ΑΡΧΙΣΕ πάλι να σηκώνει σκοτάδι. Ο ουρανός είναι λερωμένος ακτές. Ολες οι όχθες πνίγονται στα χέρια μου. Πουθενά δεν είμαι.
Ο άνθρωπος αφήνει ένα σκληρό τσόφλι να εξηγεί. Αφήνει πίσω του μια αιτία και περιφέρεται. Στην πλάτη του απλώνουν εικόνες. Σαν άδικα πνεύματα. Δυο παλιά κεριά. Θα γινόμουν άγγελος, αν ήταν να μην ακούω. Να μη βουίζω ζωή. Περιέχω το ίδιο δέος που περιέχει η θάλασσα.
ΟΤΑΝ φανούν οι καθρέφτες, το πλήθος θα εναντιωθεί στο φως. Να είμαι εκεί. Θα γεμίσει η πόλη καταργημένα είδωλα. Και άμαχος. Αλλά με γυαλισμένες χάντρες, κοιτώ.
Ενας καταρράκτης τα πρόσωπα. Νεκρές μηχανές. Λείπει η λύπη. Αναγνωρίζω το ακατάπαυστο που δεν θέλουν να δουν. Ο θάνατός τους είναι καρπός. Χάνεται μέσα στο κόκαλο του πορτρέτου και προς τα 'κει. Ερχεται να γελάσει συνέπειες. Ο θάνατός τους είναι θαμπός. Ασχημάτιστος. Σαν κορίτσι στην εφηβεία.
ΠΑΡ ΟΛΑ αυτά, μόνο δείχνουν. Με μια αηδία. Ξεκόλλησε η ψυχή μου να βλέπει. Ολο αύριο είναι. Ολο δεν επιτρέπεται να μιλήσω. Μιλούν. Ημερομηνίες. Η απογραφή των πραγμάτων είναι αποθήκη θανάτου.
Υπάρχει ένα παλιό παιχνίδι σαν αστείο, που ο ένας χώνει το χέρι του στα μάτια του άλλου και του βγάζει τις λέξεις. Μέχρι το τέλος. Του ξεριζώνει τις ίνες των φράσεων απ' τα μάτια. Οι ρόγες στα δάχτυλα μαυρίζουν, και όμως αίμα. Τρέχει. Ολόκληρο το χέρι είναι ένα άγνωστο αίμα. Το χέρι του σώπασε λέξεις.
Εβγαλαν τις λέξεις από τα μάτια μου και τις έκαναν δέρμα.
ΠΕΣ χάθηκα. Πες το. Της αφήνει το χέρι. Θέλω να χαθώ απ' το τέλος των πραγμάτων.
Ομως ένιωσα αυτό που αρμόζει. Και σέρνεται σαν νέος λοιμός. Αναβλύζει από τα σώματα, τα μέρη, τα άδεια βαγόνια που είναι ζωές. Των ανθρώπων. Οχι τώρα, μετά.
Ξεδιπλώνω κάτι που λέγεται θάλασσα. Σαν λιπόθυμο ζώο. Και με συγκίνηση την άπλωσα στο χαλί μου να ετοιμάζεται. Λέει τα κύματα ένα ένα.
Εγινε μια τρομακτική αλλαγή εδώ. Δεν θέλω να δω. Αν γυρίσω να δω, θα στεγνώσουν όλα.
ΜΑΖΕΥΟΝΤΑΙ έπειτα οι πράξεις στο εργοστάσιο που σβήνουν τα χρώματα και τις στοιβάζουν. Με καταπληκτική μανία τις φέρνουν οι εργάτριες με γυάλινα χέρια. Τις κουβαλούν ώς το τέλος. Φτιάχνουν μικρά βουνά για να πράξουν οι πράξεις και να γίνουν ξεθυμασμένα κρασιά στον ήλιο. Και να στεγνώσουν.
Δεν θα γυρίσω να δω. Αν γυρίσω, στέγνωσαν όλα.
ΝΑ θυμάσαι να εξατμίζεσαι. Οταν σου πω. Καιρό τώρα γράφω τον πόλεμο με φωτιά και χρέος προετοιμασμένο. Κάτασπρος, σαν φόβος μωρού πριν από τη γέννηση. Οι κολόνες του λαιμού μου έχουν φουσκώσει.
Θα τις ρίξω στη θάλασσα με βαρίδια και χωρίς άλλο λαιμό. Χωρίς να πω γράμματα. Θα πάρω το αρχαίο τσεκούρι μου.
Και από την επιφάνεια της γης θα ανεβεί ένα φως σαν πυρετός.
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=26/02/2011&id=254537
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου