Γ.Κακουλίδης
Τον βρήκα στον σταθμό, είχα καθυστερήσει. Κυριακή απόγευμα, ο Ολυμπιακός νίκησε. Από το αμάξι έτρεχαν λάδια. Και απ' τη ζωή μου. Κάποια τσιμούχα είχε φύγει από τη θέση της. Σταματήσαμε στο ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς για μελομακάρονα. Τα ποιήματα μπορούσαν να περιμένουν. Ηταν γεμάτος ενθουσιασμό, αλλά μιλούσε μάλλον θυμωμένα. Αυτά που πονάνε, βγάζουν θυμό. Δικαίως. Κάτω από τη μασχάλη του κρυβόταν μια ακουαρέλα. Μου την πρόσφερε. Ηταν δώρο. Φιλίας. Για μένα. Εφτιαξα έναν καφέ. Μου ζήτησε το The Coln concert του Κιθ Τζάρετ. Το είχα. Το βινίλιο έκανε αυτή τη μαγική περιστροφή του πριν ακουστεί. Το πιάνο ήταν θανάσιμο. Επεσε μια σιωπή. Σε δύο μέρη. Μετά πήραμε μπρος. Αρχισαν να γλιστράνε οι λέξεις.
Γιώργος Κακουλίδης: Μεγάλωσα μέσα στο ατελιέ ζωγραφικής του πατέρα μου με θηρία, όπως ο Νίκος Καρούζος, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Αλέξης Ακριθάκης, ο Μάριος Χάκκας. Είμαστε μια οικογένεια εικαστικών: ο παππούς μου, ο γλύπτης Γιώργος Κακουλίδης, το 1934, διαμόρφωσε την πλατεία Ομονοίας, που λεγόταν τότε πλατεία Μουσών. Ο πατέρας μου, Δημήτρης Κακουλίδης, ήταν ζωγράφος διεθνούς ακτινοβολίας, από τους σημαντικότερους της γενιάς του και κατά έναν παράξενο τρόπο είχε το τέλος που του έδωσε ο Μάριος Χάκκας στο βιβλίο του «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες». Εγραψε ο Χάκκας: Ο Μήτσος κλάταρε νωρίς. Πράγματι, ο πατέρας μου πέθανε πολύ νέος. Μόλις 53 ετών. Του οφείλω τα πάντα.
Σταύρος Σταυρόπουλος: Εχω ακούσει πολλές ιστορίες για την εφηβεία σου. Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας. Αλητεία να φάν' κι οι κότες...
Γ.Κ.: Μπάρκαρα στα δεκάξι μου, γύρισα όλο τον κόσμο, ήταν επιλογή ζωής. Φυσικά, αλήτεψα. Από το '76 και μετά συνδέθηκα με την αντεργκράουντ σκηνή των Εξαρχείων, γνώρισα τον Τάσο Φαληρέα, τον Γιώργο Κούνδουρο, τυπώσαμε καταπληκτικά πράγματα, περιοδικά, βιβλία, εφημερίδες. Κι έπειτα έπεσα πάνω στον Μοσκώφ. Νιώθω γεμάτος. Εκανα τα πάντα στην ώρα τους. Κατέβηκα στην Κόλαση, έριξα μια ματιά τριγύρω και επέστρεψα. Συνεχίζω.
Σ.Σ.: Ο Κέρουακ έγραφε γι' αυτούς που λιώνουν τις νύχτες «σαν κίτρινα ρωμαϊκά κεριά»... Οι μπίτνικς ήταν μια γοητευτική ιστορία. Ολους μάς συνεπήραν. Γέμισαν τα μάτια μας ανοιχτούς δρόμους. Στην Ελλάδα το πήραμε χαμπάρι λίγο αργά. Ευτυχώς, υπήρχαν η Μήτσορα, ο Κουτρουμπούσης, ο Πουλικάκος.
Γ.Κ.: Ωραίοι τύποι. Μποέμ...
Σ.Σ.: Ο μύθος τού μποέμ λειτουργεί σήμερα;
Γ.Κ.: Να σου πω πώς λειτουργεί: σαν σάκος του μποξ. Τελευταία επίθεση που δέχτηκα, ήταν από μια δημοσιογράφο-κριτικό λογοτεχνίας. Δεν φτάνει που με κριτίκαρε στο κείμενό της, έψαξε και συγγενείς μου να μάθει ποιος είμαι, πώς διάγω. Οσα άκουσε πήγε και τα μετέφερε στους συναδέλφους της, της συντακτικής επιτροπής του εντύπου που δούλευε, «κριτικούς λογοτεχνίας» κατά τ' άλλα.
Σ.Σ.: Η «κριτική», όταν δεν μπορεί να δει το προς κρίσιν έργο, γιατί πιθανότατα δεν το καταλαβαίνει, βλέπει και κρίνει τον τρόπο ζωής τού δημιουργού του. Είναι πολύ πιο εύκολο, πολύ πιο βολικό, από το να σκύψει πάνω από το έργο με τιμιότητα. Ο σωστός κριτικός πρέπει να παραμερίσει, για να περάσει το έργο. Αντιθέτως, το εγώ του τού φράζει τον δρόμο. Το παρεμποδίζει, το παρενοχλεί, το ζηλεύει. Και αρκετές φορές το ιδιοποιείται. Την ίδια στιγμή που αποκεφαλίζει τον δημιουργό του. Παράξενο, δεν είναι;
Γ.Κ.: Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για το πώς ο κριτικός από αλογόμυγα εξελίχτηκε σε επικίνδυνη αρσακειάδα. Εγώ έχω υποστεί πολλές πράξεις βαρβαρότητας από δαύτους. Τώρα πια, με όλα όσα βλέπω, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να φτύνω και να γελάω. Και φυσικά, το πληρώνω, όπως και κάθε τι στη ζωή μου. Κριτική μπορεί να γράψει μόνο ποιητής για ποιητή. Οπως έκανε ο Λάγιος για μένα.
Σ.Σ.: Ο κριτικός όταν γράφει είναι σε διατεταγμένη υπηρεσία; Κι επειδή προεξοφλώ την απάντησή σου, στο θέτω αλλιώς: Σε ποιες συνθήκες επωάζεται, πώς μπορεί να λειτουργήσει και με ποιον τρόπο οφείλει να διαβαστεί μια κριτική;
Γ.Κ.: Η μόνη κατάσταση που μπορεί να λειτουργήσει η κριτική είναι αυτή της τυφλότητας. Οπως αυτή της δικαιοσύνης. Ο κριτικός πρέπει πρώτα να ψηλαφήσει την αλήθεια του, έπειτα να συγχρωτιστεί με το αντικείμενο εκείνο που έχει άμεση σχέση με την προσωπική του ζωή. Μια αρσακειάδα δεν μπορεί να κάνει κριτική στο έργο του Φρανσουά Βιγιόν. Γιατί θέλει να αποκτήσει στάτους κοινωνικό, τη στιγμή που ο πραγματικός ποιητής απλώς αδιαφορεί.
Σ.Σ.: Το παράδειγμα που ανέφερες προηγουμένως, με την προσωπική σου ζωή, είναι και δείγμα ρατσισμού. Οι συγγραφείς δεν χωρίζονται σε αλήτες, τρελούς ή μεθύστακες. Χωρίζονται σε καλούς και κακούς. Και γι' αυτό, μόνο το έργο τους μπορεί να μιλήσει.
Γ.Κ.: Η κριτική καταστράφηκε από τη δημοσιογραφία. Και από τους αμόρφωτους πτυχιούχους. Από ανθρώπους δίχως βιώματα, που έκαναν ομάδες και οι στολές τους μυρίζουν χειρουργείο. Μοναδική τους φιλοδοξία είναι μια πλούσια ζωή κι ένα εξοχικό σπιτάκι στην Τήνο. Να, τι τους απαντώ εγώ.
Σ.Σ.: Οι γενιές και οι ομάδες ευνοούν το διαίρει και βασίλευε. Ο ένας βλογάει τα γένια του άλλου και είναι όλοι σπανοί... Παίζουν πολλοί σ' αυτή την αλλοπρόσαλλη σχέση, που βασίζεται στην ανταποδοτικότητα και στην αλλαξοκωλιά. Δεν ξέρεις πώς να το αντιμετωπίσεις.
Γ.Κ.: Ξέρεις, μια φορά πέταξα έξω από το «Φίλιον» με τις κλοτσιές μια «κριτικό» που εξαπάτησε εμένα, τον Ηλία τον Λάγιο και τον Σωτήρη Τριβιζά...
Σ.Σ.: Η κριτική που έκανε δειλά δειλά την εμφάνισή της μετά τη Μεταπολίτευση, ήταν εξαιρετικά «προσεκτική». Ομως, χωρίς να το καταλάβει, διολίσθησε σιγά σιγά σ' έναν στείρο ακαδημαϊσμό...
Γ.Κ.: ...ταυτίστηκε με την κυρίαρχη χυδαιολογία και ξέπεσε σε ομάδες. Που τη χρησιμοποιούν για ίδιον όφελος. Πρόκειται για φασόν που το αναπαράγουν και το αναπαράγουν, χωρίς να τους ενδιαφέρει η ιδιαιτερότητα του συγγραφέα ή του έργου.
Σ.Σ.: Σε αυτό τον χώρο όσα αποσιωπούνται είναι ακριβώς αυτά που αξίζει να μάθουμε. Λες και υπάρχει μια αόρατη συμφωνία σιωπής. Μια συμφωνία μαφιόζων. Γνωρίζουμε όσους δεν θα έπρεπε να γνωρίζουμε και δεν γνωρίζουμε αυτούς που αξίζει να γνωρίζουμε. Τα ίδια πρόσωπα παντού.
Γ.Κ.: Μας τους επιβάλλουν. Τους ασήμαντους και τους μέτριους. Και τους αόρατους. Γιατί δεν θεωρούνται «επικίνδυνοι». Δεν τους χαλάνε τη σούπα.
Σ.Σ.: Γιώργο, έγινες σαφής. Αρκεί. Θέλω να κλείσουμε με κάτι από Γιώργο Κούνδουρο, τον αδελφό τού σκηνοθέτη, γνωστή περσόνα της πλατείας Κολωνακίου και ιδιοκτήτη τού «ΕΝΑ», όπου μαζευόταν όλη η αντεργκράουντ σκηνή κατά τη δεκαετία του '70. Κάτι συμπιεστικό. Πες μου μια ιστορία. Πώς γνωριστήκατε;
Γ.Κ.: Ηταν 1976, στο μαγαζί του, και μιλούσαμε με την παρέα μου πολύ δυνατά. Ο Γιώργος έρχεται και λέει κάντε ησυχία, εμείς, παλιόπαιδα, συνεχίζουμε τον σαματά. Χαμπάρι. Πλησιάζει τότε και λέει επιδεικτικά: «Τώρα παίρνω τηλέφωνο το 100». Και το παίρνει μπροστά μας. «Ελάτε, γιατί κάποιοι αλήτες πάνε να μου χαλάσουν το μαγαζί». Σηκώνομαι απ' τη θέση μου, του λέω κοίτα να δεις τώρα. Παίρνω κι εγώ την αστυνομία και λέω: «Ελάτε, γιατί ο ιδιοκτήτης μάς ενοχλεί». Κάποτε, έρχεται η αστυνομία και ο Κούνδουρος αγέρωχος τους ρωτάει: «Χαίρετε. Είστε το δικό μου το 100 ή του κυρίου;».
Σ.Σ.: Τελικά ποιανού ήταν το 100;
Γ.Κ.: Της αστυνομίας...
Σ.Σ.: Γιώργο, σ' ευχαριστώ.
Γ.Κ.: Εγώ σ' ευχαριστώ. Με δύο μέρη σιωπή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗΝ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=128714
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου