά γη την ήττα της σε δημοπρασία. Την έβγαζε στο παράθυρο και την έδειχνε με τα χαλασμένα δόντια της. Σαν δελτίο ειδήσεων ήταν με ματωμένο σεντόνι η παρθενιά της είχε κοπεί. Αλλά μιλούσε χθες.
Και μιλούσε με το στόμα όλων των λαών γιατί σε αυτήν δεν είχε μείνει πια λαός, ο λαός που ήταν δεν ήταν δικός της, αυτός δεν μπορούσε να είναι άλλο ο δικός της λαός, ήταν ο μοναδικός λαός που ήταν λαός και της τον πήραν μέσα απ’ τα χέρια, είχε φύγει στα βάθη της ιστορίας και στα βάθη του κόσμου, αυτός ο κρεμασμένος λαός δεν είχε άλλο λαό, από αυτόν τον λαό δεν θα προέκυπτε κανείς λαός ποτέ, και έκανε απ’ τα μάτια της να κυλάνε ερείπια.
Ήταν καιρός τότε που σήμαινε να πεθάνει. Σαν ανάμνηση, και δεν χρειαζόταν. Αυτή η ανώφελη γη είχε εξαντλήσει το μέρος της. Γιατί την είχαν εισβάλλει.
Τα σύνορά της είχαν σκιστεί από ζάρες ανάποδες, τα πόδια της παραμορφωμένα. Θα μπορούσε να τη συλλυπηθεί κανείς με το τρομαγμένο βλέμμα ενός ελαφιού. Αλλά εξακολουθούσε να χωρά σε άθλια δωμάτια χωρίς ντους.
Τα σύνορά της δεν είχαν νερό. Ήταν ά- νερα, ά- πλυτα, ά- υγρα. Λες και κάποιος είχε κλείσει από καιρό τη βάνα. Σα να ήθελε να πεθάνουν από τη δίψα τα σύνορα και να σκάσουν με αυτόν τον θόρυβο που θα ακουστεί.
Έτσι σκισμένη θα επέβλεπε την έρευνα για τον θάνατό της. Τον αντιμετώπιζε σαν εξ αίματος αμαρτία. Σαν περίεργη προπατορική δέσμευση. Θα μιλούσε χθες χωρίς λέξεις. Μόνο χθες είχε.
«Τα κράτη είναι κινητά. Ο καθένας παίρνει το δικό του μαζί και ζητάει διόδια. Όλοι μεταναστεύουν, όλοι υψώνουν σημαίες. Σε όλο τον κόσμο. Τα παιδιά τους ήδη κουνούν τις κουδουνίστρες τους και σέρνουν τη βρωμιά τους σε κύκλους» (1).
Αυτή η κορδωμένη γη έχασε το περιεχόμενο της φωνής της και ανοιγοκλείνει τώρα το στόμα της έγινε βωβός κινηματογράφος. Τη δαπάνησαν με ωμότητα και κάθεται στα σκαλάκια γυμνή, στο μαρμάρινο προαύλιο του πρώην πολιτισμού της. Με την κρύα απουσία του σώματος, και καπνίζει.
Καμιά φορά πνίγεται από την ιστορία. Η ιστορία τής κάθεται στο λαιμό, βγάζει έναν βήχα μαρμάρινο, όλες οι ιστορίες κάθονται στο λαιμό όλων των χωρών και κρυώνουν. Έχουν κλείσει οι αναπνευστικές δίοδοι. Βλέπεις τα γουρλωμένα μάτια. Το αίμα παντού.
Η χώρα ψάχνει τη χώρα. Όχι χώρα.
Χώρα ποτέ.
(1) Wim Wenders – Peter Handke, Τα φτερά του έρωτα
(απόσπασμα από το βιβλίο μου ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ, εκδ.Οξύ, 2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου