Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΠΟΔΗΛΑΤΑ


ΠΟΔΙΑ κολλημένα στη λάσπη. Των άλλων. Αλλά με έναν ίλιγγο που είναι αγάπη. Θα πάω. Εγώ θα γίνω η αιτία να δουν τον συμβολισμένο τους θάνατο. Αγονάτιστος και αποτροπιασμένος. Και με μιαν αγέρωχον -ως καμινάδα- παύσιν συνειδήσεως, κεκρυμμένην. Να φεύγω ως να μην επιτρέπεται άλλο να δω.

ΑΥΤΗ η λύπη του χαρτιού. Ανεβαίνει. Οπως στάθμη σκοταδιού, αλλά και όπως έργο μηδέν. Που γίνεται όλα. Μέσα του λαμπυρίζει με τινάγματα και αναψοκοκκινισμούς ο χαμένος κόσμος. Και από τα σάλια των ανθρώπων. Θα βγει.

ΑΝΟΙΞΑ το παράθυρο να δω έξω. Μια μαλακή παρέλαση. Μπορείς να τους μαζέψεις. Να διπλώσεις το πλαστικό στέρνο των σπιτιών τους, το αθεράπευτο, χωρίς επιθυμία, πρόσωπο που κοιτά τις πατημένες ζωές. Χωρούν όλοι σε ένα συρτάρι χαλασμένα παιχνίδια.

ΜΕΤΑ, στα σανίδια της πόλης. Ενα μασκέ Σαββατοκύριακο, ντύθηκαν αγωνιστικά αυτοκίνητα. Κι έσπασαν όλα μου τα ποδήλατα. Ομως τώρα θα τους διαλέξω. Εγώ. Να εκτελέσουν αυτό που έρχεται, με μεγαλωμένο φόβο. Θα τους διαλέξω. Να διαλυθούν. Να ωριμάσουν λαμαρίνες.

ΒΡΕΧΕΙ μείον. Η βροχή κάνει θρόμβους και σπάει. Ξεκούμπωσε από πάνω μου τον καιρό. Αν ακουμπήσω την πόρτα θα γίνει ποτάμι. Είμαι ο μολυβένιος στρατιώτης. Εχω δυο καθρέφτες, έναν μπροστά, έναν πίσω. Καμία μπαλαρίνα. Κανένα χέρι. Βλέπω τη νύχτα με χάλκινα δάχτυλα να μιλάει ποδήλατα. Εζησε όλες τις ηλικίες της μέρας όρθια, πριν γίνει νύχτα. Οταν είσαι μόνος με τον εαυτό σου, κάνει σκοτάδι. Ασπρο, πανάκριβο σκοτάδι από αγάλματα.

ΤΟ πιο φωτεινό μέρος είναι εκείνο που δεν σου επιτρέπει να δεις όσα γνωρίζεις.

ΥΣΤΕΡΑ ήρθε. Επειτα από ώρα. Αυτό που όλο εμετρούσε το φως και δεν έφτανε. Εγειρε πάνω μου σαν αναπνοή παιδιού. Είναι βαρύ το φως γιατί είναι η τελευταία άγνωστη άγκυρα. Το κουβάλησα με κόπο. Το φόρτωσα στο σπασμένο μου ποδήλατο. Ολοι έβλεπαν έναν παράξενο μεταλλικό σκελετό που αναβόσβηνε, να κινείται. Πέρασε μέσα από τα αυτοκίνητα και επήρε τη ζωή τους. Καθώς εσέρνονταν τα οδήγησε. Και τα επέθανε σαν ταραγμένα, μέσα σε εξαντλημένους δρόμους και καπνούς.

ΕΙΔΑ μια σιωπή. Που φοβάται και γίνεται, προς ένα άγνωστο μέρος παιδί. «Είδα ολόκληρη τη ζωή μου να τρέχει προς τα εμπρός. Προς έναν τοίχο από φως. Ακούμπησε ήσυχη επάνω του και χύθηκε, αραίωσε. Ξεψύχησα πάνω στο φως. Στους αιώνες έμεινα εκεί φωτισμένος πεθαμένος» (1).

ΜΑΖΕΨΑ τη χυμένη ζωή και άνοιξε. Ο κύκλος της επιστροφής. Τότε βγήκε μια ώρα στον ουρανό, σαν φεγγάρι. Και ήταν αιώνια. Μια ώρα χωρίς χρόνο, χωρίς καπάκι. Ηταν ανοιχτή, σαν τη ζωή μου.

ΟΤΑΝ αναγκάζεσαι να σκεπάσεις τα όρια, αυτά σε εκδικούνται.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------

(1) Γιώργος Χειμωνάς, Ο εχθρός του ποιητή


ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=12/02/2011&id=250482

2 σχόλια:

Καραβάκι είπε...

Σας έχω αφήσει ένα μήνυμα στο e mail σας...περιμένω νέα σας.

Unknown είπε...

Το είδα καραβάκι, θα τους πάρω τηλέφωνο.
Ευχαριστώ για την πρόσκληση.
Καλό Σ/Κ