(κείμενο της Παυλίνας Παμπούδη στο περιοδικό POETIX για το βιβλίο ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, εκδ. Μεταίχμιο, 2009)
Δυο μέρη σιωπής, ένα μέρος λέξεις: Αυτή είναι η συνταγή μιας αναψυκτικής, ελιξήριας ποίησης.
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος αδειάζει στο γυάλινο μέτρο της μοναξιάς του τον αφρό και το κατακάθι των ημερών. Προσθέτει σταγόνες ηδύποτης λύπης κι άλλα μυστικά συστατικά, καθώς και αρωματικά πικρά και αψιά από παιδικές μνήμες. Ρίχνει μετά έναν έρωτα με το κουκούτσι του, και ανακατεύει με θρυμματισμένο πάγο από ψυχή. Στο τέλος, φτύνει τον εαυτό του: Παραχαϊδεμένο παιδί, οργισμένο έφηβο, νηφάλιο ενήλικα, τον εκσφενδονίζει κατάμουτρα στον καθρέφτη:
Τρεις αλλαξιές φαντάσματα / Για να μπερδεύουν τον καθρέφτη
Αυτοβιογραφείται, επηρμένος και απολογούμενος: Αρχίζει με απολογισμό:
Εγώ πάντα ήμουν /Χαμηλού δείκτη προστασίας / Χαμηλών ποσοστών συμμετοχής / Χαμηλής περιεκτικότητας σε λύσεις (...) Έτσι έζησα/ Όλη μου τη ζωή/ Σε υψηλές κλίμακες.
Είναι ένας ευγενής χειρώναξ που δουλεύει διπλοβάρδια τη ζωή του, προμηθευτής και καταναλωτής των υλικών της, αποστασιοποιημένος, σαν να μην τον αφορά και πολύ (αλλά αναγκασμένος, σαν να την αφορά εκείνος) - και περιφρονώντας τα φιλοδωρήματά της. Δεν της έχει μεγάλη εκτίμηση. Ούτε εμπιστοσύνη:
Η ζωή μια τρύπα.
Είναι ποιητής της πόλης, συγκεκριμένα, ποιητής δρόμου - μικρών αποστάσεων. Αν τύχει να απομακρυνθεί, φέρεται πολύ προσεχτικά:
Μετακινούμαι μόνο κάτω από υπόστεγα / Για να μη στάζουν οι παραλίες στα μάτια μου.
Πάντως, συχνότερα κρύβεται, υποδύεται τον εαυτό του, έγκλειστος πίσω από τα (οχυρωματικά) έργα του, φρουρούμενος από ανύπαρκτα υπάρχοντα. Αρέσκεται να ζει με τη διαδικασία του επείγοντος, μέσα σε μινιμαλιστικό σκηνικό και υποτυπώδη σκηνοθεσία που κινεί ελάχιστα τα συμβάντα από και προς το παρελθόν, από και προς το μέλλον του. Σε χρόνο σχετικό και άσχετο:
Είναι πάντα πεντέμισι.
Στους τοίχους πίσω και μπροστά του προβάλλεται συνεχώς (δεν φωτίζεται πάντα) μια γυναίκα: μητέρα, κόρη, ερωμένη - όλες οι γυναίκες μαζί –, εικόνα προστασίας, παραμυθίας, αναφοράς. Μια πανταχού παρούσα παρουσία, δοσμένη με σχέδιο κάπως αφηρημένο, αλλά με χρώματα έντονα, τοξικά και διαβρωτικά:
Μεταξύ μας / Όλον αυτό τον καιρό / Δεν παριστάνω τον θλιμμένο // Απλά καμιά φορά / Αναρωτιέμαι αν υπάρχεις.
Η Παρουσία γίνεται αντιληπτή κυρίως μέσω της απουσίας:
Έφυγες απ’ το σώμα μου / Και ξέχασες τα μάτια σου αναμμένα.
Ή μέσω του τάματος για την πραγμάτωση της επιθυμίας να υπάρξει ξανά η τάξη του κόσμου:
Θα σιωπώ / Μέχρι να ξαναγίνουν όλα / Καλαμιές και αμμόλοφοι.
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος, ως ποιητής, λειτουργεί μέσω κλειστού κυκλώματος – όπως συμβαίνει και στο μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου, το οποίο συχνά εναλάσσει - σε ίσες αναλογίες - με το ποιητικό.
Η πρόζα του είναι συμπαγής, ακέραιη, μέχρι να επιτρέψει να εισχωρήσει μέσα της ο ποιητικός ρυθμός· και να την αναποδογυρίσει, καθορίζοντάς την με αμετάκλητο τρόπο.
Στη γραφή του τα είδη ανακατεύονται. Γίνεται δήθεν κοινωνικός, ευπροσήγορος, αφήνει να διαφανεί κάποιος κρυφός διάλογος στους μονολόγους του, καθώς καλλιεργεί, συντηρεί και εκμεταλλεύεται στενές ή επιφανειακές σχέσεις με ετερόκλητα στοιχεία και στοιχειά, με ζώντες και τεθνεώτες.
Σ’ αυτό εδώ το όγδοο βιβλίο του, τον στηρίζουν και τον ερεθίζουν, τον βοηθάνε και τον κοντράρουν η Κατερίνα Γώγου, οι Pink Floyd, ο Paul Elyard, ο Γιώργος Βέλτσος, ο Rene Char, ο Jim Morisson, ο Γιάννης Βαρβέρης κ.α. Βάζει συχνά μότο ή τίτλο στίχους ποιητών και τραγουδοποιών, συνομιλεί μαζί τους ή και τους ενσωματώνει, κοιτάζει με το δικό του φως (ή σκοτάδι) κάποια πολυπρισματική ιδέα, την μπολιάζει στον κορμό του δικού του ποιήματος, την ωθεί σε άλλες κατευθύνσεις και, έτσι, εξελίσσει την ποίηση:
Γράφω ένα ποίημα / Μετά αφαιρώ τα ρήματα / Τα ουσιαστικά / Τα επίθετα / Τους συνδέσμους και τις μετοχές / Μένει μόνο ο ίσκιος του / Κάτι άναρθρα άρθρα / Και μερικές προθέσεις / -Ανέντιμες - / Τα τσαλακώνω / Και τα ρίχνω στην τσέπη μου // Δεν θα μάθω ποτέ / Πώς γράφεται / Ένα ποίημα // Καλύτερα / Να κόψω τα χέρια μου / Ή να ρωτήσω // Την Έμιλι Ντίκινσον.
Κάτω απ’ την πόρτα ασφαλείας των ποιημάτων του γλιστράνε κάπου κάπου, σαν πολύχρωμα διαφημιστικά φυλλάδια, μνήμες από τόπους «διακοπών». Εκείνος, με υπομονή, χαρτογραφεί την ουτοπία του.
Στους στίχους του μπαίνει η Σέριφος, η Νάξος ξεβάφει, περνά η Σαντορίνη, κινδυνεύει να χυθεί η Αμοργός, ανασυντάσσονται οι Κυκλάδες – όλοι αυτοί οι μη τόποι αναγνωρίζονται ως υπολείμματα κάποιας βυθισμένης Ατλαντίδας στην αυλή του σπιτιού των παιδικών του χρόνων.
Οι αναδρομές / επιδρομές στα παιδικά χρόνια είναι συχνές, και πάντα κομίζουν λάφυρα. Ο Σταύρος Σταυρόπουλος ανασύρει κάθε τόσο τα δικά του παιχνίδια: ένα αεροβόλο, κάτι σημαιάκια, λούτρινα ζώα, χαρταετούς, μολυβένια στρατιωτάκια, ένα ποδήλατο – ολόκληρη την τρομαχτική Λιμνούπολη, όλους τους στοιχειωμένους ήρωες των κόμικς – και τα ταχτοποιεί στα κοιλώματα και τα εξάρματα των ποιημάτων του. Ανασύρει και παραμύθια, από αυτά όμως κρατά μόνο τον μαύρο καμβά τους και υφαίνει πάνω του τις δικές του λευκές λέξεις. Στήνει:
Ένα μνημείο πεσόντων / Υπέρ ουτοπίας.
Πάντως, πολλές φορές - δεν μπορεί να κάνει αλλιώς- υποδύεται και τον μέτοχο: Θυμάται άλλους ρόλους, δεν μιλάει μόνο εκ μέρους του. Τότε, στα ποιήματά του εγγράφονται και απόηχοι κουρασμένων επαναστάσεων / εκδρομών / διακοπών σε ηλιόλουστες ιδεολογίες:
Εγώ φταίω που τα συνθήματά μας ήταν πάντα παρατατικός / Και μιλάω για τη γενιά μου.
Τίποτα όμως δεν τον έχει κρατήσει ποτέ και δεν τον κρατάει για πολύ.
Επειδή:
Έχω ζήσει το μέλλον / Στις κερκίδες μιας κιθάρας ηλεκτρικής.
Και επειδή:
Ούτε κατάλαβα /Μετά από τόσες σχέσεις / Πού ξέχασα / Τα βατραχοπέδιλά μου.
Έτσι, βρίσκεται (και πάλι) (τελικά) μόνος, αναχωρητής, στην μπλε πολυθρόνα του δωματίου του, να αυτοαπασχολείται, ασκώντας την τέχνη του. Καθώς συνεχίζει να ψάχνει, εντοπίζει ίχνη ποιητικότητας σε παραφθορές φθαρμένων καθημερινών εκφράσεων, αρπάζει συχνά κάποιο σχήμα λόγου στον αέρα, όχι ως θήραμα, αλλά ως παιχνίδι που το δαγκώνει και το αφήνει και το ξαναπιάνει μέχρι να το εξαντλήσει.
Στο βάθος κάθε επιφάνειας και σε πείσμα κάθε κανόνα, ο Σταύρος Σταυρόπουλος δεν ενδιαφέρεται ούτε να τραφεί ούτε να θρέψει. Είναι ποιητής: Ορφανός, ανάδελφος, άκληρος - αθώος, σαν να μην έχει γραφτεί ποτέ. Και το ξέρει:
Απαρηγόρητος συγγενής του εαυτού μου.
Είναι ποιητής: με προσωπική μοίρα και προσωπικό στίγμα. Και το ξέρει:
Έχω ράψει όλα μου τα ποιήματα / στο στόμα ενός μικρού παιδιού.
Παυλίνα Παμπούδη
περιοδικό POETIX, Άνοιξη 2010, τεύχος 3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου