Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΚΟΚΚΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ


Ο ΠΑΦΛΑΣΜΟΣ της ήταν αδιόρατος· σχεδόν βουβός. Οταν αντίκρισε αυτό το βαθύ κόκκινο, του ήρθε στον νου ο ιριδισμός που κάνει το φως καθώς πέφτει σε μια σκοτεινή τρύπα. Το περίεργο ήταν ότι αυτό το χρώμα είχε τη δική του αναπνοή. Αδύνατη στην αρχή, επιταχυνόμενη μετά, αιώνια στο τέλος. Η ταχυπαλμία του κόκκινου διέσωζε μια περιοδικότητα που τον ξάφνιαζε.

Οταν βούτηξε το δάχτυλό του μέσα στη ζεστή μπογιά, αισθάνθηκε σαν ζωγράφος που προετοίμαζε πυρετωδώς το μεγαλύτερο έργο του. Δοκίμασε λίγο το χρώμα στη γλώσσα του - ή ήταν αίμα; Αγγιξε τις πτυχώσεις του μια μια, ακούμπησε κάθε ζωή του ξεχωριστά, είδε μια ασυνήθιστη παλίρροια να παρασύρει τα μάτια του. Αναγκάστηκε να τα βγάλει. Χωρίς μάτια θα μπορούσε να το κοιτάξει καλύτερα.

ΑΦΗΣΕ αυτή τη μικρή θάλασσα να τρέξει πάνω στα χέρια του. Και να τα βάψει. Μύρισε το ιώδιό της που διέφευγε, άνοιξε και έκλεισε πολλές φορές τη σιωπηλή σπηλιά, όπου κατέφευγαν πειρατές, παράνομοι ήρωες και θαυμάσιοι εαυτοί.

Εκεί υπήρχαν όλα τα είδη ψαριών - για τη διαιώνιση του είδους. Ολα τα τροπικά κοράλλια. Ενα μαλακό πλαγκτόν σκέπαζε σαν κουρτίνα την επιφάνειά της, από κάτω γυάλιζε το νερό. Παραμέρισε με τους δείκτες των χεριών του τους διαφανείς ρόζους για να δει τον πυθμένα. Βρήκε μερικά βιβλία του Σαίξπηρ. Το τελευταίο άλμπουμ τού Ιγκι Ποπ. Κάποια γράμματα του Κάφκα. Τις ερωτικές επιστολές του Χένρι Μίλερ στην Αναΐς Νιν. Εναν πίνακα του Σαγκάλ. Το σενάριο μιας παλιάς ταινίας του Βέντερς.

Η ΠΟΙΗΣΗ ήταν σχεδόν συνυφασμένη με το δέρμα της. Κάποιοι κόκκοι της θύμιζαν Λόρκα. Πήρε μερικούς στα δόντια του και τότε πρόβαλε το φεγγάρι. Ζήτησε αίμα γιατί οι άνθρωποι το άφησαν έξω απ' το σπίτι τους. Γιατί θέλησαν να βγάλουν το φως απ' τη ζωή τους. Ζήτησε ένα ματωμένο νυφικό, έναν ματωμένο γάμο. Μια κόκκινη απόδειξη έρωτα. Αυτό, που έβγαινε μέσα απ' τη θάλασσα, σαν οιωνός αρχαίος.

ΠΗΡΕ τη θάλασσα και την έφερε σπίτι. Την ακούμπησε στο σαλόνι του, της έβαλε να ακούσει Σοπέν για να ηρεμήσει, την κοίμισε μέσα στα χέρια του σαν μωρό. Ηπιε κάποιες γουλιές της. Χανόταν και μούλιαζε σε αλμυρά νερά. Πνιγόταν σ' ένα βαθύ κόκκινο. Κάθε που έβγαζε το κεφάλι του έξω να αναπνεύσει, έπρεπε να κολλήσει το στόμα του στο δικό της· για να σωθεί. Ο αέρας που ερχόταν απ' τα νερά της ήταν ζωής.

Θα έμενε διασωληνωμένος μαζί της. Το ήξερε. Θα έμενε στον βυθό της για να βγουν στην επιφάνεια. Θα τη σκέπαζε με το κόκκινο σώμα του. Θα άκουγε το φεγγάρι που ζήτησε αίμα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗ ΣΤΗΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=131101

4 σχόλια:

Καραβάκι είπε...

Τελικά μόνο μέσα σε μια θάλασσα, όποιο χρώμα κι αν έχει αυτή, η ζωή ανασαίνει.
Και τι ζητάει μια θάλασσα;
Nα την πάρει κάποιος να την φέρει σπίτι, να την ακουμπήσει στο σαλόνι του και να της βάλει να ακούσει Σοπέν για να ηρεμήσει...
Να γαληνέψει.

YΓ. Κι αυτό το βαθύ κόκκινο,τι έχουμε πάθει όλοι με αυτό;

Unknown είπε...

Καραβάκι,

Μέσα σε μια κόκκινη θάλασσα ο θεός φαίνεται πιο οικείος. Ή πιο ερωτευμένος με τον κόσμο.

OOO είπε...

Η ταχυπαλμία του κόκκινου διέσωζε μια ζωη που τον ξάφνιαζε.Η θαλασσα δεν ζητησε τιποτα,ποτε.

Ευάγγελος είπε...

Θάλασσα κοιτίδα ζωής - Κόκκινη Θάλασσα ελπίδα ζωής...