Αν το πιάνο ήταν για τον Ερίκ Σατί η προέκταση του λόγου του, η σιωπή – όχι η παύση – ήταν μια επιπλέον νότα, ένα κρυφό κρεσέντο που παραμόνευε στο σκοτάδι. Πέρα και πάνω από όλα όμως, ήταν το αυστηρό δικαστήριο της μουσικής του.
Προκειμένου για ένα ποίημα, η σιωπή εξοικονομεί χρόνο για να διατυπωθούν τα βλέμματα, οι ματιές. Όταν αυτά λείπουν, η σιωπή τα αναπληρώνει – τελικά, ξεπερνώντας τα.
Τι όμως κάνει ένα ποίημα, ποίημα; Νομίζω η α-λεξία του, η ικανότητά του να συναναστρέφεται με τις λιγότερες δυνατές λέξεις, δημιουργώντας χώρους, γωνίες, και κόγχες, όπου το μυαλό μπορεί να απαγγιάσει. Η αδιακρισία του μερικού που θέλει να αναπληρώσει το όλον. Όταν αυτό επιτυγχάνεται, μπορούμε να μιλήσουμε για ποίημα.
Ανέφερα το παράδειγμα του Σατί, που υπήρξε σχεδόν ένας ζωγράφος της μουσικής, γιατί πιστεύω ότι το τελικό αποτέλεσμα που αναλαμβάνει να φέρει η ποίηση, είναι η μουσική.
Συχνά έχουμε την τάση να λησμονούμε ότι όλες οι ανθρώπινες ιστορίες είναι ουσιαστικά παρτιτούρες πάνω στις οποίες αντί για νότες, εγγράφονται οι λέξεις. Οι ενδιαφέρουσες ιστορίες είναι αυτές που οι λέξεις τους θυμίζουν αρκετά τις νότες. Και οι μεγάλες ιστορίες, αυτές που αξίζει να συγκρατήσει κανείς, οι ιστορίες που εντελώς πεζά αποκαλούμε και ερωτικές, είναι αυτές που εμπεριέχουν τη μουσική της σιωπής.
Η συλλογή αυτή επιχειρεί να ιχνογραφήσει έναν εκφυλισμό, μια απομάγευση, ένα τέλος σε τρία επίπεδα: Αρχικά του βλέμματος, στη συνέχεια των σωμάτων, και τελευταία, του έσχατου μέσου, που είναι οι λέξεις. Το μέσον, που είθισται να κυοφορεί έναν έρωτα.
Προκειμένου για ένα ποίημα, η σιωπή εξοικονομεί χρόνο για να διατυπωθούν τα βλέμματα, οι ματιές. Όταν αυτά λείπουν, η σιωπή τα αναπληρώνει – τελικά, ξεπερνώντας τα.
Τι όμως κάνει ένα ποίημα, ποίημα; Νομίζω η α-λεξία του, η ικανότητά του να συναναστρέφεται με τις λιγότερες δυνατές λέξεις, δημιουργώντας χώρους, γωνίες, και κόγχες, όπου το μυαλό μπορεί να απαγγιάσει. Η αδιακρισία του μερικού που θέλει να αναπληρώσει το όλον. Όταν αυτό επιτυγχάνεται, μπορούμε να μιλήσουμε για ποίημα.
Ανέφερα το παράδειγμα του Σατί, που υπήρξε σχεδόν ένας ζωγράφος της μουσικής, γιατί πιστεύω ότι το τελικό αποτέλεσμα που αναλαμβάνει να φέρει η ποίηση, είναι η μουσική.
Συχνά έχουμε την τάση να λησμονούμε ότι όλες οι ανθρώπινες ιστορίες είναι ουσιαστικά παρτιτούρες πάνω στις οποίες αντί για νότες, εγγράφονται οι λέξεις. Οι ενδιαφέρουσες ιστορίες είναι αυτές που οι λέξεις τους θυμίζουν αρκετά τις νότες. Και οι μεγάλες ιστορίες, αυτές που αξίζει να συγκρατήσει κανείς, οι ιστορίες που εντελώς πεζά αποκαλούμε και ερωτικές, είναι αυτές που εμπεριέχουν τη μουσική της σιωπής.
Η συλλογή αυτή επιχειρεί να ιχνογραφήσει έναν εκφυλισμό, μια απομάγευση, ένα τέλος σε τρία επίπεδα: Αρχικά του βλέμματος, στη συνέχεια των σωμάτων, και τελευταία, του έσχατου μέσου, που είναι οι λέξεις. Το μέσον, που είθισται να κυοφορεί έναν έρωτα.
Ακόμη και σήμερα, κοιτώντας αυτά τα ποιήματα, δεν μπορώ να πω αν είναι κάτι που μου αρέσει ή κάτι που δεν μου αρέσει. Είναι απλώς τα ποιήματα που έγραψα ή καλύτερα τα ποιήματα που, όπως λέει και ένας στίχος του Καρούζου «γιορτάζουν με τα χέρια την λάσπη». Αυτό μόνον μπορούν να κάνουν: Να επικυρώσουν την σφραγίδα της «λάσπης» με τα ίδια τους τα χέρια. Είναι ουσιαστικά ένας λόγος που θα ήθελε να παραμείνει προφορικός, διατηρώντας την γνησιότητά του, όμως η ανάγκη τον μετέτρεψε σε έντυπο. Αυτή η μάχη με τις λέξεις είναι άδικη. Δεν πρόκειται ποτέ να βρεις τη σωστή. Όσα χρόνια και να περάσουν αυτή που τελικά γράφεις είναι η λάθος. Πρόκειται για έναν αγώνα ζωής και θανάτου. Το κακό είναι ότι πεθαίνεις εσύ. Η λέξη ζει. Εκτός σου.
Κάθε ένα από αυτά τα ποιήματα επιπλήττει τον εαυτό του για την ευκαιρία που χάθηκε.
Προσπάθησα, αυτός ο τυπωμένος λόγος να μην χάσει εντελώς την προφορικότητά του – που για μένα συμβολίζει και το δικαίωμα της εκφοράς. Δεν ξέρω αν και τί κατάφερα. Πάντως, ένας φίλος ποιητής που εκτιμώ, έγραψε κάτι που μου άρεσε. Το βρήκα αντιπροσωπευτικό. Έγραψε: «Είναι ποιήματα με μεγάλα αθώα μάτια. Είναι παιδιά στα σκαλιά. Που κοιτάζουν τα παπούτσια τους. Με αγκαλιασμένα τα γόνατα».
Πράγματι: Υπάρχει ένα μικρό παιδί που κάθεται ανάμεσα σε αυτά τα ποιήματα, αγκαλιάζοντας τα γόνατά του. Και θέλει να επιζήσει. Μέσα του. Με δύο μέρη σιωπή, κανένα μέρος λέξεις. Το μέρος των λέξεων του επιβάλλεται. Εκ της γεννήσεώς του. Εκ της συμμετοχής του στα πράγματα που επιλέγει να αρνηθεί. «Η σιωπή είναι η άρνηση της βεβαιότητας» είχε πει ο Μπέργκμαν. Και η βεβαιότητα εκφράζεται με τις λέξεις.
Το παιδί αυτό τις αρνείται, περνάει πάνω από αυτές. Αρέσκεται μόνο στο να κοιτάζει, προστατευμένο από τα κριτήρια που δεσμεύουν την γλώσσα. Επιδίωξή του δεν είναι να την ελαττώσει, αλλά να την μεταμορφώσει σε αληθινές σιωπές. Όπως έγραψε ο Αρτώ: «Όλες οι λέξεις είναι ένα ψέμα. Όταν μιλάμε, προδίδουμε την ψυχή μας. Θα αρκούσε να κοιταζόμαστε». Είναι θέμα βαθμού να αντιληφθεί αργότερα την επάρκεια ή μη της στάσης του και να την αποδεχθεί ως ανάγκη. Στα πλάγια του κορμιού του κινούνται οι άλλοι. Σχεδόν επιπλέοντας.
Δεν ξέρω αν το συναίσθημα έβλαψε την ποίηση ή η ποίηση το συναίσθημα. Αυτό είναι μια στεγνή αποτίμηση, που έχει τα χαρακτηριστικά απογραφής, και την κάνει η «κριτική», ακριβώς γιατί το στερείται. Γι αυτό που είμαι σίγουρος είναι ότι, τουλάχιστον εγώ, μετά από αρκετά χιλιόμετρα και αρκετή υγρασία, δεν έχω άλλο δρόμο.
Θέλω να αφιερώσω αυτό το βιβλίο σε ό,τι μπορεί και γεννιέται ξανά. Και ξανά.
Κάθε ένα από αυτά τα ποιήματα επιπλήττει τον εαυτό του για την ευκαιρία που χάθηκε.
Προσπάθησα, αυτός ο τυπωμένος λόγος να μην χάσει εντελώς την προφορικότητά του – που για μένα συμβολίζει και το δικαίωμα της εκφοράς. Δεν ξέρω αν και τί κατάφερα. Πάντως, ένας φίλος ποιητής που εκτιμώ, έγραψε κάτι που μου άρεσε. Το βρήκα αντιπροσωπευτικό. Έγραψε: «Είναι ποιήματα με μεγάλα αθώα μάτια. Είναι παιδιά στα σκαλιά. Που κοιτάζουν τα παπούτσια τους. Με αγκαλιασμένα τα γόνατα».
Πράγματι: Υπάρχει ένα μικρό παιδί που κάθεται ανάμεσα σε αυτά τα ποιήματα, αγκαλιάζοντας τα γόνατά του. Και θέλει να επιζήσει. Μέσα του. Με δύο μέρη σιωπή, κανένα μέρος λέξεις. Το μέρος των λέξεων του επιβάλλεται. Εκ της γεννήσεώς του. Εκ της συμμετοχής του στα πράγματα που επιλέγει να αρνηθεί. «Η σιωπή είναι η άρνηση της βεβαιότητας» είχε πει ο Μπέργκμαν. Και η βεβαιότητα εκφράζεται με τις λέξεις.
Το παιδί αυτό τις αρνείται, περνάει πάνω από αυτές. Αρέσκεται μόνο στο να κοιτάζει, προστατευμένο από τα κριτήρια που δεσμεύουν την γλώσσα. Επιδίωξή του δεν είναι να την ελαττώσει, αλλά να την μεταμορφώσει σε αληθινές σιωπές. Όπως έγραψε ο Αρτώ: «Όλες οι λέξεις είναι ένα ψέμα. Όταν μιλάμε, προδίδουμε την ψυχή μας. Θα αρκούσε να κοιταζόμαστε». Είναι θέμα βαθμού να αντιληφθεί αργότερα την επάρκεια ή μη της στάσης του και να την αποδεχθεί ως ανάγκη. Στα πλάγια του κορμιού του κινούνται οι άλλοι. Σχεδόν επιπλέοντας.
Δεν ξέρω αν το συναίσθημα έβλαψε την ποίηση ή η ποίηση το συναίσθημα. Αυτό είναι μια στεγνή αποτίμηση, που έχει τα χαρακτηριστικά απογραφής, και την κάνει η «κριτική», ακριβώς γιατί το στερείται. Γι αυτό που είμαι σίγουρος είναι ότι, τουλάχιστον εγώ, μετά από αρκετά χιλιόμετρα και αρκετή υγρασία, δεν έχω άλλο δρόμο.
Θέλω να αφιερώσω αυτό το βιβλίο σε ό,τι μπορεί και γεννιέται ξανά. Και ξανά.
Δεν υπάρχει πια μέρος που να μην το βλέπω.
(Η ΟΜΙΛΙΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ" , ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 8 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ, ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ)
(Η ΟΜΙΛΙΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ" , ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 8 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ, ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου