Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣΜΟΥΣ;


ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ η μέρα ήταν γιορταστική. Η μηχανή πάρκαρε μόνη της κάτω από το μοναδικό δέντρο. Οι αναβάτες της ήταν αόρατοι. Μπορούσες να τους διακρίνεις μόνο μέσα απ' το φως, που χαλασμένο σκορπιζόταν τριγύρω. Μύριζε κέικ σοκολάτα με καβουρντισμένα αμύγδαλα.

Μια παλιά βάρκα ξεφλούδιζε άδικα κάτω από τον λιγοστό ήλιο. Στα πλάγια το όνομα ήταν μισοσβησμένο. Υπήρχαν τα κεφαλαία γράμματα μι και άλφα, αν ήσουν τυχερός εμφανιζόταν μπροστά σου το μαύρο σχήμα ενός γυναικείου ονόματος. Ενα λούτρινο αρκουδάκι κοιτούσε προς τα εκεί που ευνοούνταν οι γραμμές του ορίζοντα. Στο στήθος του ήταν καρφιτσωμένη μια κονκάρδα. Ελεγε: Don't worry, Ι' m happy. Ενα χοντρό σκοινί έσφιγγε δυνατά τον λαιμό του, τα νεύρα είχαν παραλύσει. Το βλέμμα του είχε αυτή την άγονη απόγνωση του μελλοθάνατου.

Ψηλά στον ουρανό, μέσα από τα καρφιτσωμένα σύννεφα, σχηματιζόταν μια λίμνη φωτός: Ενα μεγάλο όμικρον - από το ρήμα ουρλιάζω.

ΜΕΤΑ ΣΚΕΠΑΣΤΗΚΑΝ όλα από μια διάρκεια. Επεσε μια σιωπή -δύο μέρη- βγαλμένη από τα σπλάχνα των ματιών. Η θάλασσα βούλιαξε, βυθίστηκε κάτω από τα έγκατά της. Αρχισαν να εμφανίζονται γράμματα. Ενα ένα και όλα μαζί. Ολα όφειλαν τον θάνατό τους σε κάτι που δεν είχε υπάρξει πριν.

Εκείνος είπε: Δεν είναι αλήθεια ότι συμβαίνουν αυτά.

Εκείνη είπε: Σημασία έχει να αισθάνεσαι.

Εκείνος είπε: Υπάρχουν ρινίσματα σελήνης, δεν μπορώ να δω πέρα.

Εκείνη είπε: Αν κοιτάξεις προς το μέρος μου, θα πετάξω.

Εκείνος είπε: Δεν έχω άλλη δύναμη, με λήστεψαν τα φαντάσματα.

Εκείνη είπε: Ο φόβος περιμένει στους δειλούς.

Εκείνος είπε: Θέλω, αλλά δεν θέλω. Δεν μπορώ να μπορώ.

Εκείνη είπε: Μόνο τα μάτια μπορούν. Να βγάλουν κραυγή.

Εκείνος είπε: Πρέπει να στεγνώσω το σώμα μου μέσα σου. Εχω γεμίσει φονιάδες. Κυνηγημένους.

Εκείνη είπε: Θα μπορούσα να σε χαράξω. Εως τη στάχτη.

Εκείνος είπε: Κι αν με άτιμο πεθάνουμε θάνατο;

Εκείνη είπε: Θα ακουστεί η κρυμμένη μας δύναμη. Στις αυλές των σπιτιών.

Εκείνος είπε: Κι αν κατεβούμε τις σκάλες και δούμε τους πεθαμένους;

Εκείνη είπε: Ασ' τους. Κοιμούνται χωρίς λύπη.

Εκείνος είπε: Πες μου, πες μου, πιστεύεις στους χωρισμούς;

Εκείνη είπε: Ακράδαντα.

ΑΡΧΙΣΑΝ τότε να γεννιούνται όλα απ' την αρχή. Εφάνηκεν η θάλασσα. Η αφρώδης συμπεριφορά της σαμπάνιας. Χειμών βαρύς, του Παπαδιαμάντη. Διελύθη πάνω στο φως. Εξεριζώθη η λύπη και έφυγεν. Εχάθη.

Η μηχανή ξεκίνησε μόνη της. Οι αναβάτες της ήρθαν αόρατοι. Το δέντρο είχε αφαιρεθεί. Στη ρίζα του φύτρωνε πια η ανάγκη.

Από κάπου μακριά μύριζε κέικ σοκολάτα με καβουρντισμένα αμύγδαλα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=128718

5 σχόλια:

Λίτσα είπε...

πώς το καταφέρνετε και κάνετε τις λέξεις να σπάζουν μέσα μας χίλια κομμάτια;

θεωρώ ευτύχημα που σήμερα συναντήθηκα
μαζί τους.

να είστε καλά.

Ευάγγελος είπε...

...Αν σημασία έχει να αισθάνεσαι, η κάθε λέξη ξεφλούδιζε κάτι απ' της ψυχής μου τη ναρκωμένη άβυσσο κι από κάπου μακριά άρχισε να μυρίζει κέικ σοκολάτα με ξεφλουδισμένα αμύγδαλα.

fractal είπε...

H μια απουσία τραβάει πίσω της την άλλη.
Αόρατοι επιβάτες του χρόνου,
στο έλεος των σημείων του ορίζοντα.
Αν είμαι τυχερό θα ξεφλουδίσω στρώμα-στρώμα στην άμμο το καλοκαίριού.
Καλώς σε βρήκα

Unknown είπε...

Αρετή,
Σπάω κι εγώ μαζί τους. Είναι αναπόφευκτο. Σ ευχαριστώ πολύ.

Ευάγγελε,
Σου εύχομαι να μυρίζεις πάντα κέικ σοκολάτα με καβουρντισμένα αμύγδαλα.

Fractal,
Καλώς σε βρήκα κι εγώ. Σε ένα κείμενο την αξία την δίνουν πάντα οι κάθε λογής αναγνώσεις του.

Να είστε όλοι καλά.

Spiros είπε...

Κάθε χωρισμός είναι μια πρόγευση θανάτου, κάθε επανασύνδεση μια υποψία ανάστασης. Γι΄ αυτό και οι άνθρωποι χαίρονται τόσο πολύ όταν ξανασυνταντιούνται.

Arthur Schopenhauer [δική μου μετάφραση και από μνήμης, ίσως κάπου να έχει ξεφύγει]